«Μπορεί να βάλω και τη φούστα μου καπέλο/ αν όμως λέω όχι σημαίνει ότι δεν θέλω» είναι το πλέον αληθινό και μαχητικό σύνθημα των ημερών. Σε ένα κόσμο που κλείστηκε μέσα με την πανδημία και έβγαλε ακόμα πιο άγρια τα κακά ένστικτά του, σε μια παγκόσμια κατάσταση στην οποία οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες παρά ποτέ, κάποιοι πρέπει να πούνε σε όσους στηρίζουν τους βιαστές ότι στηρίζουμε όσες υποφέρουν. Πολλά δεν μπορούμε να κάνουμε, αλλά έχει σημασία να μην αισθάνονται μόνες.
Το σύνθημα είναι πολύ απλό και απευθύνεται προς όλους. Δεν έχει σημασία τι φοράω, και κατ’ επέκταση αν πηγαίνω τη νύχτα στα μπαρ, αν πίνω, αν χορεύω, δεν έχει σημασία αν κάθομαι μόνη σε ένα παγκάκι, αν σου μιλήσω, αν σου χαμογελάσω. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τίποτα απ’ όλα αυτά για δικαιολογία, να πεις ότι κι εγώ τα ήθελα. Δεν μπορείς να με παρενοχλήσεις, δεν μπορείς να με βιάσεις. Αν το κάνεις, θα παλέψω να βρω το θάρρος να σε καταγγείλω. Ξέρω πως πρέπει να σε στείλω στη δικαιοσύνη. Γιατί θα φταις μονάχα εσύ.
Η σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών δεν συγχωρείται. Το φταίξιμο ξεκινά και τελειώνει στον θύτη. Το θύμα δεν έχει απολύτως καμιά ευθύνη. Αν έπαιζε ρόλο τι φορούσε, τότε στις χώρες με μπούργκα δεν θα είχαμε βιασμούς. Πόσο προκλητική μπορεί να είναι μια μπούργκα; Και, ούτε να το γράψω δεν θέλω, με πιάνουν κλάματα, πώς είναι δυνατόν μια πάνα να είναι προκλητική;
Από την άλλη, το γυναικείο σώμα έχει χρησιμοποιηθεί όσο δεν παίρνει στη διαφήμιση, όπως και στα λάιφσταϊλ μίντια και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έχουμε φτάσει σε επίπεδα σεξισμού και τα έχουμε ξεπεράσει που λέει ο λόγος. Με το δίκιο τους γυναίκες και γυναικείες οργανώσεις αντιδρούν.
Η λύση περνάει από το χέρι όλων μας. Ο μέσος άνθρωπος είναι το κριτήριο για πολλά. Αν αντιδράσουμε για τον σεξισμό σε όλες τις εκφάνσεις του, πολλά μπορούν να αρχίσουν να αλλάζουν. Αλλά, με σκέψη και περίσκεψη.
Διανύουμε τις ημέρες των πιο παράξενων Ολυμπιακών Αγώνων στην ιστορία, ελέω κορονοϊού. Πολλά συμβαίνουν που δεν μας κάνουν εντύπωση, λόγω των συνθηκών. Ανάμεσά τους και οι αποφάσεις κάποιων γυναικείων ομάδων να ντυθούν πιο «σεμνά» ας πούμε.
Το άθλημά μας περιβάλλεται από σεξισμό, είχαμε παρενοχλήσεις σε ομάδες, λένε οι Γερμανίδες γυμνάστριες. Και ως λύση επέλεξαν να μη φορέσουν τα κορμάκια που φορούν συνήθως στα αγωνίσματα του τομέα τους. Φόρεσαν ολόσωμες φόρμες και επαινέθηκαν. Ήταν κίνηση που άξιζε;
Κι όμως, δεν ήταν. Άλλο να μην σε βολεύουν τα κορμάκια, άλλο να αισθάνεσαι άβολα με αυτά παρότι χρησιμοποιούνται δεκαετίες πλέον και άλλο να επιλέγεις να κρύψεις το σώμα σου επειδή θεωρείς ότι σε διαφορετική περίπτωση θα σε αντιμετωπίσουν σεξιστικά. Απεμπολείς από μόνος σου το δικαίωμα να ντύνεσαι ελεύθερα. Το δικαίωμα κάθε γυναίκας να ντύνεται όπως θέλει. Και αναγνωρίζεις πως η παρενόχληση και ο βιασμός προκαλούνται από το θύμα.
Δεν πρόκειται απλώς για μία λάθος κίνηση πρόκειται για επιστροφή στον μεσαίωνα. Και με τη διαμεσολάβηση νεαρών αθλητριών. Που υποτίθεται πως πρέπει να είναι παραδείγματα προς όλους και όλες.
Παρόμοιο το ζήτημα που αναφάνηκε στην ομάδα μπιτς βόλεϊ της Νορβηγίας. Δεν έπαιξαν με μαγιό αλλά με σουτιέν και σορτσάκια, διότι το μαγιό το θεώρησαν άβολο. Ως εδώ, καλά. Και διότι, πρόσθεσαν, το άθλημά μας αντιμετωπίζεται σεξιστικά. Τώρα, το χάλασαν. Να μην επαναλάβουμε ό,τι είπαμε προηγούμενα. Όμως αλλοίμονο αν ετεροκαθοριζόμαστε από τέτοιους ανόητους νόες που βλέπουν ως αντικείμενα ηδονής τις αθλήτριες. Αλλοίμονο και αν υποκύπτουμε σε κάποιες τρέχουσες στρεβλές απόψεις.
Κατά την αρχαιότητα, οι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί, αλλά όχι και οι αθλήτριες- όπου γίνονταν γυναικείοι αγώνες. Δεν είναι ώρα να αναλύσουμε τα πώς και τα γιατί. Ούτε είναι ώρα για τη συζήτηση αν θα επανέλθει ποτέ ο γυμνισμός στους αγώνες.
Είναι όμως ώρα τώρα και για πάντα σκοταδιστικές απόψεις να ριφθούν στον Καιάδα. Έτσι ώστε οι αθλήτριες να φοράνε ό,τι τις βολεύει, αλλά να μην μπαίνουν καν στη διαδικασία να δικαιολογηθούν απέναντι στους σεξιστές, υποχωρώντας ως προς τις αμφιέσεις τους. Το «θηρίο» πολύ θα ήθελε να του μοιάσουμε, να πέφτουμε στον λάκκο των συζητήσεων περί ευθύνης του θύματος. Αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε. Όσο κάνεις πίσω τόσο πιο πολύ σε πατάνε, σε πιέζουν και σε εκμεταλλεύονται. Ό,τι δηλαδή απεχθάνεται ο Αθλητισμός.