«Ξύπνησα σήμερα το πρωί έπειτα από μία μεγάλη έκρηξη. Κατάλαβα ότι ήταν πόλεμος. […] Θέλω να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα». Τα λόγια αυτά της μικρής Βλάντα, αρθρωμένα ενώ βρισκόταν σε ένα καταφύγιο στη Μαριούπολη, την 24η Φεβρουαρίου 2022, ανακαλώ με αφορμή τη συμπλήρωση δύο χρόνων από τη ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία. Ανακαλώ επίσης την εικόνα της, με ένα γκρι σκουφάκι στο κεφάλι και τα χέρια της σταυρωμένα και στηριγμένα στα γόνατά της.
Listen to voices on the ground in and around Ukrainehttps://t.co/g8knsG8vuN
— Bloomberg Originals (@bbgoriginals) February 25, 2022
Μέρος του άμαχου πληθυσμού, τα παιδιά, αποτελούν κι αυτά στόχο ευρισκόμενα στη χώρα που κάθε φορά πολιορκείται, παρότι δεν έχουν διαπράξει κάποιο παράπτωμα. Συνειρμικά, ανακαλούνται κι άλλες φωτογραφίες παιδιών είτε σε καταφύγια είτε περνώντας τα σύνορα της Ουκρανίας, άλλοτε με την οικογένειά τους κι άλλοτε μόνα τους. Κατά τη διάβαση των συνόρων κρατούν ένα μικρό κουκλάκι ή μία μικρή τσάντα με ελάχιστα αντικείμενα –τα τελευταία υπενθυμίζουν κάτι από τη ζωή που αφήνεται πίσω αλλά λειτουργούν και ως φυλακτό για όσα δύσκολα ακολουθούν.
«Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του […] τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις/ ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη […] αφήνεις την πατρίδα/ μόνο όταν η πατρίδα δεν σε αφήνει να μείνεις […] εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα/ να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου/ η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική. […] κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η/ πατρίδα είναι/ μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου/ που λέει/ φύγε,/ τρέξε μακριά μου τώρα δεν ξέρω τι έχω γίνει/ αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού/ θα είσαι πιο ασφαλής απ’ ό,τι εδώ», είναι ορισμένοι στίχοι από το ποίημα «Πατρίδα» το οποίο η Κενυάτισσα ποιήτρια Ουαρσάν Σάιρ είχε γράψει το 2015 και ενέχει επίκαιρο χαρακτήρα. Οι εκτοπισμένοι δεν γνωρίζουν εάν και πότε θα περάσουν ξανά το κατώφλι του σπιτιού τους – εάν αυτό υπάρχει ακόμη ύστερα από τη λήξη του πολέμου.
Ο ξεριζωμός κι οι εκτοπισμένοι, καθώς και η φιγούρα του παιδιού έχουν απασχολήσει το ζωγράφο Βασίλη Πέρρο (γενν. 1981) από το ξεκίνημά του στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο ίδιος καταπιάνεται με αυτά τα ζητήματα (καθώς και άλλα ακόμη) σε συνάρτηση με την εξέλιξη της εικαστικής του γραφής. Στη φαρέτρα των δημιουργιών του η βάρκα είναι συνώνυμη του μέσου διαφυγής, η βαλίτσα εγγράφεται ως το σύμβολο των ξεριζωμένων, με χαρακτηριστικό ένα έργο όπου στο καρτελάκι της βαλίτσας εγγράφεται η φράση «We are all refugees».
Βασίλης Πέρρος, «Αποσκευή» (2015, λάδι και γραφίτης σε καμβά). Στο καρτελάκι της βαλίτσας διαβάζουμε την πρόταση «We are all refugees»
Φιλοτεχνημένη το 2023, η ζωγραφική του σύνθεση «Απάγκιο» (λάδι σε καμβά, κεντρική φωτ.) θέτει στο επίκεντρο δύο παιδιά σε ένα ξερονήσι με φόντο μία κατεστραμμένη πόλη, στα ερείπια της οποίας διακρίνονται –εάν ο αμφιβληστροειδής εστιάσει με προσοχή– φιγούρες ανθρώπων.
Το κορίτσι σφιχταγκαλιάζει περίβλημα του σπιτιού με αποτυπωμένες στις όψεις αυτού πιθανόν τους δύο γονείς, ενώ, το σχοινί με το οποίο είναι δεμένα τα χέρια του αγοριού θα μπορούσε να είναι οι αναμνήσεις που τον κρατούν δέσμιο του παρελθόντος, είναι όμως αναμνήσεις που μπορούν να αποτελέσουν μία σταθερά ώστε τα παιδιά να βρουν το δρόμο τους και να «χτίσουν» –έστω μέσα τους– μία νέα πατρίδα. Παρότι γνωρίζουμε – και γνωρίζουν και οι εκτοπισμένοι – ότι με την προσφυγιά τους είναι δύο φορές ξένοι: στην πατρίδα τους που αναγκάστηκαν να την αφήσουν αλλά και σε κάθε νέα χώρα που θα αναζητήσουν καταφύγιο.
Τα μεγάλα πρόσωπα των φιγούρων, δυσανάλογα με το υπόλοιπο σώμα είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της εικαστικής γλώσσας του Πέρρου. Εν προκειμένω, και με τα συντρίμμια ως φόντο, συνάδει με την απότομη ενηλικίωση στην οποία εισέρχονται τα παιδιά με την κήρυξη του πολέμου στη χώρα τους, στο σπίτι τους όπου ένιωθαν ασφαλείς.
Βασίλης Πέρρος, «Απάγκιο, 2023, 95Χ95εκ, λάδι σε καμβά). Τμήμα του έργου στην κεντρική φωτογραφία.
Όσο ισχυρά κι εάν είναι τα θεμέλια του σπιτιού, η επίμονη πολιορκία θα προκαλέσει ρωγμές και σαφώς θα γεννήσει το φόβο και την αγωνία για όσους βρίσκονται στο εσωτερικό του. Υπάρχει επίσης η θέση, οι ενήλικοι να συναισθάνονται ξανά παιδιά, καθότι ευάλωτοι κι αυτοί με την εισβολή στρατευμάτων του αδηφάγου ηγέτη. Το ανθρωπιστικό κομμάτι φαίνεται να υπολείπεται από την ατζέντα του.
Κι ο πόλεμος (εάν ήταν υπόσταση) γνωρίζει ότι δεν θα ηττηθεί εάν συνεχίζει να προκαλεί φόβο. Το αναπάντητο ερώτημά μου είναι γιατί οι τρυφερές ψυχές των παιδιών να γίνονται μάρτυρες των αποτρόπαιων πράξεων του πολέμου και του αντίκτυπού του.