Αργά στην αρχή τα «φιλιά» της φωτιάς καθώς αγγίζουν τα πρώτα θύματά της –τη χαμηλή βλάστηση– ώσπου η επιθυμία για αφανισμό μεγαλώνει: η φωτιά δυναμώνει και οι κινήσεις της δεν είναι παρά απότομες και βίαιες σαν τον δήμιο που αποκεφαλίζει μεμιάς έχοντας προαναγγείλει τον θάνατο με το σάλπισμα.
Σάλπισμα απειλής ο ήχος της φωτιάς– η φωτιά τρέχει να προλάβει να αφανίσει. Ανυπεράσπιστα της ζωής τους τα δέντρα που λόγω των ριζών τους καταδικάστηκαν σε έναν υποφερτό θάνατο. Βασανισμένα τα μάτια ανθρώπων και ζώων που οι εκκλήσεις για βοήθεια ταριχεύθηκαν από την ενθουσιώδη κραυγή της φωτιάς. Φωτιά, η οντότητα που διαιωνίζεται ρουφώντας ζωή και αφήνοντας στάχτη, οι αυτουργοί στέκονται στο ίδιο σκαλί με τους κηρύσσοντες πόλεμο.
H κόκκινη λαίλαπα αντίστοιχη της αιμορραγίας της φύσης και κάθε είδους ζωής προτού αυτή απανθρακωθεί. Το χρώμα της φωτιάς δυναμώνει σαν «φάει», γίνεται θηρίο αδάμαστο διακατεχόμενο από ακόρεστη δίψα για εξόντωση.
Τα παραπάνω «γεννήθηκαν» κατά την παρατήρηση του πίνακα «Νεκρή φύση» (κεντρική φωτ.) του Δημοσθένη Σκουλάκη (1939-2014), ο οποίος τον είχε φιλοτεχνήσει το 2007 με αφορμή τις πυρκαγιές –τότε– στην Πάρνηθα. Παρατηρούμε ότι οι φλόγες έχουν περικυκλώσει τα φύλλα των δέντρων φιμώνοντας σταδιακά τις ανάσες τους, ορισμένα δε από τα φύλλα παραπέμπουν σε ανθρώπινα πρόσωπα που ζητούν βοήθεια.
Ο πίνακας αιμορραγεί όπως ολόκληρη η γη αιμορραγεί με το φαγοπότι κάθε πυρκαγιάς. «Αιμορραγεί» ο δημιουργός που κατέγραψε τη στιγμή ώστε να μείνει ζωντανή στη θύμηση η φρίκη. Ο πλανήτης μας που πληγώνουμε κραυγάζει παράλληλα με τις ζητωκραυγές της φωτιάς, μόνο που οι κραυγές διαφέρουν και υπερτερούν εκείνες του αφανισμού.
Συνώνυμος ο αφανισμός με το καμένο, το μαύρο εκείνο χρώμα που ακόμη και με τη μυρωδιά του πασχίζει να νεκρώσει την ανάσα. Το καμένο που καπνίζει είναι η τελευταία ελπίδα της φωτιάς να αποκτήσει ξανά μορφή και να συνεχίσει το έργο της.
Πρόκειται για το μαύρο που η ματιά μας ενδεχομένως αποστρέφεται σε αντίθεση με το τοπίο προτού απανθρακωθεί. Τις δύο αυτές συναισθηματικές εικόνες έχει φιλοτεχνήσει ο Βασίλης Πέρρος (γενν. 1981) στο έργο του «Ανάσα» (2013), διαχωρίζοντας τις δύο χρονικές στιγμές –το τοπίο πριν και μετά την καταστροφική πυρκαγιά– με μία βαλίτσα (την οποία άλλωστε έχουμε συναντήσει συχνά στο μέχρι σήμερα σύνολο του έργου του).
Βασίλης Πέρρος, «Ανάσα» (2013)
Εντός της βαλίτσας προφυλάσσεται η εικόνα ενός καταπράσινου δάσους το οποίο διασχίζεται από έναν ποταμό με κατάληξη σε ένα μικρό καταρράχτη. Η εικόνα αυτή –πιθανώς ανασυρόμενη από τη συναισθηματική μνήμη– ενσωματώνει την ομορφιά του φυσικού τοπίου και την τραγική κατάληξή του σαν βρεθεί στο στόχαστρο πυρκαγιάς.
Η κατάληξη αυτή υλοποιείται στο έργο, με τη σκόπιμη εκ μέρους του ζωγράφου καύση έως του σημείου της απανθράκωσης, της επιφάνειας του ξύλου περιμετρικά της βαλίτσας, με φλόγιστρο (όπως μας έχει επισημάνει ο ζωγράφος).
Δύο διαφορετικοί χρόνοι στον χώρο παρέρχονται στην «Ανάσα», σαν υπενθύμιση πόσο εύκολα και δίχως χρονοτριβές καταστρέφεται ένα φυσικό περιβάλλον για το οποίο χρειάστηκαν δεκάδες ή και εκατοντάδες χρόνια να αποτελέσει όαση.
Διότι, όταν το δάσος καίγεται, ο χρόνος νεκρώνεται, η φύση νεκρώνεται και αυτό επεκτείνεται. Κι όταν πονά η φύση, πονά και ο άνθρωπος που την αγαπά, είτε παρατηρεί την καταστροφή δια ζώσης είτε μέσω φωτογραφιών ή έργων. Σκοπός των καλλιτεχνών να καταγραφεί η πραγματικότητα όσο φρικτή και εάν είναι, μια πραγματικότητα που ταλανίζει έναν πλανήτη ο οποίος εκλύει αδιάκοπα να ανασάνει.
Κεντρική φωτ.: Δημοσθένης (Δήμος) Σκουλάκης, «Νεκρή φύση» (2007)