Από τις τελευταίες συνεντεύξεις του ζωγράφου στον Γιώργο Μυλωνά, τέτοιες μέρες του 2015, στο εργαστήρι της Ξενοκράτους. Την ανακαλούμε με αφορμή την αναδρομική έκθεση για τον ζωγράφο, στην Εθνική Πινακοθήκη, υπό τον τίτλο «Παναγιώτης Τέτσης, Η εμμονή του βλέμματος».
Λήψη της έκθεσης «Παναγιώτης Τέτσης, Η Εμμονή του Βλέμματος» στην Εθνική Πινακοθήκη. @Γιώργος Μυλωνάς
«Αυτός ο βράχος στην Ύδρα είναι γνωστός ως Ζάστανι και καθώς πέφτει σχεδόν κάθετα στη θάλασσα, υπάρχει ο θρύλος ότι όταν οι γέροι, ιδίως οι αρσενικοί, είχαν παραγεράσει, τα παιδιά τους βάζανε σε ένα κοφίνι, τους πήγαιναν εκεί απάνω στον βράχο και τους πετούσαν με το κοφίνι κάτω στη θάλασσα. Ένας Καιάδας για ηλικιωμένους λοιπόν; Όλα αυτά πιστεύω ότι είναι ψέματα και ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Εγώ τον ζωγράφισα γιατί μου δίνει αυτή την αίσθηση του ζοφερού. Δεν δίνει και σε εσάς την αίσθηση ότι μπορεί να σας ρίξουν από εκεί πάνω, να κατρακυλήσετε;».
Έτσι, όπως έχω τον Παναγιώτη Τέτση απέναντί μου και μου περιγράφει το έργο πίσω του, αισθάνομαι ότι πράγματι, αυτή η γεροντική μορφή έπεσε από ψηλά και στάθηκε όρθια στη ζωή, κρατημένη από το τελάρο, από την ίδια του τη ζωγραφική. Ο ίδιος παραπονιέται ότι δε ζωγραφίζει όσο θά’ θελε. Τον ταλαιπωρούνε διάφορα… ο οδοντογιατρός του, πότε τούτο ή εκείνο. «Τελευταία ζωγραφίζω αυτά που οι αναμνήσεις και τα βιώματα με πάνε πίσω δεκαετίες. Όχι απωθημένα, αλλά πράγματα που βγαίνουνε σιγά-σιγά. Παιδάκι στην Ύδρα, όταν έβλεπα έναν κακό βοριά με τη θάλασσα μαύρη και πολλά πρόβατα, το ζω πάλι ζωγραφίζοντάς το… έχοντας την εικόνα και την αίσθηση εκείνης της πρώτης εμπειρίας».
Ζωγραφίζετε μια Ύδρα διαφορετική απ’ αυτήν που ξέρουμε. Η ματιά σας τώρα τα «βλέπει μαύρα»;
Έχει πέσει λίγο μαυρίλα, αλλά δεν είναι λόγω περιστάσεων…
Άρα, είστε αισιόδοξος για τον τόπο.
Όχι, δεν είμαι. Δεν πρόκειται να γίνει θαύμα. Εξάλλου από αυτά που διαβάζεις, βλέπεις κάθε ημέρα το ίδιο. Δεν υπάρχει ένα βήμα, όλα είναι πολύ περίεργα. Νομίζω ότι υπολογίζουμε – δε λέω υπολογίζουνε, αλλ’ υπολογίζουμε – το προσωπικό συμφέρον πάντοτε.
Σε παλιότερη συνέντευξή σας λέγατε πως πρέπει να βλέπουμε την καλή πλευρά της ζωής και να βάζουμε στόχους για να μην είμαστε δυστυχισμένοι.
