«Φως ιλαρόν» στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών
Έργο του Νεκτάριου Μαμάη. Φωτ.: Θάλεια Γαλανοπούλου
Έργο του Νεκτάριου Μαμάη. Φωτ.: Θάλεια Γαλανοπούλου

«Φως ιλαρόν» στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών

print_article
«O ζωγράφος το μόνο που οφείλει είναι η πίστη στα εργαλεία της τέχνης του»

Μια σειρά από τοπία παρουσιάζει στην ιστορική γκαλερί της Δεξαμενής ο Νεκτάριος Μαμάης. Καρπός πρόσφατης έρευνας, κατά την περίοδο της πανδημίας, η ενότητα αυτή συνιστά έναν ολόκληρο κόσμο που απλώνεται μπροστά στα μάτια του θεατή, ανήσυχος και ποικίλος.

Ο καθένας μπορεί να βρει κάτι δικό του σε αυτόν τον κόσμο, που δομείται, όχι με φωτογραφική δεξιότητα, αλλά από μία οπτική εμπειρία με χαρακτηριστικά προσωπικά. Ο Μαμάης δεν προκρίνει τη φυσικότητα του θέματος, αλλά την αίσθηση του χώρου, διεκδικώντας, όπως λέει στο Liberal, έναν «μυστικό αισθησιακό δεσμό» με το βλέμμα του θεατή.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1968, ο ζωγράφος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στα εικαστικά μας πράγματα. Δάσκαλος στην αγιογραφία και ειδικός στο έργο του Ράλλη Κοψίδη, έλαβε τα πρώτα μαθήματα από τον Γιώργο Ρόρρη και θήτευσε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Τριαντάφυλλο Πατρασκίδη και Άγγελο Αντωνόπουλο.

Ζωγράφος με γερή τεχνική κατάρτιση και με άμεσες ικανότητες σύλληψης του κόσμου και του κόσμου του, μοιράζεται στην έκθεση έργων του στο Κολωνάκι, τη χαρτογράφηση ενός τοπίου με ένταση και αλήθεια. 

Συνέντευξη στον Γιώργο Μυλωνά

Ποια διαδρομή παίρνεις, προκειμένου να φτάσεις στο τοπίο;

Δεν χρησιμοποιώ ποτέ προσχέδια. Ξεκινάω κατευθείαν με χρώμα πάνω στο λευκό τελάρο. Με αυτό τον τρόπο ξεπερνάω τον φόβο του κενού που προκαλεί το λευκό. Δεν γνωρίζω εκ των προτέρων τι ακριβώς ή καλύτερα ποια μορφή πρόκειται να πάρει το έργο. Υπάρχει δηλαδή μια αρχική επιθυμία να τοποθετηθούν κάποια χρώματα τα οποία συνήθως δημιουργούν μία χαοτική κατάσταση πάνω στον καμβά.

Σε αυτό συντελεί η χρήση του υγρού στοιχείου που είναι κυρίαρχο στο έργο μου. Σταδιακά αρχίζουν να δημιουργούνται κάποιες ενδιαφέρουσες χρωματικές κηλίδες οι οποίες κάπου με παραπέμπουν. Στη συνέχεια τοποθετώ το έργο απέναντι μου και το παρατηρώ με προσοχή μέρες ή και εβδομάδες χωρίς να επεμβαίνω πάνω του.

Έργο του Νεκτάριου Μαμάη. Φωτ.: Θάλεια Γαλανοπούλου

Επανέρχομαι σβήνοντας μεγάλες περιοχές προσπαθώντας να αφαιρέσω από την επιφάνεια καθετί το οποίο στην προκειμένη στιγμή μου φαίνεται περιττό ή καλύτερα ασήμαντο. Τότε είναι που οι μνήμες, τα βιώματα, το πραγματικό και το φαντασιακό αναμειγνύονται και αρχίζουν σιγά-σιγά να δίνουν μορφή στο άμορφο.

Οι μορφές που παίρνει το έργο ανατρέπονται η μία μετά την άλλη. Ώσπου έρχεται η στιγμή που λες δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Είναι η στιγμή της λύτρωσης που σου δίνει δύναμη για να συνεχίσεις. Αυτή τη στιγμή την ορίζει ο ζωγραφικός χρόνος του έργου και σου χαρίζεται μόνο όταν συντονίσεις το δικό σου χρόνο μαζί του. 

Σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά μου θα έλεγα ότι πρόκειται μάλλον για ένα τέντωμα, ένα άπλωμα του τοπίου, του χώρου που ζούσε η ανθρώπινη μορφή η οποία παρουσιαζόταν στα έργα μου. Πάντα ένας χώρος εξωτερικός μεταξύ του ονειρικού – φαντασιακού και του πραγματικού.

Χώρος υγρός, ρευστός και άχρονος, έτοιμος να μεταβληθεί. Ίσως ήταν και η ανάγκη να μπει το σώμα μου μέσα στο έργο γι' αυτό μεγάλωσαν οι διαστάσεις και η ματιέρες απόκτησαν μια πολυπλοκότητα. Τώρα που τα βλέπω όλα μαζί, θα έλεγα ότι μου δίνουν την αίσθηση ότι αυτά τα τοπία προϋπήρχαν πάνω στο τελάρο και περίμεναν υπομονετικά κάποιον να τα αποκαλύψει. 

Κι ο θεατής; Το περιβάλλον στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών σε ποια κατάσταση, ιδανικά, θα ήθελες να τον μεταφέρει;

Θα ήθελα να αισθανθεί κάτι από την χαρά της έκπληξης που μου προκάλεσαν αυτές οι εικόνες. Να συνδεθεί μαζί τους, όχι μέσα από λογικά σχήματα και ερμηνευτικές προσεγγίσεις, αλλά κυρίως διαμέσου της δικής του οπτικής, απαλλαγμένης από τα εκάστοτε κριτήρια της τέχνης. Τα τοπία αυτά, χωρίς να διεκδικούν κάποια τεχνική αρτιότητα, καλούν το θεατή να δημιουργήσει μία ψυχική σχέση μαζί τους.

Έργο του Νεκτάριου Μαμάη. Φωτ.: Θάλεια Γαλανοπούλου

Η μόνη νομίζω ρεαλιστική σχέση που μπορεί να έχει ο θεατής με ένα έργο είναι διαμέσου των δικών του βιωμάτων και εμπειριών. Πλησιάζοντας και απομακρυνόμενος από το έργο να μπορέσει να δει και να ακούσει τον ήχο του χρώματος και του φωτός. Κάθε έργο, ξέρετε, χρησιμοποιώντας υλικά και αναμνήσεις, γίνεται ένας τόπος συνάντησης του ζωγράφου με το βλέμμα του θεατή. Δημιουργείται ένας μυστικός αισθησιακός δεσμός, όπως όταν ακούμε μία μουσική σύνθεση.

Όταν απομακρυνθείς από το έργο, επιστρέφεις; Αναφέρομαι στα έργα που ζούνε στο εργαστήριό σου.

Ελάχιστες είναι οι ευτυχείς στιγμές που το έργο βγαίνει με τη μία. Επιστρέφω στο έργο πολλές φορές, μετά κι από ένα χρόνο, προσθέτοντας η αφαιρώντας στοιχεία ή και ανατρέποντας ολοκληρωτικά την εικόνα. Συνήθως τα έργα μέσα στο εργαστήριο τα γυρίζω ανάποδα και τα ξαναβλέπω μετά από καιρό με φρέσκια ματιά.

Υπάρχει μία παγίδα που εγώ την ονομάζω «οι μνήμες των ζωγράφων» που θαυμάζω. Είναι δηλαδή τα σημεία εκείνα του έργου που αρχικά μου αρέσουν γιατί μου θυμίζουν κάποιον ζωγράφο που αγαπώ. Αυτά τα σημεία όμως πρέπει να πάρεις την γενναία απόφαση να τα θυσιάσεις προκειμένου να εμφανίσεις κάτι από τον δικό σου κόσμο από το δικό σου ύφος και ιδιοσυγκρασία. Ευτυχώς το ύφος σου δεν το γνωρίζεις από την αρχή και όσο πιο αργά το ανακαλύπτεις τόσο πιο γοητευτική γίνεται η διαδρομή.

