Θα μπορούσε να είναι ένα φιλοσοφικό παραμύθι αν δεν ήταν η μεγάλη διαδρομή της Ευδοξίας για να βρει την Ψυχή, ονειρευόμενη τα φτερά της. Ένα μεγάλο ταξίδι μέσα από την μυθολογία και την ιστορία, τον ορφισμό και επί της περιφερείας του κύκλου, πραγματοποιώντας όλες τις κομβικές συναντήσεις: με τον άνδρα που θρηνεί για την ανυπαρξία του Θεού στον ποταμό Ληθαίο, τον ασκητή που αυτοπεριορίζει τον εαυτό του να μη βγει απ’ το κελί του, την Περσεφόνη και τον Ορφέα στον Άδη έως εκείνο το παράξενο κοριτσάκι που θα την ξεκλειδώσει, τη Μέλπω. Ένα ταξίδι αυτογνωσίας με ό,τι μας έχει παραδώσει ως σήμερα η ανθρώπινη γνώση.
Ελένη Λαδιά «Επί της περιφερείας του κύκλου», εκδ. Gema
Θα μπορούσε να είναι μια μυστικιστική φιλοσοφική αυτοβιογραφία. Θα μπορούσε να είναι η ίδια η συγγραφέας στη θέση της Ευδοξίας στο μεγάλο διπλό και τριπλό ταυτοχρόνως ταξίδι της ζωής της: στον ορατό και στον αόρατο κόσμο. Μέσα από την Ιστορία και την Μυθολογία, το καθημερινά εκτυλισσόμενο θαύμα και στα παράξοδα της ζωής που θεωρούνται ήδη δεδομένα για όλους, φτάνει να τα γνωρίσεις ώστε να τα αναγνωρίσεις. Κάτι που η πνευματική σκευή της Ελένης Λαδιά ήδη τα ξέρει, τα κάνει καλά και ακόμα τα προσπερνά.
Με σπουδές αρχαιολογίας και θεολογίας και πολλά βραβευμένα μυθιστορήματα και δοκίμια στο ενεργητικό της, η συγγραφέας προσεγγίζει με τρόπο άμεσο και απλό, μέσα από μια νουβέλα παραμυθητική και παραβολική τις μεγάλες αλήθειες και τα παράδοξα της ζωής. Τους κάβους που όλοι κάποια στιγμή θα περάσουμε φτάνει να τους αναγνωρίσουμε για να τους ανακαλύψουμε, σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας που όλοι μας κάνουμε εκόντες άκοντες κάποια στιγμή στη ζωή.
Η σοφή νουβέλα πρωτοεπίπεδα είναι σαφής και φαίνεται απλή φτάνει να παραμείνουμε ανοιχτοί στα ενδεχόμενα σαν παιδιά.
Στην νουβέλα «Επί της περιφερείας του κύκλου» η ηρωίδα Ευδοξία στον δρόμο για την εύρεση της ψυχής, αντιμετωπίζει τα πλέον παράδοξα και παραμυθένια: βλέπει στον ποταμό Ληθαίο να κάθεται ένας άνδρας και να θρηνεί για την ανυπαρξία του Θεού. Σε ένα μοναστήρι, όπου μία φορά το έτος ζωντανεύει μία τοιχογραφία του, γνωρίζει τον ασκητή που έβαλε ο ίδιος τάμα στον εαυτό του να μην βγει από το κελί του. Αντικρίζει ολοφάνερα την μυθολογική σκηνή με τον Ορφέα στον Άδη και τον διαμελισμό του από τις Μαινάδες.
Συναντιέται με τον ορφικό μύστη, ο οποίος θέλει και αγωνίζεται να βγει από τον ασφυκτικό κλοιό του κύκλου. Συναντά τον διάβολο, που τώρα είναι μεταμφιεσμένος σε βρέφος και κλαίει και εξαπατά. Προσπαθεί να μάθει από τον Παράδοξο άνδρα, ο οποίος υπήρξε ο αντιφατικός μέντορας της με το σύνθημα «ολοψύχως στην Τέχνη» πριν τον πάρουν οι Ζεφυρίτιδες Αύρες.
