Το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας (ΤΞΓΜΔ) του Ιονίου Πανεπιστημίου αναγόρευσε τον συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνο επίτιμο διδάκτορα, στην Αίθουσα Τελετών της Ιονίου Ακαδημίας. Το τμήμα αποφάσισε ομόφωνα την αναγόρευση αυτή, τιμώντας το σύνολο των υπηρεσιών που έχει προσφέρει ο Αλέξης Πανσέληνος στα γράμματα, τόσο στη χώρα μας όσο και παγκοσμίως.
Τον τιμώμενο προσφώνησε ο Πρύτανης του ιδρύματος, καθηγητής Ανδρέας Φλώρος, ο Πρόεδρος του ΤΞΓΜΔ, Καθηγητής Σωτήρης Λίβας, ανέγνωσε το ψήφισμα, ενώ ο μόνιμος Επίκουρος Καθηγητής Βασίλειος Λέτσιος εκφώνησε τον έπαινο.
Στην αντιφώνησή του, ο Αλέξης Πανσέληνος πραγματοποίησε ομιλία με τίτλο «Ο μεταφραστής ως λογοτέχνης, ο λογοτέχνης ως μεταφραστής», στην οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Όπως γνωρίζετε ίσως, είμαι πεζογράφος κατά κύριο λόγο και μόνον επιλεκτικά μεταφραστής. Βρίσκομαι, λοιπόν, μπροστά σας αρκετά αμήχανος κι αισθάνομαι πως πρέπει να απολογηθώ. Ο τίτλος με τον οποίο με τιμά η έδρα ξεπερνάει κατά πολύ τη φιλοδοξία ενός πεζογράφου που γράφει σε τούτη την ευλογημένη, μικρή, αλλά πανάρχαια γλώσσα.
Ξεκινά αλλιώς κανείς κι αλλιώς καταλήγει. Μικρός, όταν είχα αρχίσει τις πρώτες φιλόδοξες απόπειρές μου μιμούμενος τους μυθιστοριογράφους που με γοήτευαν, η στόχευσή μου ήταν να μαγέψω κάποτε κι εγώ κάποιους άγνωστούς μου αναγνώστες με τις ιστορίες μου και με τη φαντασία μου.
Όταν ωρίμασα αρκετά, κατάλαβα πως ο αγώνας δίνεται κυρίως στο πεδίο της γλώσσας. […]
Μετέφρασα βιβλία που αγάπησα και κάποια που μου στάθηκαν χρήσιμα είτε για τη συγγραφική μου δουλειά είτε επειδή ήθελα οπωσδήποτε να τα δω στη γλώσσα μου. Και δεν ήμουν ποτέ υποχρεωμένος να παραδώσω τη δουλειά μου αυτή σε συγκεκριμένη προθεσμία – κάτι που, φαντάζομαι, κάθε μεταφραστής ονειρεύεται.
Η πιστότητα στο πρωτότυπο, καθώς όλοι ξέρουμε, είναι μαχαίρι δίκοπο. Υπάρχει καμιά φορά η δυνατότητα να είσαι πιστός και να πείθει η ελληνική απόδοση του κειμένου, αλλά πολύ συχνά ο μεταφραστής καλείται να ξαναγράψει αντί να μεταφράσει, γιατί, αν μεταφράσει, το κείμενο δεν θα ακούγεται πειστικά στη γλώσσα μας.
Τι κάνει, λοιπόν, ο μεταφραστής; Για τον απλό αναγνώστη δεν υπάρχει καν. Διαβάζει, όπως νομίζει, τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον Φλομπέρ, τον Φόκνερ. Όμοια όπως ακούμε τα τραγούδια και τα αποδίδουμε στους τραγουδιστές τους, αγνοώντας πως τα έχουν φτιάξει ένας συνθέτης και ένας στιχουργός.
Έτσι, όταν διαβάζουμε στα ελληνικά τον τελευταίο νομπελίστα ή τον βραβευμένο με το πρόσφατο Booker, τον Έλληνα που το μετέφρασε διαβάζουμε, και το διαβολικό είναι πως όσο πιο καλά έχει γίνει η μετάφραση, όσο πιο σπουδαία λογοτεχνική φλέβα και ικανότητα έχουν μετατρέψει το ξένο κείμενο σε ελληνικό, τόσο περισσότερο βέβαιος είναι ο αναγνώστης ότι διαβάζει Φόκνερ ή Φλομπέρ ή Ουάιλντ – απονέμοντάς τους έναν μεγάλο αριθμό από εύσημα, που όμως ανήκουν στον μεταφραστή τους.
Ο ρόλος είναι ιερός. Ουσιαστικά πρόκειται για τη γεφύρωση, τη σύμμειξη δύο γλωσσών και δύο λογοτεχνιών – γιατί και ο συγγραφέας μέρος μιας εθνικής παράδοσης είναι, όπως και ο μεταφραστής είναι μιας άλλης. Ο μεταφραστής μεσολαβεί όμως όχι ως ενδιάμεσος, αλλά ως δημιουργός. Και αυτό είναι μια δυσκολία φοβερή και απαιτεί μια φανατική αφοσίωση, μια μετάβαση σε έναν εαυτό που δεν του ανήκει, και αυτό τον άλλον εαυτό πρέπει να τον ενστερνιστεί, να γίνει ο σωσίας, το είδωλό του, και όλο αυτό το πλάσμα των προσπαθειών του να το μεταγγίσει στο σώμα της ελληνικής γλώσσας».