Λήψη της έκθεσης «Παναγιώτης Τέτσης, Η Εμμονή του Βλέμματος» στην Εθνική Πινακοθήκη. @Γιώργος Μυλωνάς
Η καταιγίδα τότε δεν είχε ξεσπάσει. Άλλωστε, δε βλέπω πώς μπορεί ν’ αλλάξει το κεφάλι μας. Δεν μπορεί να ζούμε με δανεικά και να κάνουμε και τον καμπόσο! Συνεχώς η Ελλάδα ζει με δανεικά. Θυμάμαι επί Ανδρέα, έπαιρνε ο κόσμος δάνεια, ενώ ο μπεζαχτάς δεν είχε λεφτά. Σ’ ένα σπίτι τί λένε; έχουμε τόσα έσοδα, τόσα έξοδα. Είναι απλά πράγματα, άλλο αν εμείς σφυράμε αδιάφορα!
Υπάρχει λέτε συλλογική ευθύνη…
Συλλογική αδιαφορία. Είναι το γενικό αίσθημα «εγώ θα φτιάξω την Ελλάδα;»
Οπότε τι χρειάζεται… μήπως ένα ισχυρό σοκ;
Θα σας πω πότε αρχίσαμε να είμαστε υπεύθυνοι. Με τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Αλβανία. Ξαφνικά κάτι έγινε! Ήμουν τότε 15 χρονών παλικαράκι και κατοικούσαμε στον Πειραιά. Υπήρχε μια σύμπνοια κι ένας ενθουσιασμός. Μας το καλλιεργήσανε οι ίδιοι οι Ιταλοί αυτό, διότι μας είχαν κάνει πολλές κασκαρίκες και είχε πια ξεπηδήσει το φιλότιμο το ελληνικό. Δε φαντάζεστε την πρώτη ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος τι έγινε! Ενθουσιασμός! Και να σκεφτείτε ότι ήμασταν κάτω από μια δικτατορία. Σ΄ αυτές τις καταστάσεις ξυπνάει κάτι. Δε ξέρω όμως στη σημερινή περίσταση αν θα ξυπνήσει κάτι.
Αναρωτιέμαι αν μετανιώσατε που επιστρέψατε από τη Γαλλία;
Όχι, και οι Έλληνες καλλιτέχνες που έμειναν εκεί, δε ξέρω πόσο γνωστοί είναι. Κι ήταν αρκετοί. Αυτοί που υπολογίζονται περισσότερο είναι της επιστήμης και των γραμμάτων.
Γιατί η ελληνική ζωγραφική δεν μπήκε συγκροτημένα στον χάρτη της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, παρά μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Νομίζω ότι οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτον δεν πιστεύει σε αυτό η Πολιτεία κι εννοώ δεν προβάλλει το νεότερο πολιτισμό, με μια συγκροτημένη πολιτική… με ένα όραμα. Μετρά, λοιπόν, το πόσο αγωνίζεται κάθε κράτος για να προβάλλει τον πολιτισμό του. Μεγάλη κουβέντα, βέβαια, αν πω ότι φταίει η αρχαιότητα. Η «ατυχία» μας είναι ότι έχουμε έναν πολιτισμό χιλιάδων χρόνων και η σύγκριση βαραίνει. Έπειτα, είμαστε μια «σκωληκοειδής απόφυση» της Ευρώπης, στην άκρη της Μεσογείου. Για παράδειγμα, η Ισπανία από την άλλη μεριά είχε ένα λαμπρό πολιτισμό, μόλις πριν από 3-4 αιώνες και είχε κατακτήσεις, οικονομική ισχύ.
Εδώ στην Ελλάδα την ίδια εποχή, εκτός από τους λιγοστούς εκλεκτούς που ήξεραν γράμματα, ο κόσμος δεν ήξερε να γράφει! Ανοίχτηκε μία μεγάλη πόρτα με την έλευση του Όθωνα και των Βαυαρών. Ήλθανε να μας πουν ότι είσαστε Ευρώπη... κι εμείς ακόμη να το χωνέψουμε! Ακόμη και τώρα λέμε εμείς και οι Ευρωπαίοι, λες και είναι διαφορετικά πράγματα!
