Την πορεία του Στέλιου Φαϊτάκη (1976 - 2023) διακρίνει μια εντυπωσιακή ενότητα, μία σταθερή διέπουσα από το ξεκίνημά του. Ίσως τον πιο επιτυχημένο τίτλο που απηχεί το πνεύμα και τον ζωγραφικό του τρόπο, συμπυκνώνει ένα άρθρο από το παρελθόν: «ο αγιογράφος των οδοφραγμάτων». Μπορεί μια ζωγραφική που φιλοδοξεί να είναι πνευματική, να «κατεβεί» στους δρόμους, με υψωμένη τη γροθιά; Ποια ζωή ευαγγελίζεται ανάμεσα στα χαλάσματα και τον ορυμαγδό από ένα μαινόμενο πλήθος;
Την τέχνη ο Φαϊτάκης τη γνώρισε στο δρόμο. Αυτός του άνοιξε ορίζοντα για να δώσει μορφή στο όραμά του∙ μια ιδέα που τον απασχόλησε από νωρίς και θέλησε να μοιραστεί με το κοινό είναι η ρίζα της εξέγερσης, η ρίζα της ρήξης. Ο χαρακτήρας της street art είναι αντισυμβατικός, συχνά μάλιστα κινείται στο όριο της νομιμότητας (ειδικά στα χρόνια της νιότης του καλλιτέχνη).
Περισσότερο όμως από τον τρόπο της, τον ζωγράφο κέρδισε το εύρος της έκτασης που διεκδικεί η street art κι αυτή μετέφερε απλόχωρα στην εμβληματική τοιχογραφία για την πρώτη Μπιενάλε της Αθήνας το 2007. Προφήτης στον καιρό του, ο Αθηναίος που σαρκώνει τον φιλοσοφικό στοχασμό της Δύσης, υψώνεται στην εικονοποιία του Φαϊτάκη ως αρχετυπική φιγούρα του «μάρτυρα». Δήλωνε ευτυχής που εργάστηκε σε ένα «ξωκλήσι» (θυμίζουμε μέσα στην Τεχνόπολη, στο Γκάζι) και αποκαλούσε τον εαυτό του ζωγράφο «θρησκευτικό». Θρασύ μάλλον για καλλιτέχνη που δεν ήταν στα χρόνια της ωριμότητας και είχε να επιδείξει ένα πνεύμα «ασεβές» απέναντι στην ορθόδοξη εικονογραφία. Έκτοτε θα ακολουθήσει μία ολοζώντανη πινακοθήκη προμηθειακών προσωπικοτήτων. Κι είναι εκπληκτικό πόσο γρήγορα είχε θέσει το πλαίσιο στο οποίο αποφάσισε να κινηθεί.
«Αληθινή επανάσταση» (έργο σε χαρτί, 2019)
Δασκάλους του αναγνώριζε δύο: τη Ρένα Παπασπύρου, από τη θητεία του στη Σχολή, και τον Σώζο Γιαννούδη, από τον οποίο διδάχτηκε αγιογραφία. Στην Παπασπύρου είδε πώς να χειριστεί μια μεγάλη επιφάνεια, στον Γιαννούδη ανακάλυψε την παραμόρφωση της φιγούρας. Αμέσως τον κέρδισε το στυλιζαρισμένο πλάσιμο της βυζαντινής μορφής, που λειτουργεί ως οπτική μαρτυρία μιας πνευματικότητας πέρα από τα όρια αυτού του κόσμου. Κι αληθινά, μεγάλη τέχνη αναγνώρισε μέσα στους διαδρόμους του Βυζαντινού Μουσείου στην Αθήνα και στη συλλογή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά στη γενέτειρά του Κρήτη. Είδε τον εαυτό του μέρος μιας μεγάλης παράδοσης που πηγαίνει πίσω στο χρόνο. «Μου αρέσει η ιδέα του να μιλάω μια καλλιτεχνική γλώσσα που έχει βαθιές ρίζες... και στο τέλος της μέρας εξακολουθεί να είναι μία μορφή θρησκευτικής τέχνης που προσωπικά τη χρησιμοποιώ γι' αυτό ακριβώς που είναι, ανεξάρτητα από το θέμα της» θα πει.
