«Είχε τη φήμη δύσκολης, σκληρής, τρελής γυναίκας που δεν έκανε συμβόλαιο ποτέ της ή αν έκανε το έσκιζε και φώναζε στην ορχήστρα και τους μαγαζάτορες, παίρνοντας το παλτό της: Είμαι η Γκρέυ, φεύγω! Κάτι δεν της άρεσε στο πρόγραμμα, στην τάξη του ιερατείου της, στα φώτα ή στα μικρόφωνα. Ή τίποτα», είχε σημειώσει – μεταξύ άλλων – ο βιογράφος Γιώργος Χρονάς, για την τραγουδίστρια Καίτη Γκρέυ (1924-2025), με την ίδια να αυτοπροσδιορίζεται ως «μια τραγουδίστρια - νοικοκυρά». Καθώς, όπως είχε αναφέρει σε μία από τις συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει, «από τη μανούλα μου, κληρονόμησα τον πουριτανισμό και το νοικοκυριό. Την ευγνωμονώ και για τα δυο. Είμαι μια τραγουδίστρια - νοικοκυρά».
Και το μελό; «Είμαι πάρα πολύ μελό!», είπε παραδεχθεί, διευκρινίζοντας ότι «τα μελό είναι πάντα της μόδας, πάντα αρέσουν και πάντα έχουνε καλή ανταπόκριση στον κόσμο. Ύστερα, η δική μου ζωή δεν είναι μόνο μελό, είναι και μουσικοχορευτική, έχει και πολλά τραγούδια μέσα». Κι η ζωή της; «Έζησα για 100 ζωές. Έκλεισα όλα τα θέματα. Δεν έχω εκκρεμότητες», είχε υπογραμμίσει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις λέγοντας ότι «δεν φοβήθηκα ποτέ. Ούτε και το θάνατο φοβάμαι».
Την «βρήκε» την Κυριακή (19/01) το πρωί στην οικία της, ενώ το τελευταίο διάστημα είχε νοσηλευθεί έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε υποστεί. Έχοντας διανύσει έναν αιώνα ζωής και ηχογραφήσει περισσότερα από 1.500 τραγούδια, η ερμηνεύτρια του ελαφρού και λαϊκού τραγουδιού είχε επίσης καταπιαστεί με την υποκριτική παίζοντας σε 19 ταινίες ως ηθοποιός και τραγουδίστρια.
Πηγή φωτ.: Facebook/ Γιώργος Νταλάρας
Στη δεκαετία του΄60 ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη τραγουδίστρια έχοντας ημερομίσθιο που ξεπερνούσε ακόμα και τις 8.000 δραχμές. Η φωνή της είχε απήχηση, όπως ο Γιώργος Χρονάς είχε σημειώσει: «τότε, φωνές σαν της Γκρέυ σφράγιζαν ανθρώπους και σπίτια, χωριά και πόλεις, τζουκ-μποξ και λούνα παρκ, καλοκαιρινά σινεμά και πλατείες. Δεν ήταν απλώς φωνές τραγουδιστών, αλλά κάτι σαν νοσοκόμες, κοινωνικοί λειτουργοί, σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου, που μπαίνανε στα σπίτια από τα ράδια και βγαίνανε από τα παράθυρα των ίδιων σπιτιών, για να μπουν πάλι και στα άλλα σπίτια που δεν είχαν ραδιόφωνα ή γραμμόφωνα.
»Η Γκρέυ, τότε, ήταν κάτι σαν μάνα, στρατιώτης, Παναγιά, Μαρία η Μαγδαληνή, Θεοδώρα του Βυζαντίου. Η μορφή της, όπως περνούσε στα λαϊκά περιοδικά της εποχή, ήταν σαν να ‘χε βγει από τις μπάντες των σπιτιών, πάνω από τα διπλά κρεβάτια, δίπλα σε λίμνες, κάτω από γκρεμισμένα κάστρα…».
