Δ. Κολλιάκου: Έχω πάντως μια εμμονή στη λεπτομέρεια, συχνά τη (φαινομενικά) ασήμαντη λεπτομέρεια

Δ. Κολλιάκου: Έχω πάντως μια εμμονή στη λεπτομέρεια, συχνά τη (φαινομενικά) ασήμαντη λεπτομέρεια

«Με αλλόκοτο τρόπο ήρθε στο φως και το τελευταίο μου βιβλίο. Το μυθιστόρημα Αταραξία (θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις Εκδόσεις Πατάκη) το οφείλω εν μέρει σε ένα ταξίδι στην Κίνα που μου προσφέρθηκε τελείως αναπάντεχα, κατά σύμπτωση ακριβώς πριν την (επίσημη) έναρξη της πανδημίας. Το ταξίδι ήρθε κι έδεσε με κάποιες ιδέες που είχα ήδη, και τους έδωσε άλλη κατεύθυνση απ’ αυτήν που θα είχαν πάρει αν δεν είχα πάει τότε στην Κίνα».

Όταν μιλά κάποιος με την Δήμητρα Κολλιάκου ή για την Δήμητρα Κολλιάκου, δεν γίνεται παρά να ξεκινήσει απ’ εκεί, από την είδηση, εφόσον κάθε καινούργιο βιβλίο της θεωρείται και είναι εκδοτικό γεγονός. Από τις σημαντικότερες συγγραφείς της γενιάς της, μας έχει δώσει ήδη σπουδαία δείγματα γραφής: «Το μαγείο», «Θερμοκρασία δωματίου», «Η αρρώστια των βουνών», «Το πρόσωπο του ουρανού», «Ήμισυ του παντός», «Αλφαβητάρι εντόμων», βιβλία που αγαπήθηκαν, βραβεύτηκαν, έχουν λόγο ύπαρξης και πήγαν την λογοτεχνία πολλά βήματα πιο κει.

Ήρωες, που όπως μας λέει στο Liberal.gr, «Έχω την αίσθηση πως φτάνω εγώ σ’ αυτούς. Στην αρχή, η απόσταση ανάμεσά μας δεν λέει να λιγοστέψει. Προσπαθώ να τους πλησιάσω κι εκείνοι όλο απομακρύνονται. Με την έννοια ότι δεν ξέρω ακόμη ποιοι/ποιες πραγματικά είναι, τι θα μπορούσαν να λένε και πώς θα μπορούσαν να αντιδράσουν σε μια δεδομένη στιγμή. Τους μαθαίνω σιγά σιγά».

Ιστορίες με ρίσκο γιατί «Σπανίως ξέρω το τέλος. Ή, αν ξέρω το τέλος, τότε δεν ξέρω την αρχή. Δουλεύω με προσωρινά πλάνα, που τα τροποποιώ συχνά ή και τα εγκαταλείπω. Το ξεκίνημα είναι σχεδόν πάντα άσκοπη περιπλάνηση, μέχρι να μου τραβήξει κάτι την προσοχή και να μπορέσω να του αφοσιωθώ.»

Με εμμονές, ανοιχτές: «Θεματικά με έχει απασχολήσει η ιδιότητα του ξένου και η ξενιτεία, πράγμα που οφείλεται νομίζω και στο πώς έχω ζήσει - σε τρεις διαφορετικές χώρες: στην Ελλάδα, στη Βρετανία και τα τελευταία χρόνια στο Παρίσι. Υπάρχει επίσης μια εμμονή στην ασθένεια και τον θάνατο, στην απώλεια γενικότερα. Η φύση και η καταστροφή της, όπως και η φύση ως καταφύγιο, έγιναν θεματικοί άξονες σε πιο πρόσφατα έργα μου…. Γράφω για να κατανοήσω καλύτερα κάτι που δεν ξέρω από την αρχή τι ακριβώς είναι. Ούτε καν το κεντρικό ερώτημα δεν μου είναι πάντα αρκετά σαφές. Προκύπτει στην πορεία».

Η Δήμητρα Κολλιάκου, υπενθυμίζουμε, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Έκανε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στη θεωρητική γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, στο ερευνητικό της έργο έχει ασχοληθεί με ζητήματα σύνταξης και σημασιολογίας στα νέα ελληνικά και στα αγγλικά. Δίδαξε γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Newcastle (1995-2010), και στο Πανεπιστήμιο Paris Diderot / πλέον Universite de Paris (2010-2014) και έχει ασχοληθεί με τη διδασκαλία της δημιουργικής γραφής στα εργαστήρια των εκδόσεων Πατάκη (2013-2016) και του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (2017-2019). Για το λογοτεχνικό της έργο έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού "Αναγνώστης", με το βραβείο μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, με το Athens Prize for Literature του περιοδικού "(Δε)κατα" και με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα Jim Wilson από το ΕΚΕΒΙ.

