Είναι το ερώτημα του «ενός εκατομμυρίου» που τίθεται σε κάθε γωνιά του πλανήτη, ίσως, μάλιστα, με περισσότερη αγωνία απ'ότι στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών: Τραμπ ή Χάρις; Το ίδιο ερώτημα τίθεται και στην Αθήνα, με την ελληνική κυβέρνηση να τηρεί, χωρίς καμία εξαίρεση, τη γραμμή της απόλυτης ουδετερότητας απέναντι στο «μεγάλο γεγονός» όπως ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε τις αμερικανικές εκλογές.
Ο πρωθυπουργός είχε περιγράψει τη θέση της κυβέρνησής του πριν από λίγες ημέρες, κατά τη συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ, λέγοντας ότι η Αθήνα είναι έτοιμη για κάθε αποτέλεσμα, αποφεύγοντας να προδικάσει το νικητή της εκλογικής αναμέτρησης. «Θα είναι παράτολμο να επιχειρήσει κανείς πρόβλεψη. Εμείς είμαστε έτοιμοι για όλα τα ενδεχόμενα. Στο Κογκρέσο, στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία! Έχουμε ισχυρές επαφές με γερουσιαστές και βουλευτές και από τα δυο κόμματα. Όταν μίλησα στο Κογκρέσο με χειροκρότησαν και από τις δυο πλευρές του Κογκρέσου», είπε χαρακτηριστικά.
Στην απάντηση του πρωθυπουργού περικλείονται οι βασικές γραμμές της ελληνικής στάσης απέναντι στην αμερικανική «μονομαχία». Ο ίδιος ανέλυσε την ελληνική «ανάγνωση» των εξελίξεων και κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, σημειώνοντας ότι «ανεξαρτήτως αποτελέσματος, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι στρατηγικές, ως προς το περιεχόμενό τους δεν θα επηρεαστούν».
Οι σχέσεις Ελλάδας-Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα τεθούν υπό αμφισβήτηση, όποιος ή όποια κι αν είναι ο ένοικος του Λευκού Οίκου την επόμενη τετραετία, επισημαίνουν κυβερνητικά στελέχη. Κι αυτό, διότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, όπως τονίζουν, βρίσκονται ήδη στις «ράγες».
Η αμυντική συμφωνία του 2022, το πρόγραμμα αναβάθμισης των F16 και απόκτησης των F35, ο γεωπολιτικός ρόλος της Σούδας, ο γεωστρατηγικός και ενεργειακός κόμβος της Αλεξανδρούπολης, η σημασία της Ελλάδας ως πυλώνας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, με ξεκάθαρη θέση στον πόλεμο της Ουκρανίας και διατήρηση διαύλων επικοινωνίας με όλες τις πλευρές ενόψει των κρίσιμων εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, παράλληλα με την ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας και της ελληνικής «φωνής» στα ευρωπαϊκά δρώμενα, συγκροτούν, όπως υπογραμμίζουν στην κυβέρνηση, στοιχεία μιας χώρας που τελικά έχει το δικό της ειδικό βάρος.
Η ελληνική κυβέρνηση, άλλωστε, έχει «σφυρηλατήσει» τις σχέσεις της με όλες τις πλευρές στην Ουάσινγκτον όλο το προηγούμενο διάστημα της διακυβέρνησης Τραμπ και Μπάιντεν, αλλά και της προεκλογικής περιόδου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει συναντηθεί τόσο με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, όσο και με την Κάμαλα Χάρις, στη Διάσκεψη του Μονάχου, έχει απευθύνει μια ιστορικής σημασίας ομιλία στο Κογκρέσο, όπου δέχθηκε θετικής υποδοχής από όλες του τις πτέρυγες, έχει υποδεχθεί τον Άντονι Μπλίνκεν στην Ελλάδα, ενώ μόλις πριν από πέντε ημέρες δείπνησε με τον Μάικ Πομπέο, τον οποίο οι πληροφορίες τον θέλουν να αναλαμβάνει υπουργικό θώκο σε περίπτωση νίκης του Τραμπ, σε μια ιδιωτική, όπως διευκρινίστηκε συνάντηση.
Ο ίδιος διατηρεί στενές σχέσεις με σημαίνοντα πρόσωπα και των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών, σημειώνουν από το κυβερνητικό επιτελείο, διαμηνύοντας αυτονόητα ότι η Ελλάδα προφανώς θα σεβαστεί την ετυμηγορία των Αμερικανών πολιτών και θα συνεργαστεί με τον επόμενο ή την επόμενη πρόεδρο των ΗΠΑ.
