Ζωγράφος, συγγραφέας, γλύπρια, δημιουργός κοσμημάτων και ταπισερί, χαράκτρια, θεατρική συγγραφέας, σκηνογράφος και σχεδιάστρια κοστουμιών ήταν η Λεονόρα Κάρινγκτον (1917-2011) η οποία έζησε μία ζωή σαν μυθιστόρημα. Το έργο και την πολυτάραχη ζωή της ξετυλίγει σε α’ πρόσωπο η ανιψιά της που υπογράφει την επιμέλεια μιας αφιερωματικής έκθεσης στο Σάσεξ.
«Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που ταξίδεψα 5.000 μίλια, προκειμένου να συναντήσω την εξαδέλφη του πατέρα μου. Εβδομήντα χρόνια ήταν ξένη στην οικογένειά μας. Όταν γνώρισα την Λεονόρα Κάρινγκτον, είχε τιμηθεί στη χώρα που την υιοθέτησε, το Μεξικό, όμως παρέμενε ελάχιστα γνωστή στη γενέτειρά της, Βρετανία. Αγνοημένη τόσο από τον κόσμο της τέχνης γενικά, όσο κι από το σπίτι και τη χώρα της.
» Δύο δεκαετίες μετά, η ιστορία είναι εντελώς διαφορετική. Τον Απρίλιο ένας από τους πίνακές της (Les Distractions de Dagobert, 1945) δημοπρατήθηκε στον οίκο Sotheby's της Νέας Υόρκης για 28,5 εκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας την τη Βρετανίδα καλλιτέχνιδα με τις υψηλότερες πωλήσεις στην ιστορία της τέχνης. Τα τελευταία χρόνια οργανώθηκαν αφιερώματα στο έργο της σε όλο τον κόσμο: στη Μαδρίτη και την Κοπεγχάγη, στο Δουβλίνο και την πόλη του Μεξικού, καθώς και στην Tate του Λίβερπουλ.
Λεονόρα Κάρινγκτον, «Les Distractions de Dagobert»
» Τον Ιούλιο, μια έκθεση στη Newlands House Gallery στο Πέτγουορθ του Σάσεξ, πρόκειται να φανερώσει, πέρα από τους ονειρικούς καμβάδες και τη σουρεαλιστική γραφή για την οποία είναι πλέον διεθνώς γνωστή, το ευρύτερο έργο της. Διότι εκτός από ζωγράφος και συγγραφέας, η Κάρινγκτον ήταν γλύπρια, δημιουργός κοσμημάτων και ταπισερί, χαράκτρια, θεατρική συγγραφέας, σκηνογράφος και σχεδιάστρια κοστουμιών. Η έκθεση του Σάσεξ συγκεντρώνει πολλά έργα που, για πρώτη φορά, παρουσιάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο», όπως αναφλερει στι σημείωμά της στη βρετανική Guardian, η Τζοάνα Μούρχεντ.
Όπως η Μούρχεντ συνεχίζει στο σημείωμά της, «τη δεκαετία του 1980 η φεμινιστική κολεκτίβα των Γκερίλα (''The Guerrilla Girls'') δημοσίευσε με μπόλικη δόση ειρωνείας τη λίστα με τίτλο ''Τα πλεονεκτήματα του να είσαι γυναίκα – καλλιτέχνις''. Στα ''συν'', λοιπόν, διαβάζουμε: ''για να αναγνωριστεί η καριέρα σου ενδέχεται να συμπληρώσεις τα 80 έτη και μόνο σε αναθεωρημένες εκδόσεις της ιστορίας της τέχνης''. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Κάρινγκτον. Μετά την πρώτη μου επίσκεψη στο Μεξικό το 2006, την επισκέφτηκα πολλές φορές ως τον θάνατό της το 2011. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών. Συχνά, αστειευόμασταν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας της ότι μια μέρα τα έργα της, όπως αυτά της παλιάς της φίλης Φρίντα Κάλο, θα τυπώνονταν σε μπλουζάκια, τσάντες, μαντίλια και μαγνητάκια ψυγείου.
» Σήμερα έχω τέτοιου είδους αντικείμενα και πολλά ακόμη που ούτε φανταζόμασταν. Όπως η Κάλο που παρέμεινε σχεδόν άγνωστη ως τη μέρα του θανάτου της το 1954 (ο σύζυγός της, Ντιέγκο Ριβέρα, ήταν ο ''διάσημος'' καλλιτέχνης του ζευγαριού), η αναγνώρισή της ήρθε με καθυστέρηση. Οι λόγοι για τους οποίους ορισμένοι καλλιτέχνες γίνονται ''της μόδας'' κατόπιν εορτής, σηκώνει μεγάλη κουβέντα. Η Κάρινγκτον όπως και η Κάλο, είχε μια ζωή σαν μυθιστόρημα».