Προτού αποφασίσεις να τα θυσιάσεις, στην πορεία, ποιους έχεις «συνταξιδιώτες», ζωγράφους που, με κάποιο τρόπο, σου έχουν δείξει έναν δρόμο; 

Αρχικά όπως είναι φυσικό να συμβαίνει, επηρεάζεσαι από τους δασκάλους σου. Προσωπικά αισθάνομαι τυχερός γιατί με παρότρυναν να βρω την χροιά της δικής μου φωνής και όχι να ακολουθήσω μιμητικά τις δικές τους στυλιστικές ιδιαιτερότητες. Με τα χρόνια, βγαίνοντας σταδιακά από το πλαίσιο της μαθητείας, αρχίζεις να αναλαμβάνεις την ευθύνη του εαυτού σου και ψάχνεις να βρεις τους συγγενείς σου, τους ζωγράφους δηλαδή που το έργο τους σε συγκινεί.

Έργο του Νεκτάριου Μαμάη. Φωτ.: Θάλεια Γαλανοπούλου

Είναι άλλο πράγμα να λες ότι το έργο ένα ζωγράφου σου αρέσει, κι άλλο ότι με το έργο του αισθάνεσαι να έχεις μία πιο εσωτερική μία ψυχική επαφή θα έλεγα. Ενδεικτικά θα μπορούσα να αναφέρω τα σκοτάδια και το φως των έργων του Ρέμπραντ. Η ησυχία που αποπνέουν οι τοίχοι του Βερμέερ. Η ποιητική και το φως στις ακουαρέλες του Άντριου Γουάιθ. Τα ονειρικά υγρά τοπία του Μιχάλη Οικονόμου. Οι αφαιρετικές μεταφυσικές εικόνες του Γιάννη Σπυροπούλου.

Το έργο όλων αυτών βρίσκεται εκεί για να σου θυμίζει την συγκίνηση που κρύβει μια δημιουργία που βασίζεται κυρίως στις αδυναμίες έκφρασης για να ολοκληρωθεί.

Εσύ γιατί ζωγραφίζεις;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη ούτε μονοσήμαντη. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι ζωγραφίζω για να συμφιλιώσω τους διαφορετικούς εαυτούς που βρίσκονται μέσα μου. Είναι δηλαδή μία πράξη αυτογνωσίας. Μία διαδικασία να σχετιστείς με αυτό που συμβαίνει μέσα σου και γύρω σου.

Άλλοτε πάλι νομίζω ότι ζωγραφίζω για να καλύψω κάποια έλλειψη, υπαρκτή η ανύπαρκτη. Έτσι κι αλλιώς η ζωγραφική είναι η γλώσσα των αντιθέσεων, ακόμα κι αν στο τελικό αποτέλεσμα επικρατεί μία φαινομενική ηρεμία. O ζωγράφος το μόνο που οφείλει είναι η πίστη στα εργαλεία της τέχνης του.

Ολοκληρώνοντας αυτό το ταξίδι, τι πιστεύεις ότι άφησε στη ζωγραφική σου;

Συνήθως όταν μεγαλώνουμε θέλουμε να ορίζουμε τα πράγματα, να γνωρίζουμε όλες τους τις λεπτομέρειες. Ξαφνικά όμως όλες αυτές οι λεπτομέρειες είναι ικανές να μας αποσπούν συνεχώς την προσοχή. Αυτά τα έργα με βοήθησαν να δω ότι ο κόσμος που με ενδιαφέρει είναι ένας κόσμος που κρύβει μέσα του το αίνιγμα που ισορροπεί ανάμεσα σε αυτό που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις και αυτό που κουβαλούν οι μνήμες του παρελθόντος.

Ότι πρόκειται δηλαδή για έναν κόσμο που υπαινίσσεται πράγματα και γι' αυτό ακριβώς το λόγο τα φέρνει αληθινά προς το φως. Η ψευδαίσθηση που έχουμε ανάμεσα σε αυτό που φαίνεται και σε αυτό που πραγματικά είναι, καθίσταται για μένα ελκυστικό. Η διαδικασία δημιουργίας αυτών των έργων, νομίζω ότι με πείθει, ότι η συνεχής προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας του ορατού, τελικά, οδηγεί στην αδυναμία της πρόσληψης του.

Ο Νεκτάριος Μαμάης. Φωτ.: Θάλεια Γαλανοπούλου

Για την τοπιογραφία στην ελληνική τέχνη και τη ζωγραφική του Νεκτάριου Μαμάη θα μιλήσει το Σάββατο 18 Μαρτίου, στις 13.00, ο Καθηγητής Μάνος Στεφανίδης στην αίθουσα Τέχνης Αθηνών (Γλύκωνος 4, Δεξαμενή). Διάρκεια έκθεσης έως 24 Μαρτίου 2023