Δύο διαφορετικοί χρόνοι στο χώρο ανιχνεύονται στις εικόνες – από μνήμης ή φωτογραφικές – που αφορούν ένα περιβάλλον το οποίο έχει παραδοθεί στην πύρινη λαίλαπα. Η διαφορά έγκειται στον χρονικό προσδιορισμό που αποδίδεται με τις λέξεις «πριν» και «μετά», με το ενδιάμεσο άρρητο διάστημα να υποδηλώνει πόσο εύκολα και δίχως χρονοτριβές καταστρέφεται ένα φυσικό περιβάλλον για το οποίο χρειάστηκαν δεκάδες ή και εκατοντάδες χρόνια να αποτελέσει όαση.
Όταν το δάσος καίγεται, ο χρόνος νεκρώνεται. Αυτή η αίσθηση του χρόνου συναντάται και σε ορισμένα από τα έργα του Λεωνίδα Τσιριγκούλη (γενν. 1937), όπως το εικαστικό περιβάλλον «Το καμένο δάσος» (1987) το οποίο ανέσυρα από το αρχείο με αφορμή τις εικόνες που άφησαν πίσω τους τα πύρινα μέτωπα στη βορειοανατολική Αττική.
Η εγκατάσταση είχε στηθεί (1987) στον πεζόδρομο Κοραή, λίγα μέτρα από τη μπροστινή όψη της πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αθηνών και αποτελείτο από δεκάδες καμένα κυπαρίσσια και πεύκα, τα οποία είχαν καεί στην πυρκαγιά που είχε εκδηλωθεί στην Βαρυμπόμπη Αττικής, το 1986. Όπως φαίνεται από την παρακάτω αλλά και την κεντρική φωτογραφία, τα καμένα δέντρα είχαν τοποθετηθεί στην πλατεία Κοραή, στηριγμένα σε κατάλληλα υλικά, η δε εγκατάσταση «είχε γίνει εις μνήμην όσων πέθαναν το 1987 από θερμοπληξία, λόγω του καύσωνα», όπως μου είχε αναφέρει ο Λ. Τσιριγκούλης σε παλαιότερη συζήτησή μας.
Λήψη από την εγκατάσταση «Το καμένο δάσος» (1987) στην πλατεία Κοραή
Τα πρώην οξυγονούχα δέντρα που μετατράπηκαν σε καμένα, στερώντας τη ζωή που αναπτυσσόταν σε αυτά (λ.χ. αυγά σε φωλιές πουλιών) και εξελισσόταν γύρω τους, έχουν «μία όρθια στάση απόγνωσης», όπως είχε υπογραμμίσει (1987) ο ποιητής Νίκος Καρούζος σε σημείωμά του προς τον Τσιριγκούλη. «Η οικολογική διάσταση στη δουλειά του είναι δεδομένη», είχε σημειώσει (Οκτώβριος 1987, περιοδικό «η νέα Οικολογία») ο ιστορικός τέχνης και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μάνος Στεφανίδης, χαρακτηρίζοντας το έργο του Τσιριγκούλη «καυστικό, βίαιο, λοιδωρεί με τον τρόπο του και κρούει κινδύνους».
Με τις απωθητικές του εικόνες – που είναι πραγματικές – ο Λ. Τσιριγκούλης επιδιώκει να ξορκίσει τον παρόντα ή επερχόμενο «εφιάλτη». Σύμφωνα δε, με τον Στεφανίδη, «ένα έργο τέχνης με οικολογικό περιεχόμενο πολύ λίγο ενδιαφέρεται να είναι ''ωραίο'', τουλάχιστον με την παραδοσιακή έννοια του όρου· πρωτίστως θέλει να είναι αληθινό» και αποκτά εκφραστική εμβέλεια όταν «είναι σε θέση να ανιχνεύσει, τελικά, τις πολιτικές αιτίες των κοινωνικών προβλημάτων».
Λήψη από την εγκατάσταση «Το καμένο δάσος» (1987) στην πλατεία Κοραή
Η εγκατάσταση –τότε– τοποθετημένη μπροστά στην πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών διαβάζεται σήμερα –με όσες πυρκαγιές έχουν μεσολαβήσει από το 1987– ως ένα σχόλιο του 1987 για το μέλλον, και ένα σχόλιο του σήμερα επίσης για το μέλλον. Η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι οι πυρκαγιές δεν θα πάψουν να υφίσταται, το ζήτημα είναι εάν και κατά πόσο ευαισθητοποιούμαστε, τι σκεφτόμαστε ή πράττουμε.
Το βιωματικό στοιχείο είναι βαρύνουσας σημασίας για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε. Ενίοτε, ίσως και ο νους να αποστρέφει τη φοβισμένη σκέψη μίας πιθανής λαίλαπας που κατατρώγει το σπίτι μας –εκείνο που χτίσαμε κι εντός του βρήκαν καταφύγιο τα όνειρα και γεννήθηκαν αναμνήσεις– διότι είναι ένα τραύμα βαθύ. Και γνωρίζουμε ότι κανένα μέτρο απάλυνσης ή ενίσχυσης δεν θα το επουλώσει.
Η εικόνα δεν θα σβήσει, ομοίως και ο ήχος. «Σάλπισμα απειλής ο ήχος της φωτιάς– η φωτιά τρέχει να προλάβει να αφανίσει. Ανυπεράσπιστα της ζωής τους τα δέντρα που λόγω των ριζών τους καταδικάστηκαν σε έναν υποφερτό θάνατο. Βασανισμένα τα μάτια ανθρώπων και ζώων που οι εκκλήσεις για βοήθεια ταριχεύθηκαν από την ενθουσιώδη κραυγή της φωτιάς. Φωτιά, η οντότητα που διαιωνίζεται ρουφώντας ζωή και αφήνοντας στάχτη, οι αυτουργοί στέκονται στο ίδιο σκαλί με τους κηρύσσοντες πόλεμο.
» H κόκκινη λαίλαπα αντίστοιχη της αιμορραγίας της φύσης και κάθε είδους ζωής προτού αυτή απανθρακωθεί. Το χρώμα της φωτιάς δυναμώνει σαν ''φάει'', γίνεται θηρίο αδάμαστο διακατεχόμενο από ακόρεστη δίψα για εξόντωση», όπως είχαμε αναγράψει –μεταξύ άλλων– στο σημείωμά μας Η «Νεκρή φύση» φιμώνει την ανάσα λαμβάνοντας υπόψη τον πίνακα «Νεκρή φύση» του Δημοσθένη Σκουλάκη (1939-2014), ο οποίος τον είχε φιλοτεχνήσει το 2007 με αφορμή τις πυρκαγιές –τότε– στην Πάρνηθα.
Δημοσθένης (Δήμος) Σκουλάκης, «Νεκρή φύση» (2007)
Στον πίνακα του Σκουλάκη, στην εγκατάσταση του Τσιριγκούλη, στις φωτογραφίες των πύρινων μετώπων, στην πραγματικότητα που έχει εγγραφεί στη δική μας όραση, καταδεικνύεται ότι η γη και οι άνθρωποι αιμορραγούν με το φαγοπότι κάθε πυρκαγιάς. Ο πλανήτης μας που πληγώνουμε κραυγάζει παράλληλα με τις ζητωκραυγές της φωτιάς, μόνο που οι κραυγές διαφέρουν και υπερτερούν εκείνες του αφανισμού.