Κατά την αφήγησή της, η Τζοάνα Μούρχεντ, αναφέρει: «Το 1937 (σ.σ η Κάρινγκτον) εγκατέλειψε την οικογένειά της και την Αγγλία για να συναντήσει τον εραστή της, Μαξ Ερνστ, στο Παρίσι. Έτσι, έγινε το νεότερο μέλος ενός κύκλου που περιλάμβανε τον Πικάσο, τον Νταλί, τον Ντυσάν και τον Μιρό. Μετά από μια ειδυλλιακή 18μηνη ζωή με τον Ερνστ σε μια αγροικία στη νότια Γαλλία που διατηρείται ακόμη σήμερα γεμάτη από τα έργα τους, κατέφυγε στην Ισπανία και, μετά από μια επεισοδιακή νοσηλεία σε ψυχιατρείο – που τη χάραξε για πάντα – δραπέτευσε από τη ρημαγμένη από τον πόλεμο Ευρώπη, αρχικά για τις ΗΠΑ και κατόπιν για το Μεξικό.
Λεονόρα Κάρινγκτον και Μαξ Ερνστ
» Παρόμοια με την Κάλο, το έργο της Κάρινγκτον είναι συνυφασμένο με τις εμπειρίες της. Κάποτε μου εξομολογήθηκε πως ό,τι έκανε, τόσο στην τέχνη όσο και στο γραπτό της, ήταν δεμένο με τη ζωή της. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος σήμερα είναι πως οι ανησυχίες της – ασυνήθιστες και παράδοξες για την εποχή της – είναι πλέον στο κέντρο της δημόσια συζήτησης. Οικολογία, φεμινισμός, διασύνδεση διαφόρων μορφών ζωής, πνευματικότητα έξω από την οργανωμένη θρησκεία, όλα τα καίρια ζητήματα των ημερών απασχόλησαν την Κάρινγκτον πριν από ογδόντα χρόνια.
» Οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι μπροστάρηδες στον καιρό τους. Ξεπερνούν τα όρια, δοκιμάζουν νέες ιδέες, ταρακουνούν την καθεστηκυία τάξη με τον τρόπο που δουλεύουν. Δεν αναζητούν μια ''βολική'' συνθήκη. Είναι ανήσυχοι, πάντοτε σε επαγρύπνηση για νέες προκλήσεις. Όλα αυτά ήταν η Κάρινγκτον. Ο φίλος και προστάτης της Έντουαρντ Τζέιμς, πάτρωνας του Νταλί και του Μαγκρίτ, έγραψε το 1975: ''Ποτέ δεν εγκατέλειψε την αγάπη της για πειραματισμούς. Το αποτέλεσμα είναι ότι μπόρεσε να διαφοροποιηθεί και να δοκιμαστεί σε εκατό ή περισσότερες τεχνικές στην έκφραση των δημιουργικών της δυνάμεων. Συνεχώς αξιοποιούσε νέα μέσα που τη βοήθησαν να δώσει μορφή στις ιδέες της''».
«Leonora Carrington: Rebel Visionary»
Η Λεονόρα Κάρινγκτον μπροστά από έναν από τους πίνακές τους
Αναφορικά με τη «Leonora Carrington: Rebel Visionary» που θα ανοίξει τις πύλες της στις 12 Ιουλίου, στη Newlands House Gallery, η Τζοάνα Μούρχεντ σημειώνει: «Η νέα έκθεση που επιμελούμαι, συγκεντρώνει περισσότερα από 70 έργα της Κάρινγκτον, τα περισσότερα από τα οποία δεν έχουν παρουσιαστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Περιλαμβάνει μια σειρά από μάσκες που έγιναν για μια θεατρική παραγωγή κατά τη δεκαετία του 1950 (''The Tempest''), καθώς και μια συλλογή από σχέδια κοστουμιών για το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου στη Νέα Υόρκη το 1974 (''The Dybbuk'' ή ''Between two Worlds''). Το αφιέρωμα δίνει έμφαση στο άγνωστο έργο της Κάρινγκτον για το θέατρο.
» Έγραψε διάφορα έργα, μεταξύ αυτών την ''Πηνελόπη'' τη ''Τζούντιθ'', και τα δύο με ισχυρούς γυναικείους χαρακτήρες. Το θεατρικό της έργο ''The Story of The Last Egg'' (Η ιστορία του τελευταίου αυγού) που γράφτηκε το 1970, είναι προπομπός του ''The Handmaid’s Tale'' (1985) της Μάργκαρετ Άτγουντ (σημ. η κοσμαγάπητη ''Η ιστορία της υπηρέτριας'' μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση), όπου περιγράφει ένα δυστοπικό κόσμο στον οποίο οι άνδρες κυριαρχούν.