Θα αναγκαστεί, τέλος, η Ευδοξία να αποχωριστεί με ανυπόφορο πόνο τα ποθητά φτερά και θα σωθεί από ένα παράξενο κοριτσάκι που ονομάζεται Μέλπω που ήταν η ψυχή της λεύκας. Θα παγιδευτεί στον ύπνο της στην χώρα των Φθονερών, οι οποίοι θα θέλουν να της ξεριζώσουν τα φτερά. Αλλά θα την σώσει η μικρή Μέλπω, τελικά.
Στο μεταξύ θα μάθει όλα τα μυστικά των κατόπτρων που αν δεν είσαι ήδη υποψιασμένος μπορούν να σε κατακερματίσουν τελικά, θα δει την Περσεφόνη να λούζεται και τον Δία να την παραμονεύει, θα ξαναζήσει τον μυθικό διαμελισμό του Διονύσου από τους Τιτάνες. Για να μάθει να μη βιάζεται και να αρκείται στην περιφέρεια του κύκλου για την ώρα, να περπατά. Κατά πως θα την συμβουλεύσει ο Παράδοξος άνδρας:
«Κατά την πορεία σου θα βαδίζεις πάντα στην επιφάνεια του κύκλου. Αν βγεις έξω από την περιφέρεια, θα πέσεις στα εξωτερικά σημεία του κύκλου. Κι αν πέσεις εντός της περιφέρειας , θα πέσεις στα εσωτερικά σημεία του κύκλου, θα σπάσεις επίσης, τα όρια και θα παγιδευτείς. Λοιπόν, πρόσεξε, πάντα στην περιφέρεια του κύκλου».
Μια νουβέλα αυτογνωσίας αριστοτεχνικά γραμμένη βαδίζοντας απαλά απαλά επάνω στα σταθερά σύμβολα των Ιδεών. Ένας τρόπος ζωής βαθειάς και αποκαλυπτικής από μια καλή γνώστη όλης της ανθρώπινης σοφίας και της θείας και μυθολογικής μαγείας.
Ένα βιβλίο για πολλούς, αποκαλυπτικό. Αλλά έτσι ή αλλιώς αναγνωστικά όλοι καλά θα περάσουν, εξάλλου όλα τα σημαντικά έτσι δεν μας δόθηκαν, τελικά; Παραβολικά;
Υπενθυμίζουμε ότι η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα είναι: "Χάλκινος ύπνος", "Αποσπασματική σχέση", "Η θητεία", "Τα άλση της Περσεφόνης", "Η Χάρις", "Οι ποταμίσοι έρωτες", "Τα ψυχομαντεία και ο υποχθόνιος κόσμος των Ελλήνων". Έχει τιμηθεί με το Β΄ Κρατικό βραβείο (1981) για τη συλλογή "Χάλκινος ύπνος" και με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για την "Ωρογραφία" (1999) και με το Κρατικό βραβείο Διηγήματος (2007) για τη νουβέλα "Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι". Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα σλοβένικα, τα γαλλικά και τα αγγλικά. Το μυθιστόρημά της "Χι ο Λεοντόμορφος" στα σέρβικα και "Η Χάρις" και "Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι" στα ρουμάνικα. Οι "Ομηρικοί ύμνοι" σε μτφ. Δ. Π. Παπαδίτσα - Ε. Λαδιά έχουν μεταφραστεί στα φιλανδικά. Άρθρα και μελετήματά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες της χώρας.
Δείγμα γραφής:
«Κάτω ἀπό δένδρο τήν βρῆκε ἕνα κοριτσάκι, περίπου ὀκτώ ἐτῶν, πού ξεπήδησε μπροστά της σάν πνεῦμα τῆς βλάστησης. Ἴσως λοιπόν νά μήν ἦταν τυχαία ἡ σύνδεσή του με τό δένδρο.
Ἴσως τά πολύ φουντωτά του μαλλιά νά φανερώνουν τήν καταγωγή του ἀπό δένδρο, σκέφτηκε ἡ Εὐδοξία, πού θυμήθηκε τό παραμύθι μέ τήν Μέλπω, τό κοριτσάκι πού δενδροποιήθηκε καί τά μαλλάκια του ἔγιναν σιγά-σιγά κλαδιά. Μία παιδική ἱστορία πού τρόμαζε τότε τήν μικρή Εὐδοξία, ἀφοῦ εἶχε ἴδια μαλλιά μέ τήν Μέλπω. Κάθε πρωί, ἔτρεχε στόν καθρέφτη νά δεῖ τά μαλλιά της καί νά ἠρεμήσει πού δέν ἔγινε δένδρο.