Και σίγουρα, ανοίγοντας το εργαστήρι της, έχει πολλά και σημαντικά να μας πει.

-Κυρία Κολλιάκου, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Εξαρτάται από το αν βρίσκομαι ακόμη στο ξεκίνημα ή αν το κείμενο έχει αρχίσει να παίρνει μορφή. Στην πρώτη περίπτωση προτιμώ να είμαι σπίτι, στο γραφείο μου, ενώ στη δεύτερη μπορώ να γράψω σε πολύ διαφορετικά μέρη, να σημειώσω κάποιες φράσεις ακόμη και στο αεροπλάνο.

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Σπανίως ξέρω το τέλος. Ή, αν ξέρω το τέλος, τότε δεν ξέρω την αρχή. Δουλεύω με προσωρινά πλάνα, που τα τροποποιώ συχνά ή και τα εγκαταλείπω. Το ξεκίνημα είναι σχεδόν πάντα άσκοπη περιπλάνηση, μέχρι να μου τραβήξει κάτι την προσοχή και να μπορέσω να του αφοσιωθώ.

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Ίσως το πρώτο, γιατί τότε δεν ήξερα πως θα γραφτεί βιβλίο. Με αλλόκοτο τρόπο ήρθε στο φως και το τελευταίο μου βιβλίο. Το μυθιστόρημα Αταραξία (θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις Εκδόσεις Πατάκη) το οφείλω εν μέρει σε ένα ταξίδι στην Κίνα που μου προσφέρθηκε τελείως αναπάντεχα, κατά σύμπτωση ακριβώς πριν την (επίσημη) έναρξη της πανδημίας. Το ταξίδι ήρθε κι έδεσε με κάποιες ιδέες που είχα ήδη, και τους έδωσε άλλη κατεύθυνση απ’ αυτήν που θα είχαν πάρει αν δεν είχα πάει τότε στην Κίνα.

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Οι κριτικοί και οι αναγνώστες είναι μάλλον πιο αρμόδιοι να το κρίνουν. Θεματικά με έχει απασχολήσει η ιδιότητα του ξένου και η ξενιτεία, πράγμα που οφείλεται νομίζω και στο πώς έχω ζήσει — σε τρεις διαφορετικές χώρες: στην Ελλάδα, στη Βρετανία και τα τελευταία χρόνια στο Παρίσι. Υπάρχει επίσης μια εμμονή στην ασθένεια και τον θάνατο, στην απώλεια γενικότερα. Η φύση και η καταστροφή της, όπως και η φύση ως καταφύγιο, έγιναν θεματικοί άξονες σε πιο πρόσφατα έργα μου. Όσον αφορά την τεχνική, νομίζω δεν κάθομαι ποτέ να πω «τώρα ας κάνω αυτό, θα ταιριάζει εδώ». Έχω πάντως μια εμμονή στη λεπτομέρεια, συχνά τη (φαινομενικά) ασήμαντη λεπτομέρεια. Γράφω για να κατανοήσω καλύτερα κάτι που δεν ξέρω από την αρχή τι ακριβώς είναι. Ούτε καν το κεντρικό ερώτημα δεν μου είναι πάντα αρκετά σαφές. Προκύπτει στην πορεία.


-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;


Να είναι και λίγο δική μου. Να έχω ζήσει με κάποιον τρόπο ένα μέρος της. Να έχω πάει ίσως στον τόπο όπου εκτυλίσσεται. Να υπάρχει κάτι βαθύτερο που μου φαίνεται οικείο, έστω κι αν επιφανειακά απέχει από τα δικά μου.

-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Να με συνδέει κάτι μαζί τους, έστω κι αν οι ζωές μας είναι τελείως διαφορετικές. Να με συγκινεί αυτό που θέλουν να πουν.


-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Έχω την αίσθηση πως φτάνω εγώ σ’ αυτούς. Στην αρχή, η απόσταση ανάμεσά μας δεν λέει να λιγοστέψει. Προσπαθώ να τους πλησιάσω κι εκείνοι όλο απομακρύνονται. Με την έννοια ότι δεν ξέρω ακόμη ποιοι/ποιες πραγματικά είναι, τι θα μπορούσαν να λένε και πώς θα μπορούσαν να αντιδράσουν σε μια δεδομένη στιγμή. Τους μαθαίνω σιγά σιγά.

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Από τα πρώτα βιβλία για «μεγάλους» που διάβασα (πιστεύω στο δημοτικό) ήταν το Λάθος του Σαμαράκη. Την ίδια εποχή περίπου πρωτοδιάβασα Κάφκα χάρη στην αγαπημένη μου θεία, που είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και που ποτέ δεν θεώρησε πως είμαι πολύ μικρή για να διαβάσω κάτι. Βιβλία που αγάπησα πολύ στην εφηβεία ήταν Ο Κλόουν του Χάινριχ Μπελ, Ο Ξένος του Καμύ, Η Δίκη του Κάφκα και το Μάστερ και Μαργαρίτα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ.


