H ώρα να θαυμάσουμε από κοντά τις μεγαλοπρεπείς Σφίγγες στην είσοδο του μεγάλου ταφικού μνημείου στον Τύμβο Καστά, επιτέλους πλησιάζει. Πολύ πριν από το τέλος της χρονιάς, ενδεχομένως και μέσα στο καλοκαίρι, μικρές ομάδες θα μπορούν να επισκέπτονται το μνημείο και να βλέπουν, σε πρώτη φάση, την είσοδό του.
Τα αγάλματα των μυστηριωδών Σφιγγών θα συντηρηθούν και θα επικολληθούν σε αυτά το κεφάλι της μίας και όσα τμήματα από τα φτερά έχουν βρεθεί. Θα προβάλλουν δηλαδή με την λάμψη και την αίγλη που είχαν κατά την αρχαιότητα.
Οι εργασίες που γίνονται εκεί θα επιτρέψουν, μέσα στο 2023, να γίνει επισκέψιμο σχεδόν ολόκληρο το μνημείο- τουλάχιστον μέχρι εκεί όπου βρίσκονται τα αγάλματα των Καρυάτιδων και το ψηφιδωτό με την αρπαγή της Περσεφόνης. Διάδρομος από πατημένο χώμα θα επιτρέπει τη μετάβαση από το φυλάκιο στην είσοδο του τάφου, ενώ άλλος διάδρομος θα επιτρέπει την άνοδο προς την κορυφή του τύμβου.
Αυτά και άλλα, που περιλαμβάνουν διδακτικές αναστηλώσεις αλλά και συντήρηση και στερέωση του μνημείου και επαναφορά της μόρφωσης του αρχαίου τύμβου, ετοιμάζονται εδώ και καιρό. «Έχει γίνει πολλή και υψηλής ποιότητας δουλειά, η οποία είναι αφανής» είπε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη σε δηλώσεις της ύστερα από επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Αμφίπολη με κλιμάκιο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Το ταφικό μνημείο του Καστά, όπως έχει πει ο αρχιτέκτων και μελετητής του Μιχάλης Λεφαντζής, είναι ένα στρατιωτικό ιερό. Όλα ξεκίνησαν από μια ταφή που έγινε στον λόφο Καστά μέσα σε λακκοειδή τάφο. Προφανώς, ο νεκρός ήταν κάποιος ήρωας. Κατόπιν, τον 4ο αι. π.Χ., εκεί ανεγέρθηκε μακεδονικό αρχιτεκτόνημα, με επάλληλους χώρους.
Ο τελευταίος δέχτηκε ακόμα μια γυναικεία ταφή, στα τέλη του ίδιου αιώνα, τότε που η μεγαλοπρεπής μαρμάρινη θύρα σφραγίστηκε αποκλείοντας την είσοδο σε όλους. Επί ενάμιση αιώνα και πλέον ο χώρος ήταν επισκέψιμος. Υστερα όμως από την κυριαρχία των Ρωμαίων, έκλεισε για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Επειδή ήταν «σήμα» του Μακεδονικού στρατού και οι κατακτητές δεν ήθελαν να υπάρχει τίποτα που να τον θυμίζει.
Ο Μιχάλης Λεφαντζής έχει σημειώσει πως στην κορυφή του λόφου ο οποίος μετατράπηκε σε τύμβο, ο Φίλιππος Β’, πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αποφάσισε να μαρμαρώσει τρόπαιο που είχε στηθεί εκεί παλιά, για να θυμίζει τη νίκη του Αλέξανδρου Α επί των Περσών. Έτσι, σε τεχνητό έξαρμα ύψους πέντε μέτρων, στήθηκε το άγαλμα του Λέοντα της Αμφίπολης. Αυτό που έχει μετακινηθεί και βρέθηκε, μαζί με άλλα τεμάχια μαρμάρου, δίπλα στον ποταμό Στρυμώνα.
Για να γίνει όμως η τοποθέτηση του μαρμάρινου αγάλματος, υπήρξε μορφοποίηση του λόφου σε τύμβο, όπως δείχνουν οι γεωλογικές μελέτες όλων αυτών των ετών. Λίγο πιο κάτω, λειτουργούσε νεκροταφείο της εποχής του Σιδήρου και της Κλασικής εποχής το οποίο ανέσκαψε ο αείμνηστος Δημήτρης Λαζαρίδης.