» Το επαναστατικό πνεύμα της Κάρινγκτον διατρέχει την έκθεση. Ως οικότροφη μαθήτρια την έδιωξαν από πολλά θρησκευτικά κολέγια, ''επειδή δεν συνεργάστηκε στη δουλειά, ούτε καν στο παιχνίδι'', θυμόταν να λένε οι μοναχές. Αργότερα, ως νεαρή δεσποινίδα του Λονδίνου, οι γονείς της ήλπιζαν πως θα έβρισκε έναν ''κατάλληλο'' σύζυγο. Αντ' αυτού, πήγε κι ερωτεύτηκε τον διαζευγμένο καλλιτέχνη, εντελώς ακατάλληλο για τα πρότυπα των Κάρινγκτον. Όταν έφυγε από το πατρογονικό σπίτι της στο Λανκασάιρ για να συναντήσει τον Ερνστ στο Παρίσι, ο πατέρας της Χάρολντ, την ειδοποίησε ότι δεν θα ήταν πλέον μέλος της οικογένειας. Δεν τον ξαναείδε ποτέ.
» Ακόμη και μετά την περίοδο της νιότης, η επαναστατική της φύση συνεχίστηκε ως το τέλος. Η Κάρινγκτον δεν ταίριαξε πουθενά. Έκοψε δεσμούς με το ''επίσημο'' σουρεαλιστικό κίνημα όταν έφυγε από τη Νέα Υόρκη το 1942 κι έτσι δεν τράβηξε την προσοχή των δημοσιογράφων και των ιστορικών της τέχνης (αν δεν είχαμε συγγένεια, δεν θα με καλοδεχόταν ποτέ στη ζωή της). Στα 50 και στα 60 της πέρασε μεγάλες περιόδους ζώντας μόνη στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Κάποτε μου εκμυστηρεύτηκε πως την έβγαζε μόνο τρώγοντας παγωτό για να συντηρηθεί».
Η Λεονόρα Κάρινγκτον στο εργαστήριό της
Η Τζοάνα Μούρχεντ συνεχίζει: «Στα τέλη του '80, έχοντας συμπληρώσει πια τα 90 της χρόνια, επαναστατούσε ενάντια στο γήρας. Είχε ήδη γράψει την ιστορία της Μάριαν Λέδερμπι στη νουβέλα με τίτλο ''The Hearing Trumpet'' (''Το ακουστικό κέρας'' κυκλοφορεί στα ελληνικά σε έξοχη μετάφραση της Μαρίας Φακίνου από τις εκδόσεις Αίολος). Δημοσιεύτηκε το 1974, όταν η Λεονόρα είχε πενηνταρήσει. Εκεί, περιγράφει έναν αλλόκοτο οίκο ευγηρίας, όπου οι τρόφιμοι ανατρέπουν όλες τις συμβάσεις για να κυνηγήσουν το Άγιο Δισκοπότηρο και να πραγματοποιήσουν το ταξίδι των ονείρων τους στη Λαπωνία (σημ. φανταστείτε μια έκθεση της Κάρινγκτον στην Ελλάδα με συνταξιδιώτη τον δικό μας ποιητικό ''γεωγράφο'' Γιάννη Σκαρίμπα).
» Σε όλη της τη ζωή η Κάρινγκτον δεν σταμάτησε να εργάζεται. Το σπίτι της στο Μεξικό που ανακαινίστηκε πρόσφατα για να γίνει μουσείο, περιλαμβάνει το εργαστήρι της. Όμως εκείνη δούλευε σε όλους, ανεξαιρέτως, τους χώρους του σπιτιού. Τη δεκαετία του 1950 μαζί με την οικογένειά της – τον Τσίκι, έναν Ούγγρο φωτογράφο που γνώρισε και παντρεύτηκε αφού έφτασε στο Μεξικό, και τους γιους τους Γκαμπριέλ και Πάμπλο – συγκατοικούσε με μια οικογένεια Μεξικανών εργατών στα υφάσματα. Τα τελευταία χρόνια, μη μπορώντας πια να ζωγραφίσει, στράφηκε στη γλυπτική, μεταφέροντας μεμονωμένες φιγούρες από το ζωγραφικό της έργο. Κάθε φορά που την επισκεπτόμουν, άφηνε για λίγο το τσάι μας στην κουζίνα προκειμένου να δώσει οδηγίες στον βοηθό της που δούλευε τα απόκοσμα γλυπτά της. Πολλά από αυτά θα συναντήσει κανείς στη Newlands House Gallery».
Από την Τζοάνα Μούρχεντ στη Guardian. Για τη μεταγραφή Γιώργος Μυλωνάς
Leonora Carrington: Rebel Visionary στη Newlands House Gallery, Petworth, Sussex, από 12 Ιουλίου έως 26 Οκτωβρίου.