-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Επιστρέφω συχνά στους κλασικούς, και ιδιαίτερα στη μεγάλη ευρωπαϊκή λογοτεχνία του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα. Η διαπίστωση πως είμαι σε θέση να διαβάσω ένα βιβλίο πράγματι μου άλλαξε τη ζωή, δίνοντάς μου μια πρόγευση ευτυχίας. Θυμάμαι ακόμη το πρώτο πολυσέλιδο βιβλίο που διάβασα ως παιδί (χάρη σε μια μικρή δανειστική βιβλιοθήκη που είχε οργανώσει στην τρίτη δημοτικού η δασκάλα μας), το φόβο που είχα νιώσει όταν το δανείστηκα και την ικανοποίηση που έφερε τόσο η ίδια η ανάγνωση, όσο και το ότι κατάφερα να το τελειώσω. Ήταν Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας.


 

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Ανάμεσα σ’ αυτούς που μου έχουν κάνει βαθιά εντύπωση συγκαταλέγονται ο Κάφκα, ο Μπέκετ, ο Μπόρχες. Ο Φλωμπέρ, ο Τολστόι, ο Τσέχωφ. Βέβαια ο Σαίξπηρ. Από μοντέρνους ποιητές, ο Arthur Rimbaud, ο W. B. Yeats, ο William Carlos Williams, ο Zbigniew Herbert, ο René Char, ο Thom Gunn, ο σχεδόν συνομήλικός μου Σκωτσέζος ποιητής Don Paterson. Συχνά επίσης επιστρέφω στη Σαπφώ. (Υποπτεύομαι ότι αν με ρωτούσατε μια άλλη μέρα, η απάντησή μου θα ήταν διαφορετική!) Τελευταία ξαναδιάβασα συγγραφείς που έχουν όλοι τους ουκρανικές ρίζες, κι ας είναι ρωσόφωνοι. Παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο σ’ ένα κείμενο που έγραψα σχετικά για το περιοδικό Φρέαρ https://mag.frear.gr/ntiakoygioy-kai-ochi-spasimpamikri-anadromi-sti-rosiki-logotechnia/ 

-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Η μουσική κάποιες φορές με βάζει σε διάθεση να γράψω, άλλες φορές πάλι με ενοχλεί. Διαβάζω ωστόσο πάντα - όχι για να μου έρθει έμπνευση, αλλά επειδή είναι κάτι που κάνω σχεδόν καθημερινά. Μου φαίνεται πως δεν έχει νόημα να γράφεις αν δεν είσαι ο ίδιος δραστήριος αναγνώστης.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Μόλις παρέδωσα ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται εν μέρει στη βορειοανατολική Κίνα και εν μέρει στο Παρίσι, στο πλαίσιο της πανδημίας. Ο τίτλος του (Αταραξία) έρχεται από τον Επίκουρο. Μία από τις λεγόμενες Δόξες του Επίκουρου λέει: «Αν το λίγο δεν είναι αρκετό, τίποτα δεν θα είναι αρκετό.» Είναι μια κουβέντα που μπορεί να παρεξηγηθεί, γιατί υπάρχει και το λίγο που όντως δεν είναι (ούτε και αρμόζει να είναι) αρκετό: παρά την εκπληκτική τεχνολογική πρόοδο, κάποια βασικά αγαθά (όπως η παιδεία και η υγεία) που κανονικά θα έπρεπε να έχουν διασφαλιστεί απειλούνται, ακόμη και σε δυτικές κοινωνίες με υπαρκτό κράτος πρόνοιας.

Ωστόσο, το «λίγο» που δεν είναι «αρκετό» της Επικούρειας Δόξας παραπέμπει σε μια απληστία που συνδέεται με τον φόβο, και που είναι κι αυτή ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής. Κάτι που θα μπορούσε να είναι «αρκετό» δεν είναι, κι όχι επειδή είναι πραγματικά «λίγο». Ο φόβος προκαλεί την Ταραχή, που είναι χειρότερο δεινό κι από τον σωματικό πόνο, είπε ο Επίκουρος, και όρισε την Αταραξία ως τη «διάλυση της σύγχυσης», μια κατάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει κανείς όταν εκλείψει ο φόβος. Ένα ερώτημα που απασχολεί κάποια από τα πρόσωπα στο βιβλίο είναι το πώς ή το κατά πόσο μπορεί να κατακτήσει κανείς μια τέτοια αταραξία.

Το εργαστήρι του συγγραφέα