Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Οι υψηλοί φόροι «σκοτώνουν» την ανάπτυξη, με αποτέλεσμα η Τράπεζα της Ελλάδος να υποβαθμίζει την πρόβλεψη για το 2019 στο 1,9%, έναντι 2,3% προηγουμένως.
Ειδικότερα, η ΤτΕ αναθεωρεί χαμηλότερα την ανάπτυξη της οικονομίας για το 2019 τόσο σε σχέση με τις δικές της εκτιμήσεις όσο και με τις προσδοκίες της κυβέρνησης και προβλέπει ρυθμό 1,9% το τρέχον έτος, από 2,3% προηγουμένως (εκτίμηση Δεκεμβρίου), με την κυβέρνηση να κάνει λόγο για ανάπτυξη 2,5%.
Στην Έκθεση του Διοικητή για το 2018, αναφέρεται ότι η υψηλή φορολόγηση των τελευταίων ετών, αν και ανέκοψε την ανοδική πορεία του δημόσιου χρέους, συγκρατεί την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, περιορίζει τη βελτίωση της καταναλωτικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης και δημιουργεί φορολογική κόπωση, με συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών.
Την ίδια ώρα, η αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος και οι περιορισμοί από την πλευρά της χρηματοδότησης επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις. Όλοι αυτοί οι παράγοντες δρουν ανασταλτικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ενώ υπάρχουν και εξωτερικοί κίνδυνοι. Για παράδειγμα, η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού αναμένεται να επιβραδύνει το ρυθμό ανόδου των ελληνικών εξαγωγών, σε ένα έτος προκλήσεων για την Ελλάδα.
Παράλληλα, η ΤτΕ ενώ χαρακτηρίζει την επιστροφή στις αγορές «ένα πρώτο βήμα», επισημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα, παρά την πρόσφατη αναβάθμισή τους, δεν έχουν ακόμη αποκτήσει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας και οι αποδόσεις τους, μολονότι έχουν αποκλιμακωθεί σε επίπεδα κάτω του 4%, παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, εμφανίζοντας υψηλό βαθμό ευαισθησίας σε πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, επηρεαζόμενες εν μέρει και από την αβεβαιότητα σχετικά με τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής.
Επιπλέον, στην έκθεση επισημαίνονται οι κίνδυνοι για την Ελλάδα από την επιβράδυνση στην Ευρωζώνη, η οποία αποτυπώνεται ήδη στις μειωμένες κρατήσεις στον τουρισμό, το βασικό στήριγμα της οικονομίας, μαζί με τις εξαγωγές.
Κύριοι αναπτυξιακοί παράγοντες της ελληνικής οικονομίας το 2019 είναι η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές, οι οποίες όμως εκτιμάται ότι θα αυξηθούν με βραδύτερο ρυθμό , σημειώνεται στην έκθεση.
«Τα χαμηλά επίπεδα των επενδύσεων, η ανεπαρκής εγχώρια αποταμίευση, το υψηλό ―αν και μειούμενο― απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μεγάλη απώλεια υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου κατά τα χρόνια της ύφεσης, καθώς και οι διαγραφόμενες χαμηλές προσδοκίες για την πορεία του δυνητικού προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα λόγω των ισχνών δημογραφικών εξελίξεων και της βραδείας ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, είναι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική. Παράλληλα, οι προοπτικές της οικονομίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και τις εισροές διεθνών κεφαλαίων στη χώρα τονίζεται στην έκθεση.
Η προεκλογική περίοδος επιτείνει την οικονομική αβεβαιότητα
Άλλοι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική είναι τα χαμηλά επίπεδα των επενδύσεων, η ανεπαρκής εγχώρια αποταμίευση, το υψηλό ―αν και μειούμενο― απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μεγάλη απώλεια υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου κατά τα χρόνια της ύφεσης, καθώς και οι διαγραφόμενες χαμηλές προσδοκίες για την πορεία του δυνητικού προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα λόγω των ισχνών δημογραφικών εξελίξεων και της βραδείας ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία.
Παράλληλα, οι προοπτικές της οικονομίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και τις εισροές διεθνών κεφαλαίων στη χώρα. Η ελληνική οικονομία κατέγραψε ρυθμούς ανάπτυξης 1,5% το 2017 και 1,9% το 2018. Εντούτοις, προκειμένου να καλυφθούν οι μεγάλες απώλειες που υπέστη σε όρους προϊόντος και απασχόλησης κατά τη μακρά περίοδο της ύφεσης, απαιτούνται ταχύτεροι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης. Η ενδεχόμενη καθολική εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο στο άμεσο μέλλον. Καθώς μάλιστα η χώρα εισέρχεται στον εκλογικό κύκλο, ενισχύεται ο κίνδυνος επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και δημοσιονομικής χαλάρωσης, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η οικονομική αβεβαιότητα. Ελλοχεύει συνεπώς ο κίνδυνος ανατροπής της σημαντικής προόδου που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα.
Για την αποτροπή αυτού του κινδύνου και την επιτυχή ολοκλήρωση της μετάβασης σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης, με κύρια χαρακτηριστικά την εξωστρέφεια, την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις, τη γνώση και την κοινωνική συνοχή και, παράλληλα, με σεβασμό προς τις κοινωνικές ευαισθησίες και το φυσικό περιβάλλον, κύριες προϋποθέσεις είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και την προσέλκυση επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και η ισχυροποίηση των θεσμών. Τα οφέλη είναι σημαντικά: ταχεία μείωση του ποσοστού ανεργίας, αναστροφή του κύματος εξερχόμενης μετανάστευσης, αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, αύξηση της αμοιβής εργασίας και των εισοδημάτων.
Διαβάστε ακόμα:
- Χαμηλώνει στο… 1,9% τη φετινή ανάπτυξη η Τράπεζα της Ελλάδος