Χρησιμοποιείται συχνά η φράση «verba volant, scripta manent» (τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν). Εκείνο που αναρωτιόμαστε είναι κατά πόσο μένει επίκαιρο το περιεχόμενο των όποιων γραπτών, δεδομένων των ρυθμών της Ιστορίας και των γεγονότων όπως και της ροής της πληροφορίας, ή εάν και ορισμένα γραπτά με την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος, γίνονται και αυτά «verba manet», «έπεα πτερόεντα».
Μία απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι η διαχρονικότητα του γραπτού ισχύει στην περίπτωση που αποτυπώνει αξίες οι οποίες ανάγουν την ψυχή του ανθρώπου σε ανώτερο επίπεδο, όπως διαμέσου της ποίησης, της λογοτεχνίας γενικότερα.
Μία άλλη, ότι παρά τη μη επικαιρότητα συγκεκριμένων γραπτών, καθένα τους αποτελεί μία τρόπον τινά «φωτογραφία» στιγμών που εάν συνολικά παρατεθούν κατά χρονολογική σειρά δημιουργούν ένα φωτογραφικό άλμπουμ-κεφάλαιο εποχής, χρήσιμο στον εκάστοτε ερευνητή του παρελθόντος.
Ομοίως η άποψη ότι τα μη -πλέον- επίκαιρα γραπτά δίνουν στο παρόν μια ευκρινή εικόνα όσων έχουν μόλις παρέλθει, προδιαθέτοντας τα αμέσως επόμενα που θα λεχθούν ή πραχθούν. Ένα θέμα που επίσης τίθεται αναφορικά με τα γραπτά, είναι η επιφάνειά τους, που έχει τη δική της συμβολή στη διατήρηση, την αλλοίωση ή και την καταστροφή τους, λόγω του υλικού.
Τα ανωτέρω «γεννήθηκαν» με αφορμή την έκθεση του Πάνου Χαραλάμπους με τίτλο «Επιγραφόμενα», όπου ο καλλιτέχνης θέτει ένα ακόμη ζήτημα: της γραφής ως μίας μορφής τέχνης, δίνοντας έμφαση στην πρωτογενή ύλη, καθότι χαράζει τα γραφόμενά του πάνω σε φύλλα καπνού. Κατά τον καλλιτέχνη, τα «Επιγραφόμενα» αποτελούν μια εικαστική σπουδή στην επιγραφή, με τον ίδιο να θεωρεί ότι «η χρήση της γραφής (γράμματα, λέξεις, ονόματα, αριθμοί, πράξεις, χρονολόγια) πάνω σε φύλλα καπνού, ωθεί σε μια προβληματική διαφορική ανάγνωση μεταξύ γραφής και αναπαράστασης… ένα Αρχείο που ερευνά και γιορτάζει τον καπνό ως πολιτισμικό επιβίωμα».
Ο χώρος όπου φιλοξενείται η έκθεση, το Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου, θέτει ορισμένες ακόμη παραμέτρους, δεδομένου ότι οι εύθραυστες επιγραφές του Χαραλάμπους συνυπάρχουν με αρχαίες, στιβαρές επιγραφές στις οποίες «αποτυπώνονται ονόματα ανθρώπων που διεκδικούν θέση σε μία επίφαση αιωνιότητας, είτε μέσω των επιτυμβίων μνημείων τους, είτε μέσω των αναθημάτων τους στους θεούς, είτε ως ευεργέτες που τιμώνται από την πόλη τους.
Ωστόσο, ενώ οι άνθρωποι της αρχαιότητας χάραξαν τα ονόματά τους σε στιβαρές λίθινες επιφάνειες που έμειναν αναλλοίωτες στον χρόνο, στα έργα του Χαραλάμπους η αξία σημαντικών εκπροσώπων του σύγχρονου πολιτισμού αποτιμάται πάνω σε εφήμερα οργανικά υλικά και αναμετράται με την ευθραυστότητα της ανθρώπινης φύσης», όπως σημειώνει η αρχαιολόγος Μαρία Γιαννοπούλου, κάνοντάς μας να αναλογιστούμε το εφήμερο της εποχής μας.
Ενδεχομένως το εφήμερο να μας καθιστά περισσότερο εύθραυστους. Ίσως με την επιλογή χρήσης φύλλων καπνού, ο Χαραλάμπους να θέλει να μας υπενθυμίσει την περιορισμένη διάρκεια γεγονότων –το φύλλο καπνού θα χρησιμοποιηθεί– ενώ παραπέμπει, συνειδητά, στην παραδοσιακή καλλιέργεια και στα προϊόντα του καπνού, ένα βίωμα το οποίο σηματοδότησε πολιτισμικά την καθημερινότητα.
Η έκθεση (έως 31/10) συνδιοργανώνεται με τη Citronne Gallery, η διευθύντρια της οποίας, Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη, τη συνεπιμελείται με την Μαρία Γιαννοπούλου.