«Πῶς σέ λένε;» ρώτησε τήν μικρή, ἡ ὁποία τήν κοιτοῦσε μέ κατάπληξη.
«Δέν ξέρω, δέν ἔχω σταθερό ὄνομα, μέ φωνάζει κανείς ὅπως θέλει, κατά τήν ἔμπνευση τῆς στιγμῆς».
«Νά σέ λέω Μέλπω;» ρώτησε μέ δισταγμό ἡ Εὐδοξία.
«Ναί», εἶπε ἡ μικρή χαρούμενη. «Πολύ ὄμορφο ὄνομα».
Γιά φαντάσου, ἀναλογίσθηκε ἡ Εὐδοξία, τά πολλά ὀνόματα φωτίζουν πτυχές τῆς προσωπικότητας ἑνός ἀτόμου. Κι αὐτός πού δίνει τό ὄνομα, ὁ νονός ἄς ποῦμε τῆς στιγμιαίας ἔμπνευσης, ἀνακαλύπτει πρῶτα μία πτυχή καί μετά κάνει τήν ἀέρινη βάπτιση, πού χρησιμοποιεῖται μόνον γιά τά μελλοθάνατα βρέφη. Καί τώρα καθόταν ἀπέναντί της ἡ Μέλπω, τό κορίτσι τοῦ παραμυθιοῦ μέ τά φουντωτά μαλλιά.
«Τί ἐμπειρία κι αὐτή...», μουρμούρισε, «ἕνα παιδί μέ κανένα ἤ πολλά ὀνόματα. Τί μυστήριο κι αὐτό...»
Τό κοριτσάκι τήν ἄκουσε καί εἶπε ἀμέσως: «Ναί, αὐτό τό μυστήριο ἀνήκει στά θολωτά μυστήρια».
«Θολωτά μυστήρια; Τί σημαίνει αὐτό;» ρώτησε μέ περιέργεια, γιατί αὐτή γνώριζε μόνον γιά τούς θολωτούς μυκηναϊκούς τάφους, ἀλλά δέν ἤθελε νά ἀνοίξει μιά μακάβρια συζήτηση μέ τό παιδί.
«Κι ὁ τάφος εἶναι ἕνα μυστήριο», ἀπάντησε τό κοριτσάκι, ἐμπνευσμένο σάν μικρή Πυθία, χωρίς τήν γεύση τῶν δαφνόφυλλων. «Ἔτσι, ὁ θολωτός τάφος γίνεται ἕνα θολωτό μυστήριο, δηλαδή ἕνα μυστήριο πού δέν ἔχει σταθερά στοιχεῖα, ὅπως ἐγώ πού δέν ἔχω σταθερό ὄνομα, ἀλλά τοῦ δίνει ὁ καθένας ἄλλο σχῆμα καί περιεχόμενο».
Ἡ Εὐδοξία εἶχε ἀπό τήν ἀρχή καταλάβει πώς αὐτό τό πλάσμα δέν ἦταν τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά τώρα βεβαιώθηκε.
«Καί σύ δέν εἶσαι τοῦ κόσμου τούτου».
Ἀκόμη μία φορά εἶχε ἐκμαιεύσει τήν σκέψη της. «Εἶσαι ἕνας ἄγγελος», συμπλήρωσε μέ βεβαιότητα, προκαλώντας ὅμως τό χαμόγελο τῆς Εὐδοξίας. «Ὄχι, ἄνθρωπος εἶμαι, μήν παρασύρεσαι ἀπό τά φτερά».
«Δέν εἶναι μόνον τά φτερά, εἶναι καί ἡ ξανθή σου κόμη, τά γαλάζια σου μάτια, εἶσαι ὅμοια μέ τίς ζωγραφιές τῶν ἀγγέλων. Κι ἄλλωστε οἱ ἄνθρωποι, σπανίως βεβαίως, γίνονται καί ἄγγελοι. Δέν δίνονται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους φτερά».
