Στα οικονομικά πράγματα υπάρχουν, πάντοτε, αβεβαιότητες. Στην πράξη, μια καλή οικονομική πολιτική κρίνεται από την αποτελεσματική διαχείριση των αβεβαιοτήτων. Επειδή όμως, στην παρούσα συγκυρία έχουμε μερικές βεβαιότητες, κάτι που προφανώς είναι πιο ευχάριστο, επιτρέψτε μου να καταγράψω αυτές σήμερα.
Βεβαιότητα, σπουδαία, είναι ότι η Ελλάδα θα περάσει, σύντομα, το κατώφλι των φερέγγυων κρατών, στάτους από το οποίο «εκδιώχθηκε», σταδιακά, τη διετία 2010-11. Μια δεκαετής κρίση θα βρει ένα αίσιο τέλος. Ο κύριος λόγος που αυτό θα συμβεί τώρα, δηλαδή μετά τις εκλογές, ενώ η χώρα δανείζεται ήδη ως να είχε λάβει την επενδυτική βαθμίδα, είναι ότι οι εκλογές τελειώνουν αύριο και, επιπλέον, ότι δεν αφήνουν πίσω τους κάποια θολούρα, όπως σφόδρα επιθυμούσαν κάποιες συνιστώσες των αντιπολιτεύσεων. Όσο όμως σπουδαία είναι η συγκυρία αυτή, άλλο τόσο πρέπει να παραμείνουμε προσεκτικοί. Κυρίως επειδή χρειάζεται να κερδίσουμε άλλες δύο, τουλάχιστον, βαθμίδες για να είμαστε ικανοποιημένοι.
Το δεύτερο καλό νέο συνδέεται με το προηγούμενο. Όπως εύκολα κατανοεί όποιος μπει στον κόπο να διαβάσει το ελληνικό τριετές κυλιόμενο δημοσιονομικό πρόγραμμα (στο οποίο η αλά Τσίπρα αντιπολίτευση αναφέρεται ως «μεσοπρόθεσμο», προφανώς σε ανάμνηση της «Άνω-Κάτω» Πλατείας) η απελθούσα κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει καμία πρόθεση να ξεφύγει από τον ήρεμο, βατό και σώφρονα στόχο της εξασφάλισης πρωτογενούς πλεονάσματος ίσου με την αναλογία στο ΑΕΠ των τόκων επί του χρέους.
Σε εκείνο το σημείο, το χρέος γίνεται ουδέτερο, δηλαδή η εξυπηρέτησή του δεν το επαυξάνει. Δεδομένου ότι η ονομαστική αξία του χρέους αυξήθηκε λόγω των δανείων που χρειάστηκε η χώρα για να αποφύγει την πανδημική ύφεση, ο στόχος είναι «ιερός». Αν οι αγορές συνεχίσουν να τον πιστεύουν, όπως τον πιστεύει το επιτελείο Μητσοτάκη, δεν θα υπάρξει κανείς κίνδυνος δημοσιονομικής εκτροπής κι ας λέει ότι θέλει ο κάθε Τσακαλώτος, με το συμπάθειο.
Το τρίτο καλό νέο είναι ότι ο πληθωρισμός συνεχίζει να μειώνεται, παρά την αφόρητη ανοδική πίεση που ασκούν τα τρόφιμα και, λιγότερο, δύο ακόμη ομάδες προϊόντων και υπηρεσιών. Το στοίχημα τώρα είναι αν η προφανής (όσο άλλωστε και επιβεβλημένη) άνοδος του κόστους εργασίας, που θα αντανακλασθεί, υποχρεωτικά, σε αύξηση κόστους των συντελεστών παραγωγής, θα ξεκινήσει έναν νέο, εσωτερικό αυτή τη φορά, κύκλο πληθωριστικών πιέσεων.
Το τέταρτο καλό νέο, που μπορεί να συγκρατήσει τις αρνητικές παρενέργειες του προηγουμένου, είναι ότι πολλές επενδύσεις που περίμεναν την «καθαρή νίκη Μητσοτάκη», τώρα θα ενεργοποιηθούν υπό καθεστώς έντονου ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Με την προϋπόθεση ότι οι επενδύσεις αυτές θα επιφέρουν, συντομότερα παρά αργότερα, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, θα γλιτώσουμε ένα σημαντικό μέρος των πληθωριστικών επιπτώσεων της ανόδου των αμοιβών.
Υπάρχουν και άλλα ενθαρρυντικά, αλλά θα περιμένω να ακούσω, σε πολύ λίγες μέρες, τις προγραμματικές δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη.
* Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος, υποψήφιος βουλευτής ΝΔ