Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η εκ νέου παρακολούθηση μιας ταινίας σε επανέκδοση αποτελεί μία τρόπον τινά συνάντηση με κάποιο πρόσωπο που έχουμε καιρό να συνομιλήσουμε. Η ανάγνωση του τίτλου της υποψήφιας ταινίας καθίσταται αντίστοιχη της παρατήρησης και έπειτα της επιβεβαίωσης της ταυτότητας του προσώπου, η απόφαση παρακολούθησης της ταινίας παρόμοια με εκείνη της έναρξης συζήτησης με το πρόσωπο, και η εσωτερική συνομιλία του θεατή με τα μηνύματα της ταινίας, όμοια με τη συνομιλία με το πρόσωπο.
Σε αμφότερες περιπτώσεις είναι σαν να ξετυλίγουμε ένα μίτο: κατά την παρακολούθηση της ταινίας το ξετύλιγμα των ειπωμένων του σκηνοθέτη γίνεται βάσει όσων συναισθάνεται ο θεατής, κατά τη συνομιλία με κάποιο πρόσωπο το μίτο ξετυλίγουν λέξεις και κινήσεις του σώματος. Και στις δύο περιπτώσεις έχει επιτευχθεί μια κάποια επικοινωνία.
Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος κειμένου είναι οι ταινίες «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας… Άνοιξη» (2003) του Νοτιοκορεάτη Κιμ Κι-Ντουκ, και «Έχω δικαίωμα να ζήσω/ You Only Live Once» ( 1937) του Αυστριακού Φριτς Λανγκ, οι οποίες, από προχθές, Πέμπτη, προβάλλονται στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση. Παρόλο που διαφέρουν μεταξύ τους χρονολογικά, γεωγραφικά, σκηνοθετικά και όσον αφορά στην υπόθεση, έχουν στο επίκεντρο τον άνθρωπο, τα πάθη και τα λάθη του, τον άνθρωπο που καλείται να «ξετυλίξει» άλλους ανθρώπους και να αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό, μέσα από λέξεις και πράξεις.
Τα ποιητικά και εικαστικά πλάνα του Κιμ Κι-Ντουκ, λουσμένα με την απαράμιλλη ομορφιά του φωτός και τη νηνεμία του φυσικού και υδάτινου στοιχείου, έρχονται σε αντίστιξη με τα ασπρόμαυρα, χαμηλών φωτισμών και σχεδόν εξπρεσιονιστικά πλάνα του Φριτς Λανγκ. Στην ταινία του Κιμ Κι-Ντουκ ο λόγος είναι περιορισμένος και ουσιαστικός, η μουσικότητα αναβρύζει από τους ήχους της φύσης, του βατράχου και του ψαριού που κολυμπούν, όπως και του φιδιού που «περπατά», σε εκείνη του Φριτς Λανγκ κυριαρχεί ο λόγος με έναν τρόπο σαν να βιάζεται να βγει από τα χείλη των πρωταγωνιστών.
Στην πρώτη ταινία τα πολύ γενικά πλάνα του φυσικού τοπίου ξεκουράζουν τον αμφιβληστροειδή μας, στη δεύτερη, τα κοντινά και πολύ κοντινά πλάνα στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή-κατάδικου μας μεταφέρουν την αγωνία του. Στην πρώτη ταινία η εναλλαγή των τεσσάρων εποχών ισούται με τις μεταπτώσεις της ανθρώπινης φύσης, της επανάληψης των πράξεων, της εναλλαγής ζωής και θανάτου, με κεντρικά πρόσωπα ένα γέρο και ένα νεαρό μοναχό σε ένα φυσικό τοπίο. Στη δεύτερη, καταγράφεται η επιθυμία ενός ανθρώπου να αποδείξει την αθωότητά του και να ζήσει ελεύθερος –η πλοκή εκτυλίσσεται σε κάποιο άστυ.
Τα ανωτέρω δεν είναι τα μόνα που ξετυλίγονται στις ταινίες αυτές. Παρακολουθώντας οποιαδήποτε επανέκδοση, μπορεί να διερωτηθούμε τι είναι εκείνο που μας εκκινεί να τις αναζητούμε, οι συνειρμοί που έχουμε κάνει. Πώς νιώθουμε μετά την εκ νέου παρακολούθηση μίας σημαντικής για εμάς ταινίας, πόσο άλλαξαν συγκριτικά με την προηγούμενη φορά όσα νιώσαμε συνομιλώντας με αυτή τη ταινία, τι πρόσημο είχε αυτή του είδους η επικοινωνία; Κατά την παρακολούθηση μίας τέτοιας ταινίας αισθανόμαστε μία -έστω στιγμιαία- «ασφάλεια», μία σταθερότητα σε ένα ρέοντα κόσμο, καθότι πλέον τη νιώθουμε «δική» μας, να μας «μιλά»;