Είναι προφανές ότι το ποιος θα είναι ο νικητής των αμερικανικών εκλογών έχει σημασία κι αυτό δεν αμφισβητείται από την ελληνική κυβέρνηση, παρά τη στάση απόλυτης ισορροπίας, που έχει επιλέξει. Η σημασία του αποτελέσματος απομένει να φανεί σε κρίσιμα θέματα, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις - δεν είναι τυχαίο ότι η Άγκυρα «ψηφίζει» Τραμπ, ξεχνώντας ότι και ο Τραμπ έχει λάβει αποφάσεις δυσάρεστες για την Τουρκία, παρά τις καλές του σχέσεις με τον Ταγίπ Ερντογάν, όπως ο αποκλεισμός της από το πρόγραμμα των F35- ή το Κυπριακό, με δεδομένο ότι ο Μπάιντεν έλαβε μια ξεκάθαρη θέση για το πλαίσιο επανέναρξης των συνομιλιών, προσκαλώντας πριν από λίγες ημέρες τον Κύπριο πρόεδρο στο Λευκό Οίκο, μετά από 28 χρόνια.
Ίσως, μεγαλύτερη, όμως, να είναι η σημασία του αποτελέσματος για θέματα, που ξεπερνούν την αμιγώς ελληνική «ατζέντα», όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, το μέτωπο της Μέσης Ανατολής ή οι εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ και οι επιπτώσεις των όποιων αποφάσεων στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η ελληνική κυβέρνηση έθεσε στο «τραπέζι» την ανάγκη της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να το αναδεικνύει, συνομιλώντας με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι «η γεωπολιτική ενηλικίωση της Ευρώπης καθίσταται πλέον απολύτως απαραίτητη (…) έχει έρθει η ώρα η Ευρώπη να ανασκουμπωθεί, να καλύψει το χαμένο έδαφος με Κίνα».
Ο πρωθυπουργός είχε ήδη προτάξει από χθες την ευρωπαϊκή αιχμή, επισημαίνοντας την ανάγκη αντιμετώπισης μεγάλων θεμάτων, όπως η κλιματική κρίση, στη σκιά των δραματικών γεγονότων στη Βαλένθια της Ισπανίας. «Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η γεωπολιτική ωρίμανση της Ευρώπης αποτελεί σήμερα το μεγάλο ζητούμενο» επεσήμανε ο πρωθυπουργός, υπογραμμίζοντας ότι «οι αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται στις Βρυξέλλες έχουν τελικά πολύ μεγάλη σημασία γι αυτά τα οποία συμβαίνουν σε όλα τα κράτη-μέλη και στη χώρα μας, σε εθνικό, αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο».
Στο Μέγαρο Μαξίμου υπογραμμίζουν ότι το σημαντικό είναι το αποτέλεσμα, που θα προκύψει από τις αμερικανικές κάλπες, να υπηρετεί την παγκόσμια γεωστρατηγική σταθερότητα, εκπέμποντας το μήνυμα ότι η Αθήνα θα συνεργαστεί σε κάθε περίπτωση με όποιον ή όποια εκλεγεί πρόεδρος. Σημειώνουν, μάλιστα, ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ενδυναμώνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα είναι ένας σημαντικός εταίρος και για τις ΗΠΑ και αυτό είναι ένα δεδομένο, που καθορίζει την ουσία των σχέσεων Αθήνας-Ουάσινγκτον.
Το κυβερνητικό επιτελείο έχει προετοιμαστεί και για τα δύο ενδεχόμενα. Στην περίπτωση εκλογής της Κάμαλα Χάρις, το «σενάριο εργασίας» είναι πιο απλό, καθώς κοινή εκτίμηση είναι ότι ουσιαστικά η Αμερικανή αντιπρόεδρος, σήμερα, θα συνεχίσει την πολιτική Μπάιντεν σε όλα τα μεγάλα ζητήματα. Πιο δύσκολη είναι, ίσως, η «εξίσωση» με τον Ντόναλντ Τραμπ στην ηγεσία, καθώς ουδείς μπορεί να προδικάσει ότι θα πιάσει το νήμα της πολιτικής του από εκεί, που το άφησε το 2020. Ήδη, άλλωστε, οι δηλώσεις του για την επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα ή η απόρριψη κάθε πολιτικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, είναι ενδεικτικές.
Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή σκυτάλης στο Λευκό Οίκο θα γίνει τον Ιανουάριο, δίνοντας ένα χρονικό περιθώριο δύο μηνών για την προετοιμασία όλων, και της Αθήνας, για την επόμενη μέρα και τις σχέσεις με όποιον αναδειχθεί νικητής των αμερικανικών εκλογών. Η Ευρώπη, άλλωστε, έχει ήδη «πορευτεί» έχοντας τον Ντόναλντ Τραμπ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπως και έχοντας την Κάμαλα Χάρις στην αντιπροεδρία της διοίκησης Μπάιντεν.
Την Πέμπτη και την Παρασκευή, οι «27» Ευρωπαίοι ηγέτες θα έχουν την ευκαιρία να ανταλλάξουν τις πρώτες σκέψεις και εκτιμήσεις, σε «πρώτο χρόνο», μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, δίνοντας και ένα πρώτο στίγμα των προθέσεων τους, κατά τη Σύνοδο του άτυπου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Βουδαπέστη.