Όταν τον Αύγουστο του 2023, με πρωτοβουλία της Ελλάδας διοργανώθηκε η πρώτη συνάντηση ηγετών Δυτικών Βαλκανίων και ευρωπαϊκών χωρών της περιοχής, για την Ουκρανία, παρουσία, μάλιστα, του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στην Αθήνα, τα μηνύματα στήριξης προς το Κίεβο, ήταν σαφή και καθολικά. Όπως ήταν, όμως, τα μηνύματα και προς όλες τις χώρες της περιοχής.
Το πρώτο μήνυμα αφορούσε την αδιαπραγμάτευτη ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των συμφωνιών. Το δεύτερο, πιο έμμεσο, αλλά εξίσου ευθύ, καταστούσε σαφές ότι χώρες, όπως η Ελλάδα θα στηρίξουν τον ευρωπαϊκό και ευρωατλαντικό προσανατολισμό των γειτονικών χωρών, υπό συγκεκριμένες, όμως, προϋποθέσεις, που δεν είναι άλλες από την απόλυτη συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές αξίες.
Η συνάντηση των Αθηνών, όπως κατεγράφη, είχε επικεντρωθεί στη διεύρυνση και το ευρωπαϊκό μέλλον της περιοχής, με την ελληνική κυβέρνηση να έχει καταστήσει σαφές ότι ο δρόμος αυτός για ολόκληρη την περιοχή περνά μέσα από την Αθήνα.
Ανάλογο ήταν το σήμα, που εξέπεμψε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και στο Ντουμπρόβνικ, όπου πραγματοποιήθηκε η 3η Σύνοδος Κορυφής Ουκρανίας - Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο πρωθυπουργός, μιλώντας στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων -μεταξύ αυτών ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα και ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας Χρίστιαν Μίτσκοσκι-, επεσήμανε ότι τα Δυτικά Βαλκάνια, η Ουκρανία και η Μολδαβία έχουν κοινή ευρωπαϊκή ιστορία και κοινό ευρωπαϊκό μέλλον, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι είναι σημαντικό οι υποψήφιες χώρες και τα κράτη-μέλη, παρά τις διαφορές τους, να κάθονται στο ίδιο τραπέζι και να ανταλλάσσουν απόψεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτήρισε, μάλιστα, επιτακτική τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαιτίας της γεωπολιτικής κατάστασης και της κατάστασης ασφαλείας της Ευρώπης. Μια διεύρυνση, όμως, που κρίνεται και από τη στάση των ίδιων των υποψήφιων χωρών, τις οποίες κάλεσε να τηρήσουν τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες και να εφαρμόσουν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις για την ενταξιακή τους προοπτική.
Το μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη είχε κατά βάση δύο «παραλήπτες», τα Τίρανα και τα Σκόπια. Η πρόσφατη υπόθεση Μπελέρη, όπως και η κατάσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, από τη μία πλευρά, και η προκλητική ρητορική της νέας ηγεσίας της Βόρειας Μακεδονίας, από την άλλη, που παραβιάζει σαφώς τη Συμφωνία των Πρεσπών, επιμένοντας στη χρήση του όρου «Μακεδονία», μπορούν να μετατραπούν σε «αγκάθια» στον ευρωπαϊκό τους δρόμο, με την Αθήνα να έχει καταστήσει σαφές ότι η πλήρης συμμόρφωση με τα συμφωνηθέντα και το διεθνές δίκαιο, δεν είναι υπό διαπραγμάτευση.
Εκτός από την τοποθέτηση του Έλληνα πρωθυπουργού, το μήνυμα φτάνει προς πάσα κατεύθυνση και μέσω της Κοινής Διακήρυξης, την οποία υπογράφουν όλοι οι ηγέτες, που συμμετείχαν στη Σύνοδο, εκφράζοντας την αποφασιστικότητά τους, όπως επισημαίνουν, «να εντείνουμε τις κοινές μας προσπάθειες για να διασφαλίσουμε περαιτέρω πρόοδο και αμοιβαία στήριξη προς τους εταίρους της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, την Ουκρανία, τη Δημοκρατία της Μολδαβίας και τη Γεωργία, στην πορεία τους προς την ένταξη στην ΕΕ με βάση την αξιοκρατία», μια σαφή παραπομπή στις ευρωπαϊκές επιταγές.
Η Αθήνα έχει ήδη προχωρήσει σε δύο κινήσεις, που απέδειξαν στην πράξη ότι εννοεί το μήνυμα, που στέλνει. Τον Νοέμβριο του 2023, με την υπόθεση Μπελέρη σε πλήρη εξέλιξη τότε, η Ελλάδα δεν συναίνεσε στην κοινή επιστολή των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Αλβανία για την έναρξη διαπραγματεύσεων των Τιράνων στα πρώτα ενταξιακά κεφάλαια, «μπλοκάροντας» έτσι την ευρωπαϊκή της πορεία, για σχεδόν ένα χρόνο.
Τον Σεπτέμβριο, η ελληνική κυβέρνηση, μετά την αποφυλάκιση του Φρέντη Μπελέρη, που ακολούθησε την εκλογή του στο ευρωκοινοβούλιο, ήρε τις επιφυλάξεις της, ανάβοντας το «πράσινο φως» στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας με τις Βρυξέλλες στις 15 Οκτωβρίου. Με την κίνηση αυτή, οι Βρυξέλλες ουσιαστικά αποσύνδεσαν την ευρωπαϊκή πορεία Τιράνων και Σκοπίων, καθώς για τη Βόρεια Μακεδονία παραμένει το βέτο της Βουλγαρίας.
Η Αθήνα έκανε σαφή τη στάση, που θα τηρήσει και απέναντι στα Σκόπια, όταν στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο στην Ουάσιγκτον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθετε θέμα για την προκλητικότητα της νέας ηγεσίας της χώρας. Ο πρωθυπουργός είχε κάνει τότε ειδική αναφορά στη Συμφωνία των Πρεσπών, υπενθυμίζοντας ότι ήταν αυτή που επέτρεψε τη διεύρυνση της συμμαχίας με την προσχώρηση της Βόρειας Μακεδονίας, χαρακτηρίζοντας απαραίτητη για τη Συμμαχία την τήρηση της και τονίζοντας ότι η παραβίαση ή η επιλεκτική εφαρμογή της, θα υποβαθμίσει την αξιοπιστία και θα θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή. Η Αθήνα διατηρεί «στο τραπέζι» όλα τα χαρτιά της και για τις επόμενες κινήσεις εντός ΕΕ.