Το ταφικό μνημείο φαίνεται πως ξεκίνησε από τον τάφο του (κατοπινού) τέταρτου χώρου επάνω στον οποίο ανεγέρθηκαν τοίχοι και θόλος. Υπολείμματα από ξύλινα δοκάρια της κορυφής χρονολογούν την κατασκευή στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο, περί το 320 π.Χ. Σε εκείνα τα χρόνια περίπου τοποθετείται και η κατασκευή του περιβόλου, όπως δείχνει η τεχνοτροπία.
Πολύ πρόσφατα ευρήματα από ανασκαφή της εφόρου Αρχαιοτήτων Δημητρίας Μαλαμίδου, έδωσαν ακόμα ένα τεκμήριο περί της χρονολόγησης της ανέγερσης. Σύμφωνα με πληροφορίες του Liberal.gr τα καμένα ξύλα πάνω από την καμάρα ανήκαν στο σύστημα μόνωσής της και δεν μεταφέρθηκαν σε εκείνο το σημείο από πυρά. Ένα τέτοιο «κάρβουνο» που είχε εντοπισθεί κατά την κυρίως ανασκαφή είχε χρονολογηθεί περί το 320 π.Χ. σε εργαστήρια του εξωτερικού και στον Δημόκριτο.
Τα ολοκληρωμένα στοιχεία δείχνουν πως περιλαμβανόταν στη μόνωση του εξωρραχίου, του εξωτερικού της καμάρας δηλαδή, την οποία αποτελούσαν: στρώμα πηλού, στρώμα υδρασβέστου, στρώμα εμποτισμένου ξύλου (που φαίνεται σαν καμένο) και ξανά στρώμα με υδράσβεστο. Εκτείνεται σε όλη την καμάρα. Δεν συναντάται όμως σε κανένα άλλο ταφικό μνημείο μέχρι στιγμής.
Η μόνωση επιβεβαιώνει πως επρόκειτο για χώρο επισκέψιμο, και βιώσιμο, αφού είχε σημασία η στεγάνωση και όχι ένα σκέτο ταφικό μνημείο το οποίο θα έκλεινε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των τελετουργιών για τον νεκρό.
Ο αρχικός τάφος πιθανώς ανήκε σε αφηρωισμένο νεκρό (νεκρό που λατρευόταν σαν ήρωας). Καθώς η Αμφίπολη ήταν στρατιωτικό κέντρο της περιοχής, η σκέψη οδηγεί προς το ότι ο χώρος ολόκληρος λειτουργούσε σαν τμήμα μιας αρχαίας «Σχολής Ευελπίδων»... Ιστορικοί συσχετισμοί ωθούν προς το ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος συγκέντρωσε εκεί το στράτευμα για να ξεκινήσει την εκστρατεία κατά των Περσών, μοίρασε στρατιωτικούς βαθμούς στους εταίρους και τους συμμάχους με τελετουργίες μέσα στο ταφικό μνημείο.
Οι κατώτεροι αξιωματικοί έπαιρναν τον βαθμό τους μέχρι τον τρίτο χώρο, ενώ στον τέταρτο ορκίζονταν οι λίγοι υψηλόβαθμοι. Κάποιοι ανώτεροι αξιωματικοί, όταν επέστρεψαν από τη Βακτριανή με πολλά χρήματα, καθώς είχαν εκπαιδευτεί ως βασιλικοί υπασπιστές στην Αμφίπολη, ήθελαν και μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου αλλά και τον δικό τους ο μακεδονικός στρατός να εκπαιδεύει εκεί αξιωματικούς υψηλής αξίας για ειδικές αποστολές.
Οι επίγονοι διαίρεσαν την εξουσία στο Βασίλειο των Μακεδόνων και στην Αμφίπολη κυριάρχησε ο Κάσσανδρος. Σύμφωνα με τις υποθέσεις εργασίας, εκείνος είναι που σφραγίζει οριστικά τον τέταρτο χώρο με τη νεκρή γυναίκα και τους δύο νεκρούς άνδρες. Πρόκειται, ίσως, για την πρωθιέρεια και δύο ιερείς (εδώ ακούγεται ακόμα και το όνομα της Ολυμπιάδας). Παρόμοιο ιερουργικό σχήμα συναντάμε και στον ναό της Τύχης στην Αίγυπτο. Πάντως, η μαρμάρινη θύρα του τέταρτου θαλάμου χρονολογείται στα χρόνια του Κασσάνδρου.