Τέτσης Παναγιώτης, «Απόγευμα στην Ύδρα ΙΙ» (1985), από την έκθεση «Παναγιώτης Τέτσης, Η Εμμονή του Βλέμματος» στην Εθνική Πινακοθήκη. Πηγή φωτ.: ΕΠΜΑΣ
Από την ελληνική τέχνη αυτοί που έχουν προβληθεί είναι όσοι το έκαναν με τις δικές τους δυνάμεις. Οι Γάλλοι για μεγάλο διάστημα ασκούσανε μια πολιτική ως προς τον πολιτισμό, θα τολμούσα να πω, φασιστική! Δεν υπήρχε τίποτε άλλο, έξω από τη Γαλλική Τέχνη. Και να σας πω και το άλλο: τριάμισι χρόνια που έζησα στο Παρίσι, δεν είδα στα Μουσεία τους τίποτα από Γερμανική ζωγραφική, όπως τον Γερμανικό εξπρεσιονισμό. Ούτε ήξεραν ποιος είναι ο Κλέε, ο Καντίνσκι, κ.α. Όταν ξαναπήγα στο Παρίσι μετά τη χούντα, τότε μόνο είδα σε μια μικρή αίθουσα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης έργα Γερμανών.
Αυτό δεν έγινε συγκροτημένα στο παρελθόν; Έχει πέσει πολύ μελάνη για την Ελληνικότητα.
Η Ελληνικότητα τι είναι; Ο καθένας μας την εννοεί με τον δικό του τρόπο. Ο Νικηφόρος Λύτρας υπήρξε σπουδαίος ζωγράφος και πιο «ζουμερός» σε σχέση με τον Γύζη. Κι όμως, θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τον Μανέ. Γιατί όχι; Αλλά την εποχή εκείνη δεν υπήρχε σκέψη προβολής του πολιτισμού. Δυστυχώς, το ίδιο ισχύει και σήμερα…
Εσείς προσωπικά έχετε διατελέσει μέλος σε πολλές επιτροπές. Μπορείτε, εν συνόψει, να μου πείτε όσα σημαντικά έγιναν στα εικαστικά πράγματα του τόπου μ’ αυτή σας την ιδιότητα;
Φοβάμαι πάντα το να ευλογείς τα γένια σου! Όταν η Βουλή αποφάσισε ν’ αγοράσει έργα τέχνης για τη διακόσμηση των χώρων της, κατόπιν εισήγησης του Κακλαμάνη – ένας άνθρωπος που είχε κάτι μέσα του – έγινε μία προσπάθεια να διασωθούν σημαντικά έργα. Μεταξύ άλλων και η ζωφόρος του Καπράλου, που, αν και δεν είναι ιδανικός χώρος η τοποθέτησή της εκεί, είναι σημαντικό ότι αγοράστηκε από τη Βουλή. Τα χρήματα μάλιστα από την αγορά της φρίζας 400.000.000 δρχ. τότε διατέθησαν από τη χήρα του γλύπτη στο Μουσείο Καπράλου στην Αίγινα, που ανήκει στην Εθνική Πινακοθήκη, επομένως κατέληξαν πάλι στο ελληνικό κράτος.