Η ίδια, όπως είχε πει, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 λάβαινε περί τα 500 γράμματα την εβδομάδα από τον κόσμο. «Ενδιαφερόταν πάρα πολύ ο κόσμος στις επαρχίες να μάθει για τη ζωή του καλλιτέχνη. Τους ενδιέφερε η ζωή μου επειδή μεγάλωσα σε ξένα χέρια, είχε διακυμάνσεις, είχε μελό, τους άρεσε να μαθαίνουν τέτοια πράγματα». Καθότι, η ίδια παρότι γεννήθηκε στο χωριό Μυτιληνιοί της Σάμου και είχε τρία αδέλφια, υιοθετήθηκε από την οικογένεια Καλαϊτζή και μεγάλωσε στον Πειραιά
Εκκινώντας από «το μαράζι»
Πρότυπο της η Καίτη Γκρέυ (Αγγελική Καλαϊτζή, γεννημένη ως Αθανασία Γκιζίλη) είχε τον Τζίμη Μακούλη. Αναμένοντάς τον στο καφενείο των καλλιτεχνών, «Πανελλήνιο», της προτάθηκε να εργαστεί ως χορεύτρια με το Ντούο Ρεξ, το χορευτικό ζευγάρι που ήταν τότε πολύ διάσημο και έμελλε να γίνει το «διαβατήριο» της Γκρέυ για το τραγούδι. Προτού κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο κέντρο «Γλυφάδα» της Πάτρας, άλλαξε το όνομά της έπειτα από πρόταση του ιμπρεσάριού της Βαφιόπουλου.
«Μου γράφει τέσσερα - πέντε ονόματα σε διάφορα χαρτάκια και μου λέει να διαλέξω κάποιο ψευδώνυμο, γιατί δεν μπορεί να λέγομαι Καλαϊτζή. Πραγματικά, πέφτει το μάτι μου στο Καίτη Γκρέυ. Μου άρεσε, μου ταίριαζε απόλυτα αφού το όνομά μου ήταν Κικίτσα και το παραόνομά μου Καλαϊτζή, και το διαλέγω σαν καλλιτεχνικό», είχε διηγηθεί η Καίτη Γκρέυ.
Το πρώτο τραγούδι της ήταν «Το μαράζι» με την υπογραφή του Γιώργου Μητσάκη. Αμφότεροι το ηχογράφησαν στις 3 Νοεμβρίου 1953 και η επιτυχία που είχε καθιέρωσε την Γκρέυ ως λαϊκή τραγουδίστρια. Έκτοτε οι επιτυχίες τη διαδέχονταν και έγινε το πρώτο όνομα στα μεγαλύτερα κέντρα, γραμμοφωνώντας όλους τους μεγάλους συνθέτες της εποχής της.
Το όνομά της βρίσκεται δίπλα σε επιτυχίες όπως «Ποτέ τη μάνα μην πικραίνεις», «Βουνό», «Πάρε το δάκρυ μου», «Κάτσε στον καναπέ μου, «Ο σκληρός χωρισμός», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Θέλω να είναι Κυριακή», «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Θα σε γελάσω». Φιγουράρει επίσης (σ.σ το όνομά της) στις πρώτες εκτελέσεις τραγουδιών συνθετών όπως οι Μάρκος Βαμβακάρης, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Μητσάκης, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Κώστας Βίρβος, Θόδωρος Δερβενιώτης, Μπάμπης Μπακάλης, Γιώργος Ζαμπέτας και Πάνος Τζαβέλλας.
Αλλά και σε σημαντικές συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως οι Ρόζα Εσκενάζυ, Στράτος Παγιουμτζής, Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Πόλυ Πάνου, Μαίρη Λίντα, Γιώτα Λύδια, Αντώνης Ρεπάνης, Στράτος Διονυσίου, Ρίτα Σακελλαρίου, Σπύρος Ζαγοραίος, Πάνος Γαβαλάς, Γιώργος Νταλάρας, Ελένη Βιτάλη, Γλυκερία, Χαρούλα Αλεξίου, Κωνσταντίνα, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Δήμητρα Γαλάνη, Αντώνης Βαρδής, Στέφανος Κορκολής, ανάμεσα σε άλλους. Υπήρξε αρραβωνιασμένη με τον Στέλιο Καζαντζίδη και παντρεμένη με τους Νίκο Ηλιάδη και Μιχάλη Παπαναστασόπουλο.
Ανεξίτηλο αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι
Πηγή φωτ.: Facebook/ Υπουργείο Πολιτισμού
Με τον θάνατό της, κλείνει μία ολόκληρη εποχή για το ελληνικό τραγούδι στο οποίο άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα. Όπως υπογραμμίζει η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, η Καίτη Γκρέυ υπήρξε «ερμηνεύτρια με ξεχωριστό ταλέντο, [...] μια γνήσια λαϊκή φωνή, χωρίς εκζήτηση και επιτήδευση, που κέρδισε επάξια την αγάπη του κοινού, και μάλιστα διαφορετικών γενεών, και δίκαια κατατάσσεται στις διαχρονικά μεγαλύτερες καλλιτέχνιδες του είδους της».
Πηγή κεντρικής φωτ.: Πλατφόρμα Χ (πρώην Twitter) /Finos Film