Στην ελευθερία του θέματος, ο Φαϊτάκης ακολούθησε πιστά τον ζωγράφο Φώτη Κόντογλου (1895-1965), που μετέφερε το βυζαντινό ζωγραφικό σύστημα στην κοσμική του ζωγραφική. Σε κουβέντα μας ομολόγησε ότι το έργο του «τουλάχιστον σε τεχνικό επίπεδο, έχει πολύ περισσότερο να κάνει με τον Κόντογλου παρά με οτιδήποτε άλλο από τον 20ο αιώνα και μετά». Όμως, ο Φαϊτάκης δεν έμεινε στο παράδειγμα του Αϊβαλιώτη δημιουργού. Προκειμένου να μιλήσει για την εποχή του, προχώρησε με τόλμη σε επινοήσεις προσωπικού χαρακτήρα, σε διατυπώσεις της σύγχρονης εικαστικής σκηνής, ακόμη και με pop χαρακτηριστικά, ενταγμένες σε ένα ύφος νεοβυζαντινό. Κόντρα στο ρεύμα της εποχής, πρότεινε έναν μοντερνισμό νεοβυζαντινού χαρακτήρα που βρήκε μιμητές στη γενιά του, αλλά και σε νεότερους στα χρόνια καλλιτέχνες. Όπως ο Κόντογλου τον περασμένο αιώνα, έτσι κι ο Φαϊτάκης με τις επιλογές του, έστρωσε εκ νέου τον δρόμο ώστε η μεταβυζαντινή τέχνη να εκφραστεί με ποικίλες αναφορές στη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία.
Η εικονογραφία του, όχι μόνο δεν πέρασε απαρατήρητη στο εξωτερικό, αλλά είχε παρουσία σε σημαντικά κέντρα της τέχνης, από όπου πέρασε ο ζωγράφος. Στους σταθμούς του δημιουργού, αρκεί να αναφέρουμε το «Palais de Tokyo» που του παρήγγειλε το 2016 την «Ελεγεία του Μαΐου» (μια τοιχογραφία σε δυο μέρη, που συμβολίζει τις εξεγέρσεις των φοιτητών το Μάη του 1968). Πάλι το στοιχείο της ρήξης.
Ο Φαϊτάκης έστρεψε το βλέμμα του στη δυτική ζωγραφική παράδοση, σε μία από τις γνωστές επαναστατικές μορφές, τον πολίτη Ζαν Πωλ Μαρά. Τον Οκτώβριο του 1793, μόλις τρεις μήνες μετά τη δολοφονία του, ο επιστήθιος φίλος του Νταβίντ αποδίδει τον δολοφονημένο Ιακωβίνο ως έναν άγιο. Παρόμοια τον μετέφερε ο Φαϊτάκης στο δικό του έργο.
Στέλιος Φαϊτάκης, «For the improvement of Cultivation» (μικτή τεχνική, 150x120εκ., 2021)
Ο Νίτσε κάποτε χαρακτήρισε τη Γαλλική Επανάσταση ως την «κόρη της Χριστιανοσύνης» και ο Προυντόν υπήρξε αρκετά ειλικρινής σημειώνοντας ότι είναι εκπληκτικό πόσο συχνά βρίσκουμε όλα τα πολιτικά μας ερωτήματα μπλεγμένα με τη θεολογία. «Το συνέδριο του κόμματος», έγραφε στο ημερολόγιό του ο Ιταλός κομμουνιστής συγγραφέας Τσέζαρε Παβέζε, «έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας θρησκευτικής ιεροτελεστίας. Ακούμε για να βεβαιωθούμε για ό,τι ήδη σκεπτόμαστε, για να μεταρσιωθούμε από την κοινή μας πίστη και εξομολόγηση». Ο επαναστάτης έχει την τάση νά 'ναι ή ο γνώστης της Αποκαλύψεως ή ένας οραματιστής του γήινου παραδείσου. Στην περίπτωση του Φαϊτάκη συναντούμε ζωγραφικές ενοράσεις αποκαλυπτικού χαρακτήρα που μοιάζουν βγαλμένες προφητικά από μορφές της Ιστορίας.
Αντίθετα όμως απ' ότι θα περίμενε κανείς, ο Φαϊτάκης έχει πει: «Δεν πιστεύω στην πλάνη οποιασδήποτε ουτοπίας» και με τη δήλωση αυτή μοιάζει να μη δίνει «συγχωροχάρτι» στους εξεγερμένους του. Ο Πασκάλ διετύπωσε τη συμβατική θεολογική ερμηνεία: «ο άνθρωπος δεν είναι ούτε άγγελος ούτε κτήνος, και η ατυχία είναι ότι εκείνος που θά 'παιζε τον άγγελο, παίζει το κτήνος». Υπάρχει κάτι κι από τα δύο, του καλύτερου και του χειρότερου, στον Μαρά, ο οποίος ήταν ο οργανωτής των σφαγών τον Σεπτέμβρη του 1792, ενώ κάποτε, λίγα χρόνια νωρίτερα, δικαιολογείτο ότι από ευαισθησία δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μια νεκροψία. Η ζωή αλλάζει τους ανθρώπους και η επαναστατική ζωή αλλάζει τους ανθρώπους ριζικά.
