Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς ήθελε να πετύχει ο Κουφοντίνας με το άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (με τίτλο «Επιστροφή στον “Από Βορρά Κίνδυνο”» 11/7/22). Ναρκισσισμός, θα μπορούσε να πει αβίαστα κάποιος για τον αμετανόητο εκτελεστή. Περισσότερο, νομίζω, πρέπει να μας απασχολεί γιατί η εφημερίδα αγκάλιασε τον δήμιο της 17Ν. Γιατί σήμερα; Οι παλιοί αναγνώστες από την «Ελευθεροτυπία» είναι σίγουρα εξοικειωμένοι σε τέτοιους είδους κείμενα. Οι «Συντάκτες» που θέλουν το νήμα μιας συνέχειας με την ιστορική εφημερίδα κι απευθύνονται σε κοινό με τα ίδια χαρακτηριστικά, πού ακριβώς αποβλέπουν, αν όχι στην ινδαλματοποίηση του ίδιου του δολοφόνου;
Τη γένεση της δημοσιογραφίας, άλλοι την τοποθετούν στον αγγλικό 17ο αιώνα, την εποχή της Επανάστασης του Κρόμγουελ, με την εμφάνιση των έξοχων φυλλαδιογράφων και φυλλαδίων (μερικά γραμμένα και επιμελημένα από τον Τζον Μίλτον)∙ άλλοι στον γαλλικό 18ο αιώνα, στην εποχή των φιλοσόφων του Διαφωτισμού και στη ριζοσπαστική κριτική των Κοντορσέ, Δαντών και Ροβεσπιέρου. Είναι χρήσιμο να δούμε ότι σε τέτοια κινήματα μπορούμε να εντοπίσουμε τις εξαιρετικές ποιότητες που χαρακτηρίζουν το πνεύμα των σύγχρονών μας μέσων ενημέρωσης. Εκεί γεννήθηκε το επείγον και η δημόσια συζήτηση.
Εκεί και η ανάγκη πληροφόρησης για τον τρόπο που ζούμε και για το πώς λειτουργεί η κοινωνία. Η διάδοση των ιδεών γινόταν συχνά με μεγάλο προσωπικό κίνδυνο των συγγραφέων και των συντακτών. Αλλ’ αυτό γέννησε τις νεωτεριστικές μορφές του γραπτού λόγου και της «μετάδοσης» διαφόρων γνωμών, συχνά σχισματικών και επικίνδυνων. Άνθρωποι που πήγαν φυλακή διότι έγραφαν όπως ήθελαν, διότι υπερασπίζονταν τα αναδυόμενα «δικαιώματα του ελεύθερου τύπου». Η γενιά μου μεγάλωσε με την ένοπλη τρομοκρατία να μεσουρανεί στον τόπο. Είχε, όμως, νόημα, να δούμε τι υποστηρίζει ένας «επαναστάτης», από ποια κίνητρα κινείται, τι ακριβώς υπερασπίζεται. Αυτό ήταν το κριτικό πνεύμα της Ελευθεροτυπίας.
Αν προχωρήσουμε στον χρόνο, στον δικό μας σήμερα, παρατηρούμε ότι το πνεύμα αυτό, όχι μόνο αλλοιώθηκε, αλλά έχει γίνει αμείλικτο. Στο παρελθόν βοήθησε ν’ ανοιχτούν διάπλατα παράθυρα σε μια αρκετά κλειστή κοινωνία. Μήπως όμως τώρα αφήνει να μπει σε κάθε άκρη και γωνία, σπάζοντας τα παράθυρα; Ο Αντρέ Ζιντ συνήθιζε να λέει «ότι η αλήθεια πληγώνει μόνο για να θεραπεύσει». Τι υπηρετεί το άρθρο Κουφοντίνα; Ότι ο «αγώνας μας» δεν πάει χαμένος, ότι «παλεύουμε» για τη «Λευτεριά»;
Σκεφτόμουν το παράδειγμα της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη που τις μέρες αυτές έχει έκθεση στην Άνδρο (ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή έως 2/10). Θύμα της ίδιας τυφλής ιδεολογίας που δολοφόνησε τον πατέρα της, την 1η Μαρτίου του 1988, στο πρώτο έργο μιας σειράς θωράκων που φιλοτέχνησε, βρίσκει αναφορά στην πατρική φιγούρα. Στην πορεία, οι θώρακες αυτοί άνοιξαν και την ενότητα της πανοπλίας κατοχύρωνε όχι η συμπάγεια, αλλά το ανολοκλήρωτο.
Πολλοί στον τόπο, ακόμη σήμερα αντιλαμβάνονται την ιδεολογία ως πανοπλία. Τρέχουν φοβισμένοι να τρυπώσουν μέσα της για να προστατευθούν και να καρπωθούν τα της ομαδοποίησης. Σπάζοντας το μασίφ, η Αθανασιάδη βλέπει τη μεταλλική πανοπλία ως μέσο, όχι για να φυλαχτούμε, αλλά για να σχηματίσουμε κόσμο. Αποζητά στο άνοιγμα την πνευματική περιπέτεια μιας αλήθειας εσωτερικής. Ρίχνει την πανοπλία – ιδεολογία στο καμίνι της πραγματικότητας και την παρουσιάζει, όχι κούφια, αλλά συγκινητικά ανθρώπινη, σπλαγχνική.
Ο κόσμος της με τις «Νίκες» και τις «Πανοπλίες» φαίνεται ηρωικός. Η ίδια μου είχε πει λίγο πριν το στήσιμο της έκθεσης: «Με ρωτούν συχνά γι’ αυτό. Ηρωικό νομίζω είναι να ζεις, που σημαίνει να μη μένεις απομονωμένος ή κλεισμένος σε ένα κρεβάτι. Η ζωή θέλεις θάρρος. Δες τι γίνεται στην Ουκρανία. Πώς να μη σκύψεις το κεφάλι σε αυτούς τους ανθρώπους… ο καθένας μας έχει ένα τέτοιο κομμάτι γιατί “πολέμα” στην καθημερινότητά του. Παρά τη φθορά, παρά τη γνώση του θανάτου, συνεχίζουμε να ζούμε. Από την άλλη μεριά, όταν έχεις πονέσει, γίνεσαι πιο ανθρώπινος. Πρέπει να είσαι ευάλωτος για να μπορέσεις να επικοινωνήσεις με κάποιον, να τον καταλάβεις».
Η Αθανασιάδη ξόρκισε με την τέχνη της τις οδύνες του χρόνου κι έτσι μας την παραδίδει: Ένα σύνολο από θραύσματα, γέννημα μιας περιδίνησης μέσα στην ιστορία. Μαζί της έχουμε έναν διάλογο που δεν τελειώνει. Και μας θυμίζει ότι η ιστορία της τέχνης δεν είναι ένας χώρος με καράβια που σάπισαν. Δεν είναι βήματα από αυτό σε εκείνο, αφού στεκόμαστε μπροστά σε ένα έργο της παλαιολιθικής εποχής με την ίδια συγκίνηση με την οποία βρισκόμαστε μπροστά σε ένα έργο της Μπάρμπαρα Χέπγουορθ. Έτσι, νομίζω, πρέπει να δούμε και την έκθεσή της στην Άνδρο: όχι ως μια αναδρομή, ένα κύκλο που κλείνει. Αλλά ένα κοίταγμα, που κάποτε θα βρει τη συνέχειά του. Έτσι, έκανε την απώλεια, ζωή.