Πέθανε σε ηλικία 91 ετών ο διάσημος Αμερικανός παραγωγός Κουίνσι Τζόουνς, γνωστός για τις συνεργασίες του με μία ευρεία γκάμα καλλιτεχνών από τον Φρανκ Σινάτρα ως τον Μάικλ Τζάκσον.
Η καριέρα του στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας κράτησε πάνω από 60 χρόνια με τον ίδιο να κατέχει το ρεκόρ των 80 υποψηφιοτήτων στα βραβεία Grammy, [25] 28 βραβεία Grammy, και το βραβείο Grammy Legend που του απονεμήθηκε το 1992.
Ο Τζόουνς έγινε γνωστός στη δεκαετία του 1950 ως ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας τζαζ μουσικής, προτού προχωρήσει στην ποπ μουσική και τη σύνθεση μουσικής για κινηματογραφικές ταινίες. Το 1969, ο Τζόουνς και ο συνεργάτης του τραγουδοποιός Μπομπ Ράσελ έγιναν οι πρώτοι αφροαμερικανοί που προτάθηκαν ποτέ για Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού, για το «The Eyes of Love» από την ταινία Απαγόρευση (Banning).
Ήταν επίσης υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για τη δουλειά του στην ταινία του 1967 Εν Ψυχρώ (In Cold Blood), όντας έτσι ο πρώτος αφροαμερικανός δις υποψήφιος την ίδια χρονιά. Το 1971 έγινε ο πρώτος αφροαμερικανός που ανέλαβε χρέη μουσικού διευθυντή και διευθυντή ορχήστρας στην τελετή απονομής των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών. Το 1995 ήταν ο πρώτος αφροαμερικανός που έλαβε το ανθρωπιστκό βραβείο Jean Hersholt της Ακαδημίας. Έχει συνδεθεί με τον μουσικό Willie D. Burton ως δεύτεροι στη λίστα των αφροαμερικανών με τις περισσότερες υποψηφιότητες στα βραβεία Όσκαρ, με επτά υποψηφιότητες ο καθένας.
Ο Τζόουνς ήταν παραγωγός, από κοινού με τον Μάικλ Τζάκσον, στα άλμπουμ του Τζάκσον Off the Wall (1979), Thriller (1982) και Bad (1987), καθώς επίσης παραγωγός και διευθυντής ορχήστρας του φιλανθρωπικού τραγουδιού, το 1985, «We Are the World», το οποίο συγκέντρωσε χρήματα για τα θύματα του λιμού στην Αιθιοπία.
Το 2013, ο Jones εντάχθηκε στο Rock & Roll Hall of Fame ως νικητής, μαζί με τον Lou Adler, του βραβείου Ahmet Ertegun. Το περιοδικό Time τον ανέδειξε ως έναν από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς της τζαζ στον 20ού αιώνα.
Πηγή: Wikipedia.org