Ο Δαβίδ του Μικελάντζελο με τα μάτια της Κανκ
Shutterstock
Shutterstock

Ο Δαβίδ του Μικελάντζελο με τα μάτια της Κανκ

«Ποιο ήταν πιο σημαντικό πολιτιστικά, η Αναγέννηση ή το “Single Ladies” της Μπιγιονσέ;» ρωτάει με κάθε σοβαρότητα τον ακαδημαϊκό. Ο Κεμπ κάνει μια παύση προτού απαντήσει υπομονετικά: «η Αναγέννηση προσπαθούσε να μεταρρυθμίσει την κουλτούρα στο σύνολό της, λέει, και «ό,τι κι αν κάνει η Μπιγιονσέ, δεν νομίζω ότι έχει αυτήν τη φιλοδοξία».

Η Νταϊάν Μόργκαν υποδύεται την ανίδεη συνομιλήτρια Φιλομίνα Κανκ στη βρετανική τηλεόραση επί σχεδόν μια δεκαετία, αλλά ήταν το Netflix που είδε στον προβοκατόρικο χαρακτήρα της μια δυναμική έξω από το Ηνωμένο Βασίλειο και την έκανε γνωστή στους συνδρομητές της δημοφιλούς πλατφόρμας.

Η σειρά των πέντε επεισοδίων του BBC «Η γη με τα μάτια της Κανκ» (Cunk on Earth) είναι παρωδία ενός οικείου βρετανικού προϊόντος, της σαρωτικής ιστορίας του πολιτισμού που δεν έχει αλλάξει δραματικά από το «Civilisation» του Κένεθ Κλαρκ πριν από μισό αιώνα.

Είναι σαφές, όμως, ότι έχει αλλάξει πια ο τρόπος που μιλάμε για την Ιστορία. Στον ευφάνταστο λόρδο Κλαρκ (και υπέρμαχο της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα) οφείλουμε την πρώτη τηλεοπτική – γι’ αυτό και εκλαϊκευμένη – ιστορία της τέχνης.

Μόνο που η απόσταση που μας χωρίζει από την αφήγησή του με την έλευση της ψηφιακής εποχής, μοιάζει αστρονομική. Στον καιρό του οι άνθρωποι ταξίδευαν στα μνημεία μέσα από την τηλεόραση. Στις μέρες μας το ίδιο το μνημείο ή το έργο τέχνης αποκαλύπτεται στην οθόνη του κινητού με τόση ευκρίνεια που δεν πιάνει το βιολογικό μάτι.

Πώς, λοιπόν, να μιλήσεις για τον πολιτισμό την εποχή του διαδικτύου; H στρατηγική της σειράς στο Netflix φαίνεται απλοϊκή. Η Κανκ και οι συγγραφείς του ντοκιμαντέρ, με επικεφαλής τον δημιουργό του «Black Mirror», Τσάρλι Μπρούκερ, χρησιμοποιούν την απόλυτη άγνοια ως εργαλείο τόσο για το χιούμορ – από απλά γλωσσικά λάθη έως παραφράσεις κειμένων – όσο και για κοινωνική σάτιρα, υπόγεια αλλά βιτριολική.

Σε αυτό συνηγορεί το ανυποψίαστο ύφος της 47χρονης Κανκ – που παραμένει αγέλαστη – και οι συνεντεύξεις της με καθηγητές που, προφανώς, είναι υποψιασμένοι για το τι πρόκειται να αντιμετωπίσουν (παρόλο που τα ερωτήματα, συχνά, τους ξεπερνούν). Η Κανκ θέτει με ανορθόδοξο τρόπο τα ερωτήματα και με χιούμορ συζητά τα απολύτως σοβαρά.

Στο τρίτο επεισόδιο της σειράς με τίτλο «Η Αναγέννηση δεν θα μεταδοθεί», στέκεται πίσω από τον Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου και σχολιάζει με απορία τους γλουτούς του αγάλματος. Η αλήθεια είναι ότι έχεις πολλά να θαυμάσεις στο έργο. Είναι γοητευτικός ο διάλογος που έχει με τα αντίστοιχα έργα της αρχαιότητας.

Προσωπικά, άρχισα να αναρωτιέμαι: τι άραγε ώθησε τη Σινιορία της Φλωρεντίας να παραγγείλει στον Μικελάντζελο ένα γλυπτό του προφήτη και βασιλιά Δαβίδ και, τελικά, να το στήσει στην κεντρική πλατεία μπροστά στο μέγαρό της;

Η ιστορία χρειάζεται για να μάθουμε την πολιτική κατάσταση της εποχής και να καταλάβουμε την ψυχολογία των μελών της Σινιορίας: μιλάμε για περίοδο που η πόλη αντιμετώπιζε κίνδυνο από την άλλοτε κυρίαρχη οικογένεια των Μεδίκων. Τώρα, οι Μέντιτσι θεωρούνταν, όχι απλώς επιθετικοί, αλλά τύραννοι, και είχαν εκδιωχθεί από τη Φλωρεντία. Ο Δαβίδ, λοιπόν, εξεικόνιζε αυτή την ίδια την πόλη, έδινε πρότυπο για μίμηση στους κατοίκους της.