Ἡ φωνή τοῦ παιδιοῦ ἀκούστηκε ἀποσταμένη, λές καί προερχόταν ἀπό τό πρῶτο σπήλαιο τοῦ κόσμου. Φωνή γηραιᾶς Πυθίας, γιατί γραῖες ἦταν οἱ Πυθίες μετά τήν πειρατική ἁρπαγή τῆς νεαρᾶς, πού ὑπηρετοῦσε τότε στό δελφικό μαντεῖο.
«Ὅταν θελήσεις κάτι βαθειά, ἀπό καρδιᾶς, σοῦ δίνεται. Κι ἐγώ ἀπό μικρό παιδάκι, ὅπως εἶσαι τώρα ἐσύ, ἐπιθυμοῦσα νά βγάλω φτερά, γιά νά πετῶ. Μοῦ φαινόταν πάντα ἐξαίσιο τό πέταγμα τῶν πουλιῶν. Κι ἐγώ εἶχα ζωγραφιές μέ ἀγγέλους στά παιδικά μου τετράδια, ξανθωπούς μέ ἀλαβάστρινο πρόσωπο ἀγγέλους μέ μεγάλες φτεροῦγες, πού σέ δύσκολους καιρούς ἀνοίγουν καί γίνονται στέγη γιά τούς ἀνθρώπους. Γιατί ὁ ἄνθρωπος, νά ξέρεις, πάντα χρειάζεται μία στέγη. Γι’ αὐτό κι ὁ οὐρανός εἶναι μία ἀπέραντη στέγη».
«Ἤ τά δένδρα», συμπλήρωσε τό κορίτσι. «Κι αὐτά γίνονται στέγες».
«Κι ἐσύ ποιά εἶσαι; Ἀπό ποῦ ξεφύτρωσες;» ρώτησε ἡ Εὐδοξία.
«Εἶμαι ἡ ψυχή τῆς λεύκας πού ξερρίζωσαν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τό ἔδαφος. Μιᾶς ξερριζωμένης λεύκας», ἀναστέναξε.
Ἡ Εὐδοξία θυμήθηκε τήν ἐφιαλτική σκηνή τοῦ παρελθόντος, τήν ὄμορφη λεύκα τοῦ κήπου σέ ἕνα ὀρεινό χωριό, στό σπίτι τῆς γιαγιᾶς της. Ἡ γιαγιά, πρίν ἀπό πολλά χρόνια, εἶχε φυτεψει τό δένδρο καί τό καμάρωνε βλέποντας τήν ἀνάπτυξή του. Τό καμάρωνε καί ἡ Εὐδοξία κατά τίς λίγες ἡμέρες πού πήγαινε στό χωριό. Ὅμως κάποτε..., κι εὐτυχῶς πού εἶχε πεθάνει ἡ γιαγιά, ζηλόφθονοι γείτονες εἶπαν πώς ἡ λεύκα τούς ἐνοχλεῖ. Κι ἔφθασαν οἱ δήμιοι τῶν δένδρων, που μέ μπαλτάδες καί τσεκούρια τό κακοποίησαν καί τό σκότωσαν. Τά ἀσημένια φύλλα κυλίστηκαν στό ἔδαφος σάν λάφυρα.
Ἡ Εὐδοξία ἔτρεξε στό δάσος κλαίγοντας μέ ἀναφυλλητά. Ἐπέστρεψε στό σπίτι, ὅταν πλάκωσε τό σκοτάδι. Κι ἔφυγε νωρίς τό πρωί, γιά νά μήν ξαναδεῖ τά λείψανα τοῦ δένδρου. Δέν ξαναεπισκέφθηκε τό χωριό: τώρα δέν ὑπῆρχε οὔτε γιαγιά οὔτε λεύκα.
