Στην παραπάνω εικόνα μητέρα και παιδί έχουν αποδοθεί σε μία γαλήνια στιγμή: της ένωσής τους μέσω της αγκαλιάς, παραδομένοι στη σαγήνη του ύπνου. Εστιάζω στην ομορφιά του προσώπου όπως και στα χέρια τους. Tο γεμάτο ζεστασιά αγκάλιασμα της κόρης με την παλάμη και τον κορμό της στο στήθος της μητέρας της δημιουργεί συνειρμούς για την τροφή και προστασία του μωρού μέσω του θηλασμού αλλά και τη συναισθηματική δύναμη μιας και η κόρη έχει γείρει το κεφάλι της στο σημείο της καρδιάς της μητέρας της.
Ομοίως, από την πλευρά της μητέρας, στον τρόπο με τον οποίο προφυλάσσει την κόρη της: με τα δυο της χέρια κρατώντας τη σαν να βρίσκονται σε όρθια στάση ενώ έχουν παραδοθεί σε έναν γαλήνιο ύπνο, αλλά και με το κεφάλι της που έχει γείρει να προστατεύσει εκείνο του παιδιού της καθώς, ακόμη και στον ύπνο της, δεν φεύγει η έγνοια για το μωρό της.
Αναφέρομαι σε λεπτομέρεια του πίνακα του Γκουστάβ Κλιμτ (1862-1918), «Οι τρεις ηλικίες της γυναίκας» (1905, ελαιογραφία σε καμβά), όπου έχει αποδοθεί η απόλυτη ένωση, αγάπη και εμπιστοσύνη μεταξύ μητέρας και κόρης κατά τη νηπιακή ηλικία της τελευταίας.
«Η σχέση της μητέρας και του παιδιού είναι από την ίδια της τη φύση σχέση ανισότητας. Ο ένας έχει ανάγκη απ’ όλη τη βοήθεια και ο άλλος την προσφέρει. Γι’ αυτόν τον αλτρουιστικό και ανιδιοτελή χαρακτήρα της, η μητρική αγάπη έχει θεωρηθεί σαν το ανώτερο είδος της αγάπης και ο πιο ιερός συναισθηματικός δεσμός. Φαίνεται, ωστόσο, πως το πραγματικό κατόρθωμα της μητρικής αγάπης βρίσκεται όχι στην αγάπη της μητέρας για το νήπιο αλλά στην αγάπη της για το παιδί που μεγαλώνει», παραθέτω για τη μητρική αγάπη από το βιβλίο «Η τέχνη της αγάπης» (εκδ. «Μπουκουμάνης») του Έριχ Φρομ με αφορμή τη λεπτομέρεια του πίνακα του Κλιμτ και αυτόν (σ.σ τον πίνακα) με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας ή την Ημέρα της Μητέρας που τιμάται κάθε χρόνο τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου. Ημέρα που αποτελεί μία μόνο αφορμή για να αναφερθούμε στη μητέρα· πρόσωπο υψίστης σημασίας και καθοριστικής συμβολής στη διαμόρφωσή μας ως οντότητες, δεν χρειάζεται τιμητικές ημέρες για να κεντρίσει την προσοχή μας.
Στη σκέψη γι' αυτήν συναισθανόμαστε τα χέρια της να ανοίγουν διάπλατα και να προστατεύουν την πλάτη μας σχηματίζοντας μια αγκαλιά, όπως κάθε φορά που τη συναντάμε. Καθώς, «κι ένα τέταρτο μητέρας/ αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει./ Που να το ανακράξεις/ σε στιγμή μεγάλου κινδύνου» (Οδ. Ελύτης) ακόμη κι αν το ψυχικό απόθεμα που προσφέρει η μητρική αγάπη είναι ανεξίτηλο.
Ανακαλούμε το απαλό φιλί της μητέρας στο μέτωπο συνοδευόμενο από μια «καληνύχτα», την ιδιαίτερη μυρωδιά της – απόσταγμα της φροντίδας και προστασίας της – μία μυρωδιά-νοιάξιμο που εισπνέεται κατά την αγκαλιά. Και είναι τόσο ιδιαίτερη αυτή η μυρωδιά που, σε μικρή ηλικία οπότε και την ανιχνεύσαμε, την προσδιορίσαμε και της δώσαμε όνομα: «εδώ (σ.σ κάπου στο λαιμό και τα μαλλιά της μαμάς) μυρίζει μανούλα». Παρόμοιο άρωμα φροντίδας και στην αγκαλιά της γιαγιάς – το σώμα έχει μνήμη, η αφή επίσης μαζί με την όσφρηση.
Η γιαγιά – εν προκειμένω η τρίτη ηλικία – δεν απουσιάζει από τη ζωγραφική σύνθεση του Κλιμτ, ο ίδιος άλλωστε ήταν λάτρης της γυναικείας μορφής. Στη σύνθεση έχει αποδώσει τα τρία βασικά στάδια του κύκλου της ζωής. Στην τελευταία, την τρίτη ηλικία, είναι διακριτή η φθορά και το πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου στο σώμα το οποίο έχει κλίση προς το έδαφος. Τα μαλλιά της γυναίκας στην τρίτη ηλικία «σκύβουν» κι ακουμπούν εκείνα της μητέρας που κοιμάται αγκαλιά με την κόρη της. Στολισμένη με τα συνήθη διακοσμητικά μοτίβα του Κλιμτ, η κόμη της τονίζει τη διάφανη σχεδόν λευκότητα του γυμνού της σώματος όπως κι εκείνου της κόρης της.
Γκουστάβ Κλιμτ (1862-1918), «Οι τρεις ηλικίες της γυναίκας» (1905, ελαιογραφία σε καμβά)
Η συναισθηματική ένωση που παρατηρούμε στον παραπάνω πίνακα, στην ανθρώπινη συνθήκη «χτίζεται» και πέραν της νηπιακής ηλικίας. Κάθε απεύθυνση των χεριών της μητέρας προς το παιδί επαναφέρει συναισθηματικά, στο παρόν, την πρώτη φορά που το φύλαξε στην αγκαλιά της.