(Η Λίνα Μενδώνη ανέφερε ότι αυτή η μαρμάρινη θύρα, η οποία βρέθηκε σπασμένη, συντηρείται και τα τμήματά της θα συγκολληθούν).
Ο χώρος λειτουργεί μέχρι τη μάχη της Πύδνας και την ήττα των Μακεδόνων από τους Ρωμαίους. Επειδή όμως σημαίνει πολλά για τους Μακεδόνες, με τους ισχυρούς συμβολισμούς που εκπέμπει, οι Ρωμαίοι αποφασίζουν να σφραγίσουν το μνημείο και να το «εξαφανίσουν». Προσπαθούν να αποκολλήσουν και τα μάρμαρα του περιβόλου, όμως δεν το καταφέρνουν.
Περί το καλοκαίρι, λοιπόν, ο πρώτος χώρος θα είναι επισκέψιμος. Μέσα στους 2-3 επόμενους μήνες ολοκληρώνεται η αποκατάσταση της γεωμετρίας του Τύμβου. Εχουν εγκατασταθεί τα συρματοκιβώτια με την κίσσηρη (που είναι ελαφροβαρέστερη από το χώμα) και έχουν σκεπαστεί με χώμα, όπως προβλέπεται στις μελέτες. Το αποτέλεσμα θα είναι παραπλήσιο με της αρχαιότητας.
Τα έργα που εκτελούνται σήμερα στον Καστά –μέσω του τρέχοντος ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας- ολοκληρώνονται στο τέλος του 2023. Θα ακολουθήσει μία δεύτερη φάση, στην επόμενη προγραμματική περίοδο 2021-2027.
Από τον ερχόμενο Απρίλιο θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες για την εργολαβία που θα επιτρέψει τη στερέωση και αναστήλωση του ταφικού μνημείου. Μέσα στο 2023 θα απομακρυνθούν οι εσωτερικές μεταλλικές κατασκευές αντιστήριξης και τότε οι επισκέπτες θα μπορούν να φτάνουν στους δύο επόμενους χώρους: στην αίθουσα με τις Καρυάτιδες και στην αίθουσα όπου βρίσκεται το επιδαπέδιο ψηφιδωτό αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα.
Το κέλυφος του μνημείου θα έχει στέγαστρο επάνω από τον χώρο των Σφιγγών στις οποίες θα οδηγεί διακριτική μεταλλική κλίμακα. Η κατασκευή του προτεινόμενου κελύφους, σχεδιάστηκε με τρόπο τέτοιο, ώστε να αναφέρεται στην γεωμετρία και τις διαστάσεις του αρχαίου προστώου χωρίς να το αντιγράφει, με απολύτως αφαιρετικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, με στόχο την αρμονική παρουσία του στον χώρο σε σχέση με το μνημειακό σύνολο, εξυπηρετώντας παράλληλα και τις λειτουργικές ανάγκες αυτού, όπως η προβασιμότητα και η θέαση από τον επισκέπτη.
Θα ακολουθήσει διδακτική αποκατάσταση ενός τμήματος του περιβόλου. Επίσης, θα προστατευθούν τα θεμέλια του «σήματος» που είχε τοποθετηθεί στην κορυφή του λόφου, δηλαδή του τροπαίου. Πρόκειται για το γνωστό άγαλμα του λέοντα, που σε μεταγενέστερα χρόνια είχε μεταφερθεί κοντά στον ποταμό Στρυμόνα, μαζί με πολλές από τις 2.100 πλάκες του περιβόλου.
Μάλιστα, το σημερινό του βάθρο έχει δημιουργηθεί από τέτοιες πλάκες. Οι επιστήμονες θα αποφασίσουν αν στην κορυφή του Καστά θα τοποθετηθεί το άγαλμα ή αντίγραφό του. Στην αυτοψία, την Υπουργό Πολιτισμού συνόδευσαν οι βουλευτές Σερρών Φωτεινή Αραμπατζή και Θεόφιλος Λεονταρίδης.
Στο κλιμάκιο του ΥΠΠΟΑ μετείχαν ο Γενικός Γραμματέας Πολιτισμού Γιώργος Διδασκάλου, η Έφορος Αρχαιοτήτων Σερρών Δημητρία Μαλαμίδου, η Διευθύντρια Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ελενα Κουντούρη, ο Διευθυντής Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων Θέμης Βλαχούλης, ο αρχιτέκτων και μελετητής του ταφικού μνημείου στον Καστά Μιχάλης Λεφαντζής και άλλα υπηρεσιακά στελέχη του ΥΠΠΟΑ.