«Τι θυσιάζει το φάρμακο για να αφυπνίσει τον εγκέφαλο και να πάρουν μπροστά τα γρανάζια; Το ξέρω, έσφαλλα: έχασα το νόημα αυτής της ζωής. Έκανα παραβάσεις, ανομίες, υπερβολές, ζαβολιές, κοιλιόδουλες σκέψεις. Έπαψα να είμαι «αστυνόμος». Παρ’ όλα αυτά, δεν πιστεύω ότι διέπραξα εντέλει τον φόνο. Θα το θυμόμουν, δεν ξεχνιέται αυτό. Ωστόσο, ο εγκέφαλος έχει την τάση να απωθεί γεγονότα που έχουν σοκάρει. Ο εγκέφαλος μπορεί να εκτοξεύσει στον Άρη. Μπορεί να στήσει μια καθημερινότητα ανεκτή ή σκληρή. Μπορεί να σε κάνει ήρωα, φίδι, μηχανή ή πουλί. Μπορεί να χλευάσει τον χρόνο.»
Τζούλια Γκανάσου «Γόνιμες μέρες», εκδ. Γκοβόστη, σελ. 114
Η Τζούλια Γκανάσου είναι εσωτερική, υπαρξιακή συγγραφέας. Η δράση της ξεδιπλώνεται συνήθως στις συνειδήσεις ή στους εφιάλτες των ηρώων της, το τετελεσμένο συντελείται σε χρόνους που θα μπορούσε και να είχε αποφευχθεί για να φανεί ξεκάθαρα το μοιραίο και του ήρωα, εντέλει, η επιλογή. Οι άνθρωποι κατά την ώρα της προσευχής, του κώματος, εκείνοι που βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού, έκτακτης ανάγκης είναι συνήθως το δικό της ζητούμενο. Οι πρωταγωνιστές στα βιβλία της «Σε μαύρα πλήκτρα», «Ομφάλιος λώρος», «Ως το τέλος», «Γονυπετείς», αλλά και σήμερα «Γόνιμες μέρες» σχεδόν θα κληθούν να ξαναδούν την ζωή τους από την αρχή.
Στο καινούργιο βιβλίο της μάλιστα, θα αξιωθούν να ξαναδούν το φιλμάκι της ζωής τους αντίστροφα, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν και αναμνήσεις που είχαν απωθήσει, που ήταν αδύνατον αλλιώς να θυμηθούν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εγκιβωτίζεται κάπου στις αναμνήσεις και η δράση τους στη μετέπειτα όντως ζωή.
Στις «Γόνιμες μέρες» με τον ειρωνικό τίτλο για κάποιους, για άλλους με τον κατ’ ευφημισμόν τίτλο και για τους ελάχιστους με τον κατάλληλο τίτλο που εκφράζει το νόημα και όχι το γράμμα της ιστορίας, ο ήρωάς της εξάλλου ξαναγεννιέται απ’ τις στάχτες του, φτάνει ως τη γέννηση, αποκαλύπτοντας μυστικά που αλλιώς θα είχαν χαθεί.
Ο ήρωάς της, ο οποίος στην ιστορία της βρίσκεται αναίσθητος, σε κωματώδη σχεδόν κατάσταση στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, έχει βρεθεί προηγουμένως αναίσθητος δίπλα σε έναν νεκρό, χαρακτηρίζεται ως ύποπτος, του χορηγείται φάρμακο ώστε να βγει από το κώμα και να δώσει κατάθεση, θα αναγκαστεί στο μεταξύ να θυμηθεί. Θα μπει εκών άκων στη δική του «ζώνη των επιθυμιών», θα αντιμετωπίσει την αχαρτογράφητη μνήμη της ζωής του, θα γεννηθεί εκ νέου, διακινδυνεύοντας την ίδια του την ελευθερία, τη ζωή και την υπόστασή του, το παρελθόν και την υπόληψή του, θα αφουγκραστεί από τους οικείους του ακόμα και όσα για τόσα χρόνια αγνοεί.