Προς το τέλος, ο ζωγράφος έστρεψε τα πινέλα του απέναντι στον «θρίαμβο της λογικής» (έτσι τιτλοφόρησε την τελευταία του έκθεση). Μπορεί η επιστήμη να πορεύεται για αιώνες αδιάφορη προς τις δογματικές επιταγές της θρησκείας, αλλά, στη συνείδηση του Φαϊτάκη, έγινε η ίδια «δόγμα». Ο ίδιος ήταν ένας ιδιότυπος πιστός, που έστρεψε το βλέμμα μας, όχι εναντίον της τρέχουσας λογικής, αλλά εναντίον της μονοκρατορίας της.
Ήδη από το 2017, το έργο που κουβεντιάσαμε για τη συμμετοχή του στην έκθεση του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού με τίτλο «τέμπλο», έδειχνε σαφώς τις προθέσεις του. Δημιούργησε και ζωγράφισε επάνω σε ένα βημόθυρο (δίφυλλη πόρτα στο ιερό) μια κοινωνία δυστοπική, έναν αποκαλυπτικό κόσμο, όπου σαν εσχατολογική προφητεία, παρουσίαζε την εξέγερση του ανθρώπου και το τέλος της δογματικής επιστήμης.
Έργο στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού με τίτλο «Ζήτημα χρόνου» (μικτή τεχνική σε ξύλο, 200x200 εκ.)
Τον επόμενο χρόνο, η πρώτη Μπιενάλε στη Ρίγα της Λετονίας αγκάλιασε τις μνημειακές του ενοράσεις με ένα εικονογραφικό σύνολο αποτελούμενο από έξι παραστάσεις (4,33 x 1,84 μ. η καθεμία). Το έργο με τίτλο «The New Religion» τοποθετήθηκε σε ένα παλιό πανεπιστημιακό κτίριο. Ο συμβολισμός του δημιουργού πρόδηλος: στην αίθουσα υποδοχής του κτιρίου, η «πίστη» ή, πιο σωστά, η δυσπιστία του Έλληνα δημιουργού στο επιστημονικό «αλάθητο», δημιουργούσε έναν εντυπωσιακό «πρόναο».
Στρέφομαι στο λόγο του ίδιου του Στέλιου που συνεχίζει το ταξίδι του στην τέχνη κι απευθύνεται στο «θρησκευτικό συναίσθημα» του θεατή: «Αυτό που θέλω να πετύχω ως δημιουργός είναι να βιώσεις αυτό που βιώνω εγώ ως θεατής, ακροατής, αναγνώστης άλλων έργων: θέλω ο θεατής µου να νιώσει όπως νιώθω, όταν ακούω τη φωνή της Lisa Gerrard ή του Νίκου Ξυλούρη, όταν βλέπω τα έργα του Pieter Bruegel του πρεσβύτερου ή του Άγγελου Ακοτάντου, όταν βλέπω οµάδες Ποντίων να χορεύουν Σέρρα και ακούω τη λύρα τους, όταν διαβάζω χαϊκού. Είναι όλα αυτά βιώµατα πολύ διαφορετικά µεταξύ τους, αλλά µε ένα κοινό χαρακτηριστικό: οι σκέψεις µπορεί να έρχονται, αλλά πάντα σε δεύτερο και τρίτο χρόνο. Το αν µπορώ να το πετύχω είναι άλλη ιστορία..».
«Ψαραντώνης», έργο σε χαρτί, 2015
H ομαδική έκθεση «Θητεία» φιλοξενείται στη γκαλερί «Roma» (Ρώμα 5) έως τις 25 Μαΐου 2024. Εκτίθενται έργα των Φώτη Βάρθη, Ιωάννας Καφίδα, Φώτη Κόντογλου, Κώστα Λάβδα, Νίκου Μόσχου, Εμμανουήλ Μπιτσάκη, Στέλιου Φαϊτάκη, Φίκου και Georgia Fambris.
Περισσότερα για το έργο του εδώ.
Κεντρική φωτ.: Παραγγελία για μόνιμη τοιχογραφία από το Palais de Tokyo ως μέρος της έκθεσης, Παρίσι 2016