«Φεύγουν οἱ ψυχές τῶν δένδρων, ὅπως καί τῶν ἀνθρώπων», εἶπε τό κορίτσι, πού ἔγινε πλέον ἡ Μέλπω τῆς Εὐδοξίας. «Εἶναι ἀληθινή ἡ μυθολογική ἄποψη πώς κάθε νύμφη ἦταν δεμένη μέ τό δένδρο της. Τώρα ὅμως ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι δεμένος μέ τό δένδρο του, εἴτε τό ξέρει εἴτε ὄχι. Κι ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, τό δένδρο περιμένει μία ἄλλη ψυχή. Ὅμως ἐγώ πού δέν ἔχω δένδρο», δάκρυσε ἡ Μέλπω, «θά σβήσω μέ τόν θάνατό μου».
«Τότε θά σβήσω κι ἐγώ», εἶπε ἡ Εὐδοξία, γιά νά τῆς συμπαρασταθεῖ.
«Ὄχι, γιατί ἐσύ εἶσαι ἄγγελος, σοῦ δόθηκαν φτερά, ξέφυγες ἀπό τήν μοίρα τῶν δενδρανθρώπων».
«Δέν εἶμαι, γλυκό μου κορίτσι, ἀλλά θά σοῦ πῶ πώς εἶδα ἄγγελο, ὅταν κάποια φορά ἤμουν ξαπλωμένη καί ἔκλαιγα, γιατί μέ εἶχε κυριεύσει μία συμπαντκή λύπη. Τότε, στήν σκοτεινιά τοῦ μυαλοῦ μου, ἔλαμψε μία εἰκόνα: ἄνοιξα τά μάτια καί εἶδα ἕναν ἄγγελο, ψηλό καί κατάξανθο, νά ἀκουμπᾶ στό κρεββάτι, νά μοῦ χαϊδεύει τό κεφάλι καί νά μοῦ ψιθυρίζει μία λέξη: “δράση”. Κι ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἐπέστρεψα στόν κόσμο μέ τίς χαρές, τά αἰνίγματα καί τά δεινά του. Ἐκεῖνο πού εἶδα ἦταν ἕνας πραγματικός ἄγγελος, κι ὄχι ἄνθρωπος μέ φτερά».
Ἡ Μέλπω ἔσκυψε τό κεφάλι· χρώματα ἐντροπῆς πορφύρωσαν τίς παρειές της καί ρώτησε: «Ἄν ἐσύ δέν εἶσαι ἀληθινός ἄγγελος, πές μου πῶς νά δῶ ἕναν ἀληθινό;»
Ἡ Εὐδοξία σήκωσε τούς ὤμους δηλώνοντας τήν ἄγνοιά της. Θά ἤθελε νά τῆς πεῖ πώς εἶναι ἐπικίνδυνο νά δεῖ κανείς ἕναν ἀληθινό ἄγγελο, γιατί μέ τήν σειρά βλέπει κι ἕναν ἀληθινό διάβολο. Δέν τῆς εἶπε ὅμως τίποτα, γιά νά μήν τήν τρομάξει. Ἦταν ἕνα κοριτσάκι, ἡ ψυχή μιᾶς ξεριζωμένης λεύκας!
«Ἴσως κάποτε θά δεῖς, Μέλπω».
«Μακάρι», ἀπάντησε μέ κάπως βραχνή φωνή. «Γιατί εἶμαι ἀπογοητευμένη ἀπό τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Στρέφει τό βλέμμα του μακρυά, ἀναπτύσσει τήν τεχνολογία σέ βάρος τῆς ψυχῆς καί τοῦ ἐνστίκτου, θέλει νά ἐπισκεφθεῖ τά ἀστέρια καί ἄλλους κόσμους, ἐνῶ ὑπάρχει γύρω του ἕνας ἄγνωστος, θαυμάσιος κόσμος. Πραγματικά ἕνα κόσμημα! Ὁ ἄνθρωπος δέν ξέρει πώς ὅλα ἔχουν φωνή καί ἀκοή. Τό σύμπαν ἀκούει μέ διάφορους ἤχους καί μιλᾶ μέ πάμπολλες φωνές, ἀλλά τό σύμπαν δέν εἶναι Θεός, ὅπως ὑπονοοῦν ἤ λένε ἄνθρωποι πού φοβοῦνται ἤ ντρέπονται νά ποῦν πώς ὑπάρχει Θεός. Ἀναφέρουν μόνον τό σύμπαν. Ὅμως τό σύμπαν εἶναι ἁπλῶς τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὁ Θεός.»