Όταν πάλι ήταν υπουργός Πολιτισμού ο μακαρίτης Τζανής Τζανετάκης, άλλο πρότυπο ανθρώπου, αποφασίστηκε από χρήματα του Λόττο ν’ αγοραστούν έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, προκειμένου να διακοσμηθούν υπηρεσίες του δημοσίου, πρεσβείες και άλλα δημόσια κτίρια. Έγινε μία επιτροπή, στην οποία ήμουν πρόεδρος, και, φυσικά, τον εαυτό μου δεν τον έβαλα πουθενά. Kάποια στιγμή μου λέει ο Τζανετάκης: «το δικό σου όνομα δεν είναι στη λίστα!». «Δε γίνεται να είμαι πρόεδρος και να συμμετέχω» απήντησα, αλλά, καθώς επέμεινε ο υπουργός, τότε χάρισα ένα έργο μου στο Υπουργείο Πολιτισμού, αυτό με τα πορτοκαλιά τραπέζια. Το ίδιο έκανα και στη Βουλή, με την κ. Ψαρούδα Μπενάκη τότε Πρόεδρο της Βουλής, μία θάλασσα περίπου 8 μ. Δεν μπορείς, λοιπόν, να ευλογείς τα γένια σου! Είχα σκεφτεί μάλιστα να χαρίσω τη Λαϊκή Αγορά στη Βουλή και το είχα αναφέρει απέξω-απέξω στον κ. Τζωρτζόπουλο, γενικό γραμματέα τότε, αλλά δεν το τσίμπησε. Ευτυχώς, όμως, που έγιναν έτσι τα πράγματα, γιατί σκέφτεστε τι θα είχαν πει! Καλό λοιπόν είναι να είσαι μακριά από τους κακοπροαίρετους.
«Λαϊκή Αγορά» του Παν. Τέτση που εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Φωτ. αρχείου: Eurokinissi/ Τατιάνα Μπόλαρη
Κοιτώντας πίσω, στο ξεκίνημά σας, τι θα ξεχωρίζατε;
Είμαι, νομίζω, τυχερός άνθρωπος. Μπογιάτιζα στην Ύδρα κι επειδή φροντίζανε στο νησί να συντηρούνε τα ξύλινα παράθυρα και τις πόρτες, τα βάφανε με λαδομπογιά. Υπήρχαν λοιπόν πάντοτε λίγα κουτάκια με λαδομπογιές, τα οποία εγώ χρησιμοποιούσα για να ζωγραφίζω. Θυμάμαι μάλιστα το πρώτο σωληνάριο που αγόρασα από το χρωματοπωλείο του νησιού, ένα σκούρο μπλε. Βάζανε στην άσπρη λαδομπογιά λίγο απ’ αυτό το ισχυρό χρώμα, το bleu de plus, προκειμένου να κάνουνε τις πόρτες γκρίζες ή με διαβαθμίσεις του γκριζογάλανου ή πρασινωπού.
Έπειτα, επειδή δεν είχε γυμνάσιο τότε το νησί… έπρεπε να σηκωθούμε να φύγουμε για να συνεχίσουμε το σχολειό κι έτσι μετακομίσαμε στον Πειραιά. Τα καλοκαίρια, όμως, επέστρεφα στην Ύδρα, στο σπίτι της γιαγιάς. Στο σπίτι μας υπήρχε δίπλα ένα μικρό εκκλησάκι, που ακόμη σώζεται. Εμφανίζεται μια μέρα ένας κύριος μικρόσωμος, απλός άνθρωπος ο Πικιώνης, που ζήτησε το κλειδί της Εκκλησίας. Συνήθως οι γείτονες το βαστάνε. Η γιαγιά, όμως, κατάλαβε ότι αυτός ο άνθρωπος έχει σχέση με την Τέχνη και του λέει: «έχω κι έναν εγγονό, ο οποίος ζωγραφίζει». Είχα τότε ένα έργο σε χαρτόνι επάνω στο τραπέζι μας κι ο Πικιώνης της απάντησε «θα γυρίσω το απόγευμα με τον Χατζηκυριάκο (Γκίκα). Έτσι αρχίζει η περιπέτεια της ζωγραφικής, με ένα έργο του 1939 που βρίσκεται σήμερα στην Πινακοθήκη…
Κι ο Φρισλάντερ υπήρξε άνθρωπος, που μου έδωσε ώθηση στο ξεκίνημα. Ήταν φίλος και γείτονας του Πικιώνη στην Κυπριάδου. Τον συνάντησα κι αυτόν στην Ύδρα, το καλοκαίρι του ’40. Μου εξήγησε μερικά πράγματα, που νομίζω τότε ήταν καθοριστικά για την εξέλιξή μου.