Θα αναρωτηθεί «Από ποιο σώμα κατάγομαι, σε ποια μήτρα κατοίκησα, γιατί δεν ήταν παρούσα; Αν αλλάξει το παρελθόν, ποιος θα είμαι; Ποιος θα γίνω, αν δεν είμαι εγώ…», θα συνειδητοποιήσει ότι είναι «Άγριο να μη θυμάσαι. Άγριο να θυμάσαι τα μισά. Άγριο να τα θυμάσαι όλα.» Θα βεβαιωθεί ότι «Ήταν πιο εύκολο να ξεχάσουμε παρά να θυμόμαστε. Είναι, σίγουρα, απλούστερο να μνημονεύουμε ό,τι και όπως μας εξυπηρετεί.»
Ωστόσο ένα δεν πρόκειται με τίποτα να αλλάξει, η κατάστασή του στην παρούσα συνθήκη, την παρούσα στιγμή: «Είμαι απόλυτα έγκλειστος μες στο κορμί. Τι άλλο μένει; Με πίεσαν να σε ξεχάσω. Μου το επέβαλλαν. Μου έμαθαν να θυμάμαι ό,τι ήθελαν. Δεν λέω, με φρόντισαν, μου έκαναν και αδελφό για να ολοκληρωθεί η ευτυχία, δεν με γνώρισαν όμως, δεν μιλούσαν, δεν άκουγαν. Έτσι, έχασα τη δική μου φωνή, έχασα τελείως τον δρόμο. Ξέρω… Όλοι προσπαθούμε για το καλύτερο. Ποιο το νόημα, όμως, αν κάνουμε μόνο ό,τι πρέπει;»
Η ιστορία, αποδεικνύεται κυριολεκτικά ένα υπαρξιακό θρίλερ, όταν ξυπνήσει θα ξέρει, θα φέρει στο προσκήνιο ως αντενδείξεις του χορηγούμενου φαρμάκου το αντίτιμο που πληρώνει ο καθένας μας στη ζωή. Κι όσο σημαντικότερο το ζητούμενο, τόσο μεγαλύτερο το χρέος του στο ταμείο της ζωής. Πόσο μάλλον εδώ που φτάνει ως την αρχή:
«Επιτρέψτε μου να εξερευνήσω την πρώτη ζωή, τότε σχηματοποείται ο άνθρωπος (λένε), τότε διαμορφώνεται η σχέση με τη μάχη, τη νίκη, την ήττα, τότε ερχόμαστε σε 62 επαφή με το θηρίο, τον Θεό και τον Άνθρωπο, τη μοναξιά, τον φόβο, τον πόνο…»
Η συγγραφέας, μέσα από πολλαπλά διλήμματα, θα τον ωθήσει ως το κουκούτσι της ύπαρξης αλλά και της δικής του ζωής. Θα εγείρει ακόμα και θέματα επιβίωσης ή ηθικής: «Αν γνώριζα την πραγματική ιστορία που συντελέστηκε πριν απ’ τη μνήμη, θα είχα άλλη εξέλιξη; Θα ήμουν πιο ευτυχής;» «Αν και τώρα που το σκέφτομαι λίγο πιο ψύχραιμα, ο άγνωστος θα μπορούσε να είναι ο μάρτυρας που κατέθεσε στην αστυνομία ή ο δολοφόνος ο οποίος θα ήθελε ενδεχομένως κι εμένα νεκρό ή ένας απεσταλμένος του Άραβα ή ίσως, του έμπορου ο οποίος διερευνά κατά πόσο μπορώ να τους βλάψω… Οι άνθρωποι αυτοί έχουν μάτια παντού!»