Δεν πρέπει να λησμονούμε κι αυτό: το άγαλμα γεννήθηκε λίγο μετά τον Σαβοναρόλα (ο μανιασμένος καλόγερος που ζητούσε την κατάργηση κάθε ηδονής κι έστελνε στην πυρά κάθε αμαρτωλό.) Ο Δαβίδ, λοιπόν, μας λέει και κάτι άλλο: έχει πάνω του το ηρωικό στοιχείο, ένα πνεύμα αντίστασης στην εκκλησία του σαβοναρολισμού, αντίστασης στην καταδίκη της γύμνιας και της αισθητικής.

Στον πόλεμό τους με την εκκλησία οι αστοί, στήριξαν την τέχνη που έβαζε τις αφηγήσεις της Βίβλου (που έως τότε επιδέχονταν αυστηρώς και μόνο θεολογικές και λατρευτικές προσεγγίσεις), παρέα με τα θέματα της ελληνορωμαϊκής μυθολογίας. Έτσι, έγιναν θέματα της τέχνης (όχι πια μόνο της θρησκευτικής αλλά και της λεγόμενης κοσμικής, της secular), σκηνές από τη μυθολογία – την ελληνορωμαϊκή και τη βιβλική μαζί.

Όλα έγιναν μύθοι. Με τη λέξη μύθος στην Αναγέννηση νοούσαν τις παράδοξες (και μάλλον απίστευτες) αφηγήσεις. Έτσι, η Φλωρεντία ζήτησε τον Δαβίδ. Κι άρα, το άγαλμα αυτό μας λέει πως η μικρή πόλη δεν είναι οπωσδήποτε και αδύναμη, ενώ παράλληλα στέκεται μπρος μας ως άμεση και ισχυρή απόρριψη της θρησκευτικής ηθικής αντίληψης. Είναι ένα άγαλμα του οποίου η γλώσσα θέλει να έχει συγγενική σχέση με την αρχαιότητα, μια σχέση ιδεολογικής επιλογής και όχι ιστορικής συνέχειας.

Πρόκειται, βέβαια, για τη γλώσσα της Αναγέννησης, κι όχι ενός μόνον αγάλματος. Και στηρίζεται στην παρερμηνεία της αρχαιότητας από την Αναγέννηση – μια παρερμηνεία που θα την αποδώσουμε τονίζοντας πως το αρχαίο άγαλμα δεν υπήρξε καθαρώς αισθητικό γεγονός, αλλά και λατρευτικό. Αισθητικό και μόνο έγινε από μας, από το μετά Χριστόν κοινό του.

Πόσον όμως αυτά τα στοιχεία μετέχουν της αισθητικής του αγάλματος; Υπάρχει μια άποψη που λέει πως δεν αποτελούν αυτά ερμηνεία του έργου. Ένα έργο τέχνης πρέπει να μεταδίδει άμεσα αυτό που θέλει. Η αισθητική αξία του έργου τέχνης, γλυπτού ή λογοτεχνικού ή άλλου, αναδύεται σαν αύρα από το έργο. Οπότε, το ερώτημα είναι: ποια τέχνη έχει ο Δαβίδ, πέραν από τις πολιτικές και ιστορικές εξηγήσεις; Πως απέδωσε ο γλύπτης αυτά που ήθελε να πει;

O Μιχαήλ Άγγελος (Μικελάντζελο). Πηγή: Shutterstock

Δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι ο γλύπτης ήθελε να συγκριθεί με τους αρχαίους Έλληνες, διότι στην εποχή του δεν είχαν ανακαλυφθεί σπουδαία έργα Ελλήνων. Πιθανώς, το ήθελε αυτό βλέποντας ρωμαϊκά αντίγραφα, αλλά έχοντας στο μυαλό του και τον Δαβίδ του Ντονατέλο, αν όχι και άλλων συγχρόνων του.

Τη συνομιλία με τους αρχαίους προδίδει η επιλογή του να μην έχει ο Δαβίδ του ούτε ξίφος ούτε το κεφάλι του Γολιάθ στα πόδια του, έχοντας έτσι το άγαλμα την κλασική ανθρωπιστική ελληνική υφολογία – σε αντίθεση με τους συγχρόνους του. Ο Δαβίδ του Ντονατέλλο που θαυμαζόταν (και δικαίως) είναι μάλλον αμφίφυλο πλάσμα, ενώ του Μιχαήλ Αγγέλου είναι σαφώς αγόρι, και μάλιστα Ιταλός (γι’ αυτό και δεν έχει υποστεί περιτομή).

Στο αφήγημα της Φιλομίνας Κανκ, πίσω από το χιούμορ, υπάρχει μια πραγματικότητα: το έργο το βλέπουμε σήμερα εμείς, οι απόγονοι του έργου. Είμαστε αυτοί που το έργο αυτό δημιούργησε μαζί με άλλα τον κόσμο μας, δεν είμαστε αυτοί που το έργο βγάζει από τη μήτρα του τώρα. Οι εποχές βεβαίως αλλάζουν, ενίοτε μάλιστα πισωγυρίζουν. Τελευταία, όλο και πιο συχνά,  «καλύπτουμε» έργα τέχνης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμη και σε μουσεία. Ο Δαβίδ, ευτυχώς, μας μιλάει ακόμη και μαζί του συνομιλεί η Κανκ∙ κι ας βλέπει ανύπαρκτους τους γλουτούς του.

Κεντρική φωτογραφία: «Δαβίδ» του Μικελάντζελο, πηγή: Shutterstock