Από τη μαθητεία σας στον Παρθένη τι κρατήσατε;
Η ηχώ του Παρθένη για μένα ήταν η οξύτητα της γραφής. Μπορείς να το δεις σ’ ένα πορτρέτο του Βασίλη Βασιλειάδη σε φυσικό μέγεθος, ο οποίος ήταν 2-3 χρόνια μικρότερός μου, αν και μπήκε στη Σχολή πριν από εμένα, σχεδόν 15 χρονών με κοντό παντελονάκι. Τότε δεχόντουσαν φοιτητές χωρίς να έχουν τελειώσει το γυμνάσιο, με την υπόσχεση ότι θα το τελειώσουν. Σ’ αυτό το πορτραίτο, λοιπόν, βλέπεις την άποψη του Παρθένη, δηλαδή το καθαρό χρώμα – δε λέμε έντονο – και, βεβαίως, το πλάσιμο της φόρμας, την οξύτητα, κυρίως, την ευθεία γραμμή ή την καμπύλη.
Τι ανάμνηση έχετε απ’ τον ίδιο; Πως τον θυμάστε;
Για τον Παρθένη είχα ακούσει στην ηλικία των 15 περίπου χρόνων, τον καιρό του ελληνοϊταλικού πολέμου. Η πρώτη κυρία Μαντζαβίνου, σύζυγος του άλλοτε διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, είχε πρόσβαση στο ζωγράφο, πράγμα που δεν ήταν εύκολο σ’ οποιονδήποτε, και χάρη σ’ αυτήν παρουσιάστηκα στο ατελιέ του Παρθένη. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στις συναντήσεις του, ακόμη κι όταν είχε πια παραιτηθεί από τη Σχολή, τον έβλεπες μέσα από μια τζαμένια πόρτα και δε σου άνοιγε πριν από την ακριβή ώρα του ραντεβού. Κι αυτή η λεπτομέρεια είναι αποκαλυπτική του χαρακτήρα του. Όταν τον γνώρισα, θυμάμαι, εμπνεόμενος τότε από τα πολεμικά γεγονότα, ζωγράφιζε μία «Νίκη».
Στο εργαστήρι ξεκίνησα να παρακολουθώ μαθήματα από τον Απρίλη του ’45, όταν πια ξανάνοιξε η Σχολή μετά το Κίνημα. Ο Παρθένης ερχόταν σπάνια, δεν ήταν τακτικός, συνοδευόμενος πάντοτε από τη σύζυγό του Ιουλία, η οποία φρόντιζε για πρακτικά ζητήματα, όπως το εισιτήριο του τραμ, αλλά και να μας μεταφέρει τις οδηγίες του δασκάλου. Σπάνια άκουγες τη φωνή του. Όταν λοιπόν ερχόταν ο δάσκαλος, αυτό από μόνο του αποτελούσε μεγάλο γεγονός. Στο εργαστήριο ήταν υποδειγματικά ευγενής, χαιρετώντας τον καθένα μας με χειραψία. Σιωπηλός σε κοιτούσε με τα μεγάλα, διαπεραστικά του μάτια – λίγο γαλανά, γκρίζα – όπου προσπαθούσες να μαντέψεις τι θέλει. Στα μάτια μου έμοιαζε με Πυθία, καθώς σπάνια άρθρωνε κάποια λέξη. Εμείς σχεδιάζαμε, κυρίως, επάνω σε χαρτί του μέτρου, αφού το είχαμε τελαρώσει και είχε τσιτώσει. Επενέβαινε συχνά ο ίδιος επάνω στο έργο. Ο Βασίλης Βασιλειάδης είχε μάλιστα ένα προσχέδιο, το οποίο ήταν εξολοκλήρου του Παρθένη. Ο απαράβατος κανόνας ήθελε τη σκιά με οξύτητα και το φως να στρογγυλεύει.