Θα σκεφτεί ότι θα μπορούσε εκείνος να είναι το θύμα, θα μάθει ακόμα και αλήθειες δυσβάσταχτες:
«Έχει σημασία εάν η γυναίκα που πίστευα ότι ήταν μητέρα μου, είναι, στην πραγματικότητα, θεία μου; Εκείνη με μεγάλωσε, εκείνη στάθηκε δίπλα μου, αυτήν έχω γνωρίσει, αυτή υπήρξε «μάνα» βρέξει χιονίσει. Δεν το αμφισβητώ καθόλου αυτό. Ωστόσο, γιατί δεν μου εξήγησε πως ήμουν ανιψιός και όχι υιός, τέκνο, σαρξ εκ της σαρκός…»
Θα βεβαιωθεί για το αμετάκλητο: «Ένα πράγμα είναι βέβαιο, λοιπόν: το τέλος. Ωστόσο, είναι ποτέ έτοιμος να φύγει κανείς; Ή επιθυμεί, ελπίζει, εύχεται πως θα γλιτώσει, θα παραταθεί γλυκά η παρουσία του στη Γη, θα γευτεί εκ νέου όσα αγαπάει, θα αγαπήσει λίγο ακόμη σφοδρά δηλαδή; Θα με γνωρίσεις αν με δεις στον Παράδεισο, μάνα; Θα είσαι η ίδια; Θυμάμαι τι συνέβη εκείνη τη νύχτα. Νομίζω ότι πρέπει να φανώ δυνατός…»
Ήρωας και ταυτοχρόνως ο αφηγητής θα αναρωτηθεί: «Ποιος είναι σε θέση να αλλάξει την ανθρώπινη μοίρα; Ποιος είναι εκείνος, ο γητευτής, ο εκλεγμένος κι ο ανεξέλεγκτος που ορίζει τις ζωές των θνητών; Ποιος κλείνει τα μάτια και στέλνει στη μάχη; Ποιος καταμετρά τους νεκρούς, τους αρρώστους, τους πένητες κι όσους βρίσκονται γενικά σε ανάγκη; Ποιος δίνει εντολή να φτιαχτούν πυρηνικά εργοστάσια, βόμβες, να πάμε ταξίδια στον Άρη; Ποιος σκάβει βάραθρα και ρίχνει μέσα τους ξένους, τους διαφορετικούς, τους μόνους, τους πρόσφυγες; Ποιος δίνει εγγυήσεις στους αυτόχειρες βομβιστές και πιστεύουν ότι θα ξεδιψάσουν με αίμα; Ποιος δεν δελεάστηκε από το ανθρώπινο δέρμα… «Το λιγότερο που μπορεί να χάσει, είναι η αφή.» «Τι λες;» «Το λιγότερο που μπορεί να χάσει, είναι η ικανότητα να χοροπηδάει!» «Σταματήστε!» «Το λιγότερο που μπορεί να χάσει, είναι η όσφρηση.» «Το λιγότερο που μπορεί να χάσει, είναι η ικανότητα να χρονομετράει!» «Η διαίσθηση.» «Η υπομονή!»
Το μόνο σίγουρο, επίσης, είναι ότι θα φοβηθεί: «Τι θα χάσω, μητέρα; Τι θα μου κοστίσει η επιστροφή στη ζωή;»
Μια ιστορία που αποτελεί, ταυτοχρόνως, μια διπλή περιπέτεια, σε εκείνα που έκανε και τον τραυμάτισαν, σε όσα υπήρξε ακόμα κι αυτά που αγνοεί, στην ίδια του την ύπαρξη: εσωτερική και εξωτερική.
Με μια ποιητική πρόζα ανάμεσα σε παραμιλητό και εξομολόγηση, ανάκριση και ταυτοχρόνως προσευχή, σε μια κατάσταση όπου όλα κρίνονται, εξάλλου, ένα γράμμα χωρίζει τον άγιο από τον άγριο, σε ένα βιβλίο με το οποίο η Τζούλια Γκανάσου για μια ακόμα φορά καθηλώνει τον αναγνώστη, μας βάζει δύσκολα, ποιος είπε εξάλλου ότι είναι εύκολο πράγμα η ζωή.
Μια νουβέλα πυκνή, ένα φιλμάκι όπου υποκείμενο και αντικείμενο ταυτοχρόνως ο ήρωάς του, αποκωδικοποιεί.