Με εξαιρετικό συγγραφικό εύρημα τον σκύλο, ο συγγραφέας ανατέμνει ζωή, ιστορία και τέχνη. Αγγίζει τον χρόνο, το εφήμερο στ' ανθρώπινα και τον θάνατο, μετατρέπει ένα φιλοζωικό βιβλίο σε υπαρξιακό δράμα. Με ακρίβεια, λιτότητα, οικονομία, ειρωνεία, υπαινικτική δεινότητα, με ποιητική - σχεδόν - πρόζα.
Κώστας Μαυρουδής «Η αθανασία των σκύλων», εκδ. Πόλις
«”Ο σκύλος, κύριε, είναι αθάνατος! Δεν είναι δική μου η σκέψις. Το έχει γράψει ένας Γάλλος συγγραφεύς του περασμένου αιώνος. Πεθαίνουν μόνο εκείνοι που το γνωρίζουν”. Ο κύριος με το Κανίς παρακολουθούσε με θαυμασμό το φίλο του, που συνέχισε. “Ο Ερμής δεν έχει συνείδηση, αγνοεί το τέλος, όπως το δάσος δεν γνωρίζει τίποτα για το πριονιστήριο. Μακαριότητα. Έζησε και πεθαίνει χωρίς να υποψιάζεται την απουσία του, χωρίς να ξέρει τίποτε για το χρόνο. Σκέπτομαι ότι, όποτε χρειαστεί, θα υποβάλω σε ευθανασία μιαν ανύποπτη, δηλαδή μιαν αθάνατη ύπαρξη”».
Με τον σκύλο ως πρόσχημα αλλά και όχημα, εν είδει παγκόσμιας συνείδησης, ο ποιητής Κώστας Μαυρουδής, συγκεντρώνει μέσα από 69 μικροϊστορίες την Ιστορία, την μικροϊστορία του ανθρώπου και τη διαχρονική πορεία της Τέχνης.
Ποιητής σε όλα του ο Κώστας Μαυρουδής, απολύτως γνώστης της Τέχνης στην ολότητά της (λογοτεχνία, κινηματογράφος, μουσική), με ποιητική πρόζα, οικονομία, λιτότητα και αυστηρότητα έκφρασης, με όχημα διάσημους ή γνωστούς από την ιστορία σκύλους κι αγαπημένους πιστούς άλλους ζωής, κατορθώνει να σκιαγραφήσει με ολοζώντανες και χρωματιστές ψηφίδες την ιστορία του 20ου αιώνα, την ιστορία του ανθρώπου, τη δική του ιστορία αλλά και την ιστορία της τέχνης.
Με συγγραφικά όπλα την κυνοφιλία, τη γνώση (ιστορία, τέχνη, είδη σκύλων), την περιέργεια, τον αυτοσαρκασμό και το παράδοξο, με εικόνες από ταξίδια στο Παρίσι, στη Ραβένα, στο Ρίμινι, στη Δαλματία, στη Ρόδο, ξαναζωντανεύει σκηνές από τον Βισκόντι, τον Μπουνιουέλ, από σελίδες της «Παναγίας των Παρισίων» του Β. Ουγκώ, το «Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ, τον «Γατόπαρδο» του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, την «Οδύσσεια» και από τον Δεκαπενταετή πλοίαρχο του Ιουλίου Βερν, από τους πίνακες του Γκωγκέν, του Βελάσκεθ, του Τουλούζ Λωτρέκ και του Τζακομέτι αλλά και από καθημερινές σκηνές που αντιλαμβάνεται με τη δική του ιδιαίτερη ματιά, για να στοχαστεί επάνω στη ζωή και τον θάνατο, το εφήμερο και το μάταιο, την αθωότητα και την προσποίηση, την άνοδο και την πτώση ανθρώπων και πραγμάτων.
Με τον σκύλο, παρότι συγγραφικό εύρημα, να βοηθά πάντοτε στη βαθιά παρατήρηση, τη μνήμη και το ουσιαστικό, έτσι ώστε ο Μπεντικό, ο Οθέλλος, η Έμμα, η Ήρα, ο η Αριάδνη, ο Άργος, ο Ονορέ, ο Γανυμήδης, ο Ερμής, ο Λέων να καταγραφούν στην αναγνωστική μνήμη, όχι μόνο ως η Έλμα, το «γκέκα» με τις καφέ βούλες, η Κορντέλια, το κόκερ, ο Σβέλτο με τα πειθήνια μάτια, ο Κυριάκος που ήταν ένας σκύλος Δαλματίας, ο Οθέλλος, το βελγικό Γκρένενταλ, αλλά και ως όλα αυτά που το καθένα κομίζει. Σε σημείο που να ταυτίζεσαι εκών άκων με αρκετά απ’ αυτά.
Σε σημείο που να σου μένει αξέχαστη η Αριάδνη κι ο μίτος της ή ακόμα εκείνος ο σκύλος που βλέπουμε στη «Βιριδιάνα» δεμένο στον τροχό. Ακόμα -ακόμα και η μοίρα των χιλιάδων ανατολικογερμανικών σκύλων που φρουρούσαν το Τείχος του Βερολίνου αφότου γκρεμίστηκε πια το Τείχος και χαρακτήριζαν οι εφημερίδες ως «δολοφονικά κτήνη, αντικοινωνικά και ψυχικά ασταθή».
Θα μου επιτρέψετε να σταθώ και στη δική μου αδυναμία και εμμονή. Θα μπορούσε να είναι η ανωνυμία του σκύλου στην «Κυρία με το σκυλάκι» του Τσέχωφ παρότι στον τίτλο πρωτοστατεί, αν δεν ήταν ο «Γατόπαρδος» και ο Ντον Φαμπρίτσιο που με συγκινεί ως πλάσμα -κατά κύριο λόγο- του παρελθόντος αιώνα. Από το σχετικό διήγημα και το απόσπασμα που ακολουθεί, εξάλλου και σήμερα, ας μη το ξεχνάμε, βιώνουμε το μεταίχμιο μιας εποχής:
«Ο Ντον Φαμπρίτσιο, υπερόπτης και στοχαστικός, γνωρίζει τι σημαίνει η νέα εποχή και αποδέχεται ψύχραιμα- ευγενής που περιφρονεί το κυνήγι του χρήματος- να δει τα φέουδα στην κατοχή μιας νέας τάξεως. Θρηνεί γι’ αυτό που εκπίπτει, με σοφή και λυτρωτική στωικότητα. “Ήμασταν τα λιοντάρια. Αυτοί που θα μας διαδεχθούν είναι τα τσακάλια, οι ύαινες. Όλοι ωστόσο, λιοντάρια, τσακάλια, πρόβατα, θα εξακολουθούμε να θεωρούμε τον εαυτό μας το άλας της γης”….
»Στις τελευταίες σελίδες, ο ηλικιωμένος πρωταγωνιστής βρίσκεται άρρωστος και ετοιμοθάνατος σε ένα ξενοδοχείο του Παλέρμο. Απ’ το δρόμο ακούγεται μια λατέρνα να παίζει κάτι από τη Λουτσία ντι Λάμερμουρ. Σκέπτεται ότι την ίδια στιγμή, σ’ όλη την Ιταλία “χιλιάδες ετοιμοθάνατοι μπορεί να ακούνε με πικρία απ’ το παράθυρό τους αυτές τις μηχανικές μουσικές”. Σα να ζητά καταφύγιο στην πιο βαθιά μνήμη, θυμάται τους σκύλους, τις μονιμότερες παρουσίες της παιδικής του ηλικίας: τη Φούφη και τον Τομ, ένα ορμητικό Κανίς αφοσιωμένο και φιλικό. Ανακαλεί τα πειθήνια μάτια του Σβέλτο, τις απαλές πατούσες του Ποπ, του Πόιντερ που αυτή τη στιγμή, αν ζούσε, θα τον έψαχνε μάταια ανάμεσα στους θάμνους ή κάτω απ’ τις πολυθρόνες της έπαυλης και δεν θα τον έβρισκε ποτέ πια».
Μια καθόλα αξιόλογη συλλογή [Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2014, Βραβείο Διηγήματος του Περιοδικού “www.oanagnostis.gr” 2014] που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα σε εξαιρετική έκδοση από τον εκδοτικό οίκο «Πόλις».
Ένα βιβλίο σπουδή στο εφήμερο, τον θάνατο, τη ματαιότητα και το αιώνιο. Ένα γλυκόπικρο νεύμα στην ανθρώπινη φύση και τη ζωή. «Ένα βιβλίο, στοχαστικά θυελλώδες», όπως από τον Νίκο Βατόπουλο ήδη έχει χαρακτηριστεί.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Κώστας Μαυρουδής γεννήθηκε το 1948 στην Τήνο. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εμφανίστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή "Λόγοι δύο" (Τραμ, 1973), την οποία ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: "Ποίηση" (Εγνατία, 1977), "Το δάνειο του χρόνου" (Κέδρος, 1990) και η συλλογή ημερολογιακών σημειώσεων (ή πεζών ποιημάτων) "Με εισιτήριο επιστροφής: σημειώσεις 1976-81" (α' έκδοση: Εστία, 1983· β' έκδοση: Πλέθρον, 1999). Από το 1978 εκδίδει ανελλιπώς το λογοτεχνικό περιοδικό "Το Δέντρο".