Τον επόμενο χρόνο, φθινόπωρο του ’45, περνάγανε οι εβδομάδες χωρίς την παρουσία του Παρθένη στη Σχολή, ώσπου μία μέρα εμφανίστηκε, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση: «έρχεται ο δάσκαλος!» ακουγόταν από στόμα σε στόμα σε όλο το διάδρομο. Αφού λοιπόν μας χαιρέτησε έναν έναν, αναφώνησε ο ίδιος στην αίθουσα, πράγμα που δε συνήθιζε, με ύφος αποφασιστικό: «Ήρθα να σας πω ότι παραιτούμαι». Αυτά ήταν τα μόνα του λόγια και, καθώς έπεσε σιγή, τα κορίτσια ανελύθησαν σε δάκρυα.
Υπάρχει κάτι από το οποίο παραιτηθήκατε, κάτι που δεν ολοκληρώσατε ζωγραφικά κι έμεινε σκέψη ή σπουδή;
Λήψη της έκθεσης «Παναγιώτης Τέτσης, Η Εμμονή του Βλέμματος» στην Εθνική Πινακοθήκη. @Γιώργος Μυλωνάς
Πάντοτε λες ότι κάτι υπολείπεται… ότι θα μπορούσα να είχα κάνει κι αυτό κι εκείνο κι όταν βρίσκεσαι μέσα στο χώρο σου, όσο μικρός κι αν είναι, πάντοτε ανακαλύπτεις άλλα πράγματα. Δηλαδή, δεν είναι κάτι που βγάζεις στο μυαλό σου, λέγοντας ότι έπρεπε να είχα κάνει και αυτό… είναι κάτι που βγαίνει στην πράξη! Και τα περισσότερα έργα που έχω κάνει δεν έγιναν μετά από μακροχρόνιο προγραμματισμό. Βεβαίως, βάζεις κάποια πλώρη, έναν στόχο, αλλά δεν έχω αφήσει το χρόνο να περνά με τα έργα μου.
Ποιο στόχο βάζετε μετά την έκθεση στου Θεοχαράκη;
Φοβάμαι πολύ πως όταν τελειώσει αυτό το σύνολο, θ’ αρχίσω να κάνω «κεντήματα», μικροπράγματα. Προς το παρόν δεν μπορώ να φανταστώ τι κανάλι θα βρω ή αν μπορώ λόγω ηλικίας. Ξέρετε έχει μεγάλη σημασία όταν οι δυνάμεις σου οι σωματικές μειώνονται, για να μην πω ελαττώνονται! Εγώ έπιανα το τελάρο και το γύριζα έτσι… ε, τώρα για να σηκώσω αυτό είναι μια ιστορία.
Ο Παναγιώτης Τέτσης στο εργαστήριό του (άνοιξη 2015). Τμήμα της φωτογραφίας στην κεντρική φωτ. @Γιώργος Μυλωνάς
Βγαίνοντας από το εργαστήρι του ζωγράφου, βρίσκομαι στη Λαϊκή Αγορά του, που είναι σημαντική κατά τούτο: είναι τοπίο και αυτή, τοπίο κοινωνικότητας. Κι αν τη δεις έτσι, εντυπωσιάζεσαι και για τη σύλληψη και για το αποτέλεσμα. Ανακαλύπτεις μέσα από τη ματιά του Τέτση τα μεγάλα χρωματικά επίπεδα που του αρέσει να δείχνει, τους πάγκους και τα τραπέζια. Σαν να θέλει να μας ξαναδώσει τη χαμένη πια όραση του χρώματος. Οι πίνακές του είναι μια ανατροπή του άχρωμου τοπίου της πόλης.
Ο ορίζοντάς μας, όσα βλέπουμε και νιώθουμε, είναι τα ψόφια χρώματα με τα οποία καλύπτεται το απέραντο μπετόν αρμέ που μας περιβάλλει κοιτώντας την πόλη, τον χώρο μας. «Το ρήγμα ψάχνω να βρω σ΄ αυτό το μπετόν» γράφει ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός. Νομίζω πως την απάντηση τη δίνει ο Τέτσης.