Δεκατρείς μήνες μετά τη μετωπική σιδηροδρομική σύγκρουση στα Τέμπη έγινε ένα αντίστοιχα αναπάντεχο πολύνεκρο δυστύχημα στη Βαλτιμόρη των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις 26 Μαρτίου 2024, μόλις έξω από το λιμάνι της Βαλτιμόρης, ένα γιγαντιαίο πλοίο που μετέφερε κοντέινερ εμβόλισε μια μεταλλική γέφυρα, την οποία και κατέστρεψε. Οκτώ άτομα, εργαζόμενοι συνεργείου που επιδιόρθωνε τη γέφυρα, βρέθηκαν στα παγωμένα νερά καταπλακωμένα από τόνους παραμορφωμένων μεταλλικών κατασκευών. Δύο άτομα ανασύρθηκαν, ευτυχώς ζωντανά.
Όμως οι υπόλοιποι έξι εργαζόμενοι έχασαν τη ζωή τους. Δύο σωροί ανασύρθηκαν την επόμενη μέρα. Ενώ εξακολουθούσαν να αγνοούνται τα υπόλοιπα τέσσερα άτομα, τα συνεργεία έρευνας και διάσωσης αποφάσισαν πως 24 ώρες από τη σύγκρουση δεν υπήρχε πιθανότητα οι αγνοούμενοι να έχουν επιβιώσει και πέρασαν στο επόμενο στάδιο, αυτό της εύρεσης και αποκομιδής των σωρών και απομάκρυνσης της κατεστραμμένης γέφυρας. Στις 29 Μαρτίου, δηλαδή τρεις μέρες μετά το ατύχημα, πριν ακόμα βρεθούν οι αγνοούμενοι – η ανάσυρση των σωρών των οποίων ολοκληρώθηκε δύο μήνες αργότερα – ξεκίνησε η απομάκρυνση των βυθισμένων τμημάτων της γέφυρας. Δηλαδή, ξεκίνησε η «αλλοίωση» του χώρου του δυστυχήματος («εγκλήματος»).
Και εκεί ακούστηκαν φωνές πως ήταν πολύ νωρίς και πως θα έπρεπε να δοθεί περισσότερος χρόνος στην πιο προσεκτική και λεπτομερή διαδικασία της έρευνας και διάσωσης (search and rescue), που σήμαινε πως δύτες θα έψαχναν ανάμεσα στα βυθισμένα χαλάσματα, και πως θα ήταν καλύτερα να καθυστερήσει η ταχεία και επεμβατική διαδικασία αποκομιδής (recovery and salvage), που σήμαινε πως γερανοί θα έκοβαν και θα απομάκρυναν τις μεταλλικές κατασκευές που θα εξετάζονταν σε άλλη τοποθεσία (σε δημόσιο ή ιδιωτικό οικόπεδο; – θα σας γελάσω). Τα επιχειρήματα υπέρ αυτής της γρήγορης αλλαγής αντικειμένου των εργασιών ήταν σαφή: η επικινδυνότητα του χώρου για τα συνεργεία και η ανάγκη να αποκατασταθεί γρήγορα η λειτουργία του λιμανιού της Βαλτιμόρης, εκ των πλέον σημαντικών για το διαμετακομιστικό εμπόριο των ΗΠΑ. Παρά ταύτα, τα παραπάνω δεν είχαν γίνει καθολικά αποδεκτά στο δημόσιο διάλογο.
Τα αίτια της σύγκρουσης και του μεγέθους της καταστροφής που προκλήθηκε ήταν ακόμα συγκεχυμένα. Τα ερωτήματα στο δημόσιο διάλογο: Σε ποιο βαθμό ευθύνονται λάθη των πλοηγών; Πόσο επηρέασε η ομολογημένη γενικευμένη ηλεκτρική βλάβη στο πλοίο; Πόσο είχε καταπονηθεί η γέφυρα από την παλαιότητα της ή/και την ελλιπή συντήρησή της. Με άλλα λόγια, και εκεί μιλούσαν για ανθρώπινο λάθος, για ευθύνες της πλοιοκτήτριας εταιρείας και για ευθύνες δημοσίων φορέων για τη συντήρηση υποδομών. Τα χρήματα δυσθεώρητα, με εικασίες για αναμενόμενες αποζημιώσεις ύψους 4 δισ. δολαρίων. Θεωρίες συνομωσίας αναπτύχθηκαν συσχετίζοντας το δυστύχημα με τρομοκράτες, μετανάστες, πολιτικές συμπερίληψης, διακίνηση ναρκωτικών και άλλα ευφάνταστα. Το κατάλληλο περιβάλλον δηλαδή για να αναπτυχθούν θεωρίες συγκάλυψης. Ιστορικά, άλλωστε, βρίθουν τέτοιων οι ΗΠΑ.
Και όμως, παρά τις διαφωνίες για τον τρόπο χειρισμού των εργασιών, τα μεγάλα συγκρουόμενα συμφέροντα, τις αναμενόμενες αστικές δικαστικές διαμάχες, τις πολιτικές κόντρες μεταξύ δημοτικών, πολιτειακών και ομοσπονδιακών αρχών κανείς δεν ξεκίνησε διαδικασίες για να διασύρει ποινικά τους εμπλεκομένους στη διαδικασία αποκομιδής και απομάκρυνσης, και συνακόλουθα να μεταβάλει το αντικείμενο των ανακριτικών ερευνών με ό,τι αυτό προκαλεί στην ολοκλήρωση τους.
Ίσως, γι’ αυτό εκεί έχουν ήδη βγει τα πρώτα πορίσματα και μέσα σε επτά μήνες από το δυστύχημα η πλοιοκτήτρια εταιρεία αποζημίωσε με 102 εκατομμύρια το δημόσιο για τις εργασίες αποκατάστασης.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που, συγκρίνοντας ΗΠΑ και Ελλάδα, βλέπουμε τις βλαπτικές επιπτώσεις μιας υπέρμετρης πολιτικοποίησης των διαδικασιών στη διαλεύκανση σκανδάλων. Το έργο το έχουμε ξαναδεί στο «σκάνδαλο Novartis».
*O Λάμπρος Πεχλιβάνος διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών