«Μικρό εμβαδόν, μεγάλη περιεκτικότητα σε πυρίτιδα, έκπληξη, πυκνωμένη αυτάρκεια, ταχύ ρυθμό. Δεν επιτρέπει την κυτταρίτιδα, την υδαρή ανέλιξη, την χαλαρή μετάβαση, την έλλειψη κεντρικού πυρήνα. Συνήθως είναι μονοπαγές, αλλά μπορεί να εμπλέκει και δύο, ή παραπάνω ιστορίες ταυτόχρονα, να εκπέμπει προφανές νόημα, αλλά και να περιέχει πολλά αινίγματα ένδον, βαθύτερα. Έχει την ένταση του αγωνίσματος των εκατό μέτρων, που δεν την έχει ο Μαραθώνιος, ο οποίος απαιτεί εξίσου σημαντικά προσόντα, αλλά διαφορετικά: άλλες αναπνοές, ειδική προπόνηση και στρατηγική, και προσφέρει διαφορετική απόλαυση. Το καθένα έχει την χάρη του.»
Γιώργος Σκαμπαρδώνης «ΠΡΟΣΟΧΗ: εποχιακή διέλευση βατράχων», εκδ. Πατάκη, σελ. 206
Και τα 25 διηγήματα στο καινούργιο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη με τον αινιγματικό τίτλο «ΠΡΟΣΟΧΗ: εποχιακή διέλευση βατράχων» βρήκαν το στόχο τους. Μικρό εμβαδόν, μεγάλη περιεκτικότητα σε πυρίτιδα, πυρακτωμένη αυτάρκεια, έκπληξη στο μέγιστο βαθμό, σχεδόν ταχύτητα φωτός αυτή τη φορά, υπάρχουν στιγμές που αγγίζουν το επέκεινα, ναι, φτάνουν απέναντι.
Εκπέμπουν προφανές νόημα αλλά όχι πάντα, σε άλλα ο βάτραχος γίνεται πρίγκιπας κι αλλού ο πρίγκιπας βάτραχος, εμπεριέχουν τα περισσότερα αινίγματα, ό,τι συμβαίνει συμβαίνει σε έκτακτες συνθήκες, ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας και μαιτρ του μικρού αφηγηματικού λόγου υπερέβη εαυτόν αυτή τη φορά, στο αγώνισμα των εκατό μέτρων άγγιξε το άφατο, είδε ακόμα και την προεδρική φρουρά να κάνει την καθιερωμένη διαδρομή της μετ’ εμποδίων, διότι όλα έτσι γίνονται αυτή τη φορά: μετ’ εμποδίων.
Ωστόσο ένα δεν αλλάζει. Να διαφαίνεται η Σαχάρα στον κόκκο της άμμου. Το δάσος στο φυλλαράκι και στο νεύρο του. Το βουνό σε ένα σβόλο που γλίστρησε απ’ τα παπούτσια μας. Ο ωκεανός στο κουβαδάκι του παιδιού που παίζει στην άμμο.
Και πάνω απ’ όλα η τεράστια επιδεξιότητα του Σκαμπαρδώνη να διαχειρίζεται την γλώσσα. Σαν τον τεχνίτη του γυαλιού να την μεταμορφώνει σε ανθρώπους, περιβάλλοντα, ζώα, σύμπαντα, έννοιες, αλλά και λέξεις αυτές καθ’ εαυτές. Γυρίνους ή βάτραχους ολοκληρωμένους που φεύγουν και γενούν δεξιά κι αριστερά με πυρακτωμένες ουρές: όλα τα φανερώνουν αυτή τη φορά στο αναγνωστικό κοινό.
Από το «Λάμπα απ’ το Πέραν» που συγκρατεί στο μυσταγωγικό της φως την χαμένη παιδικότητα του αφηγητή, μέχρι τις ξαναμονταρισμένες μηχανές Τriumph 3HW του 1939 στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου ανεβαίνει ο ηλικιωμένος στο διήγημα «Ξαναμοντάροντας τα φτερά» στην επιδιορθωμένη μηχανή του.
Και από τα άλογα Κοζάκων που οι κύρηδές τους τα εγκαταλείπουν στη Ρωσία, ηττημένα από τον πόλεμο της Κριμαίας, μα αυτά αρνούνται να μείνουν πίσω και να συνθηκολογήσουν, βγάζουν φτερά και ταξιδεύουν από τη θάλασσα της Σεβαστούπολης ως την Καβάλα, στο αριστούργημα της συλλογής «Στολή Κοζάκου». Με την εικόνα που έχει σημαδέψει την παιδική μνήμη του αφηγητή. Των ανθρώπων εκείνων που έχαναν τα πόδια τους κι ως άλλοι Κένταυροι γύριζαν απόλυτα συνδεδεμένοι με τ’ άλογά τους μισοί.
Όλα τ’ αγγίζει ο συγγραφέας σ’ αυτή τη συλλογή. Τα όσα βλέπουμε και όσα φανταζόμαστε, όσα σκεφτόμαστε κι όσα φοβόμαστε, τα όσα μπορούσαν να γίνουν αλλά δεν έγιναν διότι η ζώνη των επιθυμιών κρίθηκε επικίνδυνη από την ιδιοσυγκρασία μας ή από την εποχή, ο Σκαμπαρδώνης γνωρίζει τις συντεταγμένες, εξάλλου πρόκειται και για την δωδέκατή του συλλογή.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει γράψει δώδεκα συλλογές διηγημάτων και έξι μυθιστορήματα. Το 2016 κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος διηγημάτων «Τα δεδουλευμένα». Το 2017 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ντεπό, (βραβείο του περιοδικού «Ο Αναγνώστης»), το 2018 το «Λεωφορείο. 19 στάσεις», το 2019 το μυθιστόρημά του «Casa Μπιάφρα» και, σε νέα έκδοση, το μυθιστόρημά του «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου», ενώ το 2021 η συλλογή διηγημάτων «ΠΡΟΣΟΧΗ: εποχιακή διέλευση βατράχων».
Όσο για το απόσπασμα της αρχής, είναι η δική του απάντηση στο ερώτημα «Τι έχει ένα διήγημα που δεν μπορεί να το έχει ένα μυθιστόρημα» σε παλιά μας συνέντευξη.
Μικρό απόσπασμα από το διήγημα «Καντήλα στο χώμα»:
«Ξεχωρίζει αμέσως τη φωνή του αδερφού της, σε δευτερόλεπτα αναγνωρίζει και το σουλούπι του μέσα στη νύχτα κι ορμάει πάνω του και τον αγκαλιάζει και τον φιλάει κλαίγοντας και γελώντας, ξεσπώντας ύστερα από τόση αναμονή. Δεν ξέρανε οι δυο αδελφές τι έγινε, τον περίμεναν με αγωνία κι ήτανε μέσα στον φόβο, σκέφτονταν πια το χειρότερο. Αφήνει εκείνος όπως όπως το χάρτινο αστέρι στο χώμα και μπαίνουνε όλοι αγκαλιασμένοι, βουρκωμένοι μέσα στο σπίτι.
Η καντήλα συνεχίζει να καίει απέξω, μόνη της στο έδαφος. Το σκυλί της αυλής τη βλέπει παραξενεμένο να τρεμοφέγγει κάνοντας ανταύγειες στον εξωτερικό τοίχο και γύρω. Την ξανακοιτάζει απορημένο, πλαγιάζοντας το κεφάλι-πασκίζει να καταλάβει, ζώντας τη δική του, βουβή, ακατανόητη Πρωτοχρονιά έξω απ' τον ανθρώπινο Χρόνο».
Και ναι, ανεπιφύλακτα πρόκειται για την πιο σημαντική υπερβατική του συλλογή. Είναι η δική του Περίληψη του Κόσμου. Ή μάλλον η επανεφεύρεση.