Η είδηση από την εκλογική αναμέτρηση στην Πορτογαλία την Κυριακή, δεν ήταν το οριακό προβάδισμα της κεντροδεξιάς, αλλά η επιβεβαίωση στις κάλπες του πολιτικού κλίματος, που καταγράφεται σε ολόκληρη την Ευρώπη και προκαλεί ανησυχία, η άνοδος, δηλαδή, της ακροδεξιάς και η επιστροφή του λαϊκισμού. Το ακροδεξιό κόμμα Chega, μόλις πέντε χρόνια από την εμφάνιση του στην πορτογαλική πολιτική σκηνή, κατάφερε να εξασφαλίσει ποσοστό 18% και 48 από τις 230 έδρες στην πορτογαλική Βουλή.
Η Πορτογαλία δεν αποτελεί την εξαίρεση στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό, που αναμένεται να αποτυπωθεί στις κάλπες των ευρωεκλογών. Ευρωπαίοι αναλυτές εκτιμούν ότι το βράδυ της 9ης Ιουνίου, οπότε οι κάλπες θα έχουν κλείσει στις 27 χώρες μέλη της ΕΕ, είναι πολύ πιθανό το ένα τέταρτο του Ευρωκοινοβουλίου, το 25% των ευρωβουλευτών, που θα έχουν εκλεγεί δηλαδή, να ελέγχεται από ομάδες, που εκπροσωπούν ακραίες φωνές.
Οι ευρωπαϊκές μετρήσεις σε εννέα χώρες -Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Αυστρία, Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία και Ολλανδία- δείχνουν ότι τα λαϊκιστικά κόμματα ή κόμματα της άκρας δεξιάς ενδέχεται να τερματίσουν ακόμη και πρώτα. Αντίστοιχα, σε Γερμανία, Ισπανία, Σουηδία, Φινλανδία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Εσθονία και Λετονία, διεκδικούν τη δεύτερη θέση.
Την ισχυροποίηση λαϊκίστικων και ακραίων φωνών κατέγραψαν οι εθνικές κάλπες και στην Ελλάδα, τον περασμένο Ιούνιο, με τρία κόμματα να συγκεντρώνουν ένα ποσοστό της τάξεως του 13% και να εκπροσωπούνται στην ελληνική Βουλή με 34 βουλευτές. Εννέα μήνες μετά, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το ποσοστό αυτό να ενισχύονται περεταίρω, με «προσθαφαιρέσεις», που αλλάζουν απλώς την μεταξύ τους κατανομή δυνάμεων.
«Καταλύτης», εν πολλοίς, η βαθιά τομή, που το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών φέρνει στην κοινωνία και οδηγεί σε -έστω και μικρές- διαρροές από τα ποσοστά της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κυρίως του δεξιού ακροατηρίου της.
Κερδισμένη πολιτική δύναμη αναδεικνύεται η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, που καταφέρνει να επωφεληθεί και από την πτώση του κόμματος Σπαρτιάτες, που βρίσκεται σε αποδρομή, αλλά και να συγκεντρώνει «δυσαρεστημένους» ψηφοφόρους ακόμη και από εκ διαμέτρου αντίθετους πολιτικούς χώρους, διαμορφώνοντας το προφίλ ενός «αντισυστημικού» σχηματισμού. Είναι χαρακτηριστικές δύο μετρήσεις, που για πρώτη φορά φέρνουν την Ελληνική Λύση στην τέταρτη θέση, να ξεπερνά το ΚΚΕ.
Η μέτρηση της MRB στις 28 Φεβρουαρίου έδωσε στο κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου ποσοστό 7,8%, αφήνοντας στο 7% το ΚΚΕ και μόλις μία ποσοστιαία μονάδα πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μία ημέρα αργότερα, δημοσκόπηση της Opinion Poll κατέγραψε την Ελληνική Λύση με διψήφιο ποσοστό, 10,2%, με το ΚΚΕ στο 10,1%.
Τα κόμματα, που ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα έχουν «αναλάβει» στην Ευρώπη να δημιουργήσουν το ανάχωμα στην άνοδο των ακραίων φωνών, υιοθετώντας μια πιο συντηρητική ματιά σε θέματα, που προκαλούν αντιδράσεις, όπως το μεταναστευτικό. Η διαφορά με το ελληνικό πολιτικό σκηνικό είναι ότι η Νέα Δημοκρατία καλείται ταυτόχρονα να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στο χώρο του κέντρου, όπου πλέον αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη. Μια ισορροπία δύσκολη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε το έναυσμα της προεκλογικής κούρσας από τη Θεσσαλονίκη, απευθυνόμενος στη βόρεια Ελλάδα, όπου η στροφή προς τα δεξιά είναι ακόμη πιο έντονη τα τελευταία χρόνια.
Επιχειρώντας να «ξυπνήσει» ανακλαστικά του παρελθόντος, η Νέα Δημοκρατία επαναφέρει τον πυρσό στο σήμα των 50 χρόνων της, με τον κ. Μητσοτάκη καθ' όλη τη διάρκεια της ομιλίας του στο προσυνέδριο του κόμματος να αναφέρεται πολλάκις στην ενδυνάμωση της φωνής της Ελλάδας στην Ευρώπη, στην ενίσχυση των εξοπλισμών στις Ένοπλες Δυνάμεις, στην κατασκευή του φράχτη στον Έβρο και την ανάγκη επαγρύπνησης στα ελληνοτουρκικά, παρά τη βελτίωση των σχέσεων με την Άγκυρα.
Δίνοντας το στίγμα της «επίθεσης» προς τα δεξιά του, μίλησε για «κομματίδια, που βλέπουν τις κάλπες ως μεγενθυντικό φακό για το ανάστημα τους», ενώ ανεβάζοντας τους τόνους έκανε λόγο για «ψευτοπατριωτισμό», που αποτελεί «το τελευταίο καταφύγιο του απατεώνα», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Παρά τη στρατηγική περιορισμού των διαρροών προς τα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, το κυβερνητικό επιτελείο, απευθυνόμενο στο μεσαίο χώρο, που δεν θέλει επουδενί να απωλέσει, βάζει σε πρώτη προτεραιότητα πλέον όχι μόνο την ανάδειξη του κυβερνητικού έργου με μεταρρυθμιστικό πρόσημο, αλλά και την προβολή και σύγκριση των πολιτικών προτάσεων για το μέλλον.
Με «όχημα» την οικονομία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδεικνύει στο κυβερνητικό αφήγημα τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τη μείωση της ανεργίας σε μονοψήφιο ποσοστό, την ενίσχυση της υγείας και της παιδείας και πρωτίστως την ενίσχυση των εισοδημάτων, με την τρίτη κατά σειρά αύξηση του κατώτατου μισθού, σε λίγες ημέρες, πάνω από τα 800 ευρώ, τις αυξήσεις στο δημόσιο μετά από 14 χρόνια και τον στόχο για μέσο μισθό στα 1500 ευρώ και κατώτατο στα 950 ευρώ, το 2027.
Το κυβερνητικό διακύβευμα των ευρωεκλογών αποσαφηνίζεται πλέον και περιγράφεται στο εξής: διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και παραμονή στο δρόμο των αλλαγών ή αδράνεια στις κάλπες, που θα κλονίσει τις κατακτήσεις, που έχει πετύχει η χώρα.