Ο Νίκος Στεφάνου διακρίθηκε πριν από λίγες ημέρες με το βραβείο της Ακαδημίας για την πολυετή προσφορά του στη ζωγραφική και στη σκηνογραφία.
Ο πολυσχιδής δημιουργός – ζωγράφος, σκηνογράφος, κεραμίστας, γλύπτης και χαράκτης – γεννήθηκε το 1933 στον Πειραιά. Σε ηλικία μόλις 17 ετών ξεκίνησε να φτιάχνει σκηνικά για το θέατρο, μαθητεύοντας έτσι και στην τέχνη του χρωστήρα, στο πλάι πολλών σπουδαίων Ελλήνων ζωγράφων και σκηνογράφων. Είχε όμως και μια θητεία πιο ξεχωριστή, αντιγράφοντας εικόνες και ψηφιδωτά από τη Μονή Δαφνίου και το Άγιο Όρος.
Ο Στεφάνου με τον έπαινο της Ακαδημίας στα χέρια (από τον λογαριασμό της ζωγράφου Λήδας Κοντογιαννοπούλου στο Facebook)
Ακολουθεί ένα μικρό «πορτρέτο» του Ν.Σ. από συνεντεύξεις στους Μάνια Ζούση, Σταύρο Διοσκουρίδη και στην «Καθημερινή».
"Δύσκολα χρόνια (σημ. στην κατοχή), αλλά όταν είσαι μικρό παιδί έχεις μια άλλη εικόνα για τα πράγματα. Τα αυτοσχέδια ντουφέκια και οι σφεντόνες αλλά και τα πατίνια μάς έφταναν για να κάνουμε τη θλιβερή καθημερινότητα αλλιώτικη, χρωματιστή και παιχνιδιάρικη". (Μάνια Ζούση, Αυγή)
"Ο παππούς μου, ο πατέρας μου, ο θείος μου, ο νονός μου ήταν εργάτες στο εργοστάσιο του Πειραιά που ήταν μικρογραφία αυτού της Αθήνας. Εκεί μεγάλωσα. Ήταν μια γλυκύτατη ανάμνηση που καταγράφηκε μέσα μου. Ο θαυμασμός μου γι' αυτό με οδήγησε στα έργα μου. Τυχαία ακολούθησα τα χνότα τους. Ήταν ένας ζωντανός, βιώσιμος χώρος". (Σταύρος Διοσκουρίδης, Lifo)
"Άρχισα να ζωγραφίζω τα εργοστάσια που έβλεπα με τις καμινάδες τους να εκτοξεύουν τέφρα και μαύρους καπνούς και μ’ άρεσε ν’ ακούσω τα αναστενάγματα που έβγαζαν τα σιδερένια σωθικά τους". (Καθημερινή, Ο.Σ.)
Για τη συστέγαση με τους συνομήλικους ζωγράφους, Αλέκο Φασιανό και Βασίλη Σπεράντζα στο περίφημο «Ατελιέ της Καλλιθέας».
«Εγώ ήμουνα ήδη στο ατελιέ. Μετά γνώρισα στο Παρίσι τον Φασιανό και τον Σπεράντζα και τους είπα να έρθουν εκεί. Εγκαταστάθηκαν και γίναμε μια παρέα που δούλευε συνεχώς. Κλείναμε την πόρτα και ήμασταν χαρά Θεού. Υπήρχε μια προσωπική ελευθερία για τον καθένα που δεν είχε να κάνει με τους άλλους δύο. Οι άλλοι ήταν παρατηρητές, συμπαραστάτες και συνακόλουθοι. Αυτό μας βοήθησε να είμαστε και ελεύθεροι και ανεπηρέαστοι ο ένας από τον άλλον. Ήταν μια ζωή ελευθερίας που δεν υπήρχε εκείνη την εποχή. Έτσι και έκλεινε η εξώπορτα, οι άλλοι έμεναν απ' έξω. Μέσα υπήρχε ένας κόσμος δικός μας. Ένας παλιμπαιδισμός με την έννοια των παιδιών που ζωγραφίζουν και δεν σκέφτονται τον κριτικό που θα έρθει να τους δει και εφορμούν απάνω στο χαρτί κάνοντας ό,τι τους γουστάρει. Το 1968 «αδυνάτισε» η υπόθεση και το 1970 έσβησε». (Σταύρος Διοσκουρίδης, Lifo)
Ο Νίκος Στεφάνου με τον Γιάννη Τσαρούχη
"Είμαι μάλλον αυτοσχέδιος και ενστικτώδης. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι φτιαγμένος για ζωγράφος. Από εξαναγκασμό έκανα πράγματα για να ζήσω". (Μάνια Ζούση, Αυγή)
"Γι' αυτό ίσως πάρα πολύ εύκολα ξεχνάω και τι έχω κάνει. Διαπίστωσα τώρα τι έχω ξεχάσει. Εκείνο που με έσωσε φαίνεται ήταν η γραφή του πράγματος, συνυφασμένη με συναισθήματα, εντυπώσεις, αναμνήσεις". (Σταύρος Διοσκουρίδης, Lifo)
«Θαυμάζω ακόμα όταν βλέπω παιδικά μου έργα και αναρωτιέμαι πού να ήμουν τότε και τι μπορεί να είδα, τι αισθάνθηκα και τα έκανα. Αν κι έχουν μείνει λίγα πια, τα αγαπάω. Είναι αξιαγάπητα. Με στηρίζουν κατά κάποιο τρόπο. Ποτέ δεν απέρριψα κάτι που έκανα ούτε στεναχωρήθηκα όταν έφευγε ένα έργο από τα χέρια μου. Δεν ανέτρεχα σε αυτό». (Μάνια Ζούση, Αυγή)
Ο Νίκος Στεφάνου σπούδασε, με υποτροφία, λιθογραφία και σκηνογραφία στο Παρίσι, μετεκπαιδεύτηκε στην Βιέννη. Συνεργάστηκε αδιάλειπτα με τους μεγαλύτερους θιάσους, ξεκινώντας από την Εθνική Λυρική Σκηνή και το Εθνικό Θέατρο μέχρι το ΚΘΒΕ, τα ΔΗΠΕΘΕ και ιδιωτικούς θιάσους. Υπήρξε δραστήριος και στο εξωτερικό ως σκηνογράφος στο Λονδίνο, το Παρίσι και τη Βιέννη.
Συνολικά, επωμίστηκε τη σκηνογραφία σε περισσότερες από 100 παραστάσεις εντός και εκτός συνόρων. Παράλληλα, τις δεκαετίες ’60 και ’70, ο Στεφάνου έδωσε την τελική μορφή στη διαμόρφωση κοινόχρηστων χώρων και τη διακόσμηση προσόψεων με ανάγλυφες συνθέσεις σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες στην Κρήτη, τη Ρόδο και την Κέρκυρα. Αναδρομική έκθεση του δημιουργού είχαμε χαρεί στο Μουσείο Μπενάκη (2009-2010).