«Προσοχή στην άνω τελεία»
Μίκης - Σεφέρης

«Προσοχή στην άνω τελεία»

Το φθινόπωρο του 1960 παρουσιάστηκε ξανά η «Αντιγόνη» (μπαλέτο) στο Κόβεν Γκάρντεν. Τότε ο Μίκης Θεοδωράκης συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Σεφέρη, που υπηρετούσε στο Λονδίνο ως πρεσβευτής. «Θυμάμαι πως τον κάλεσα να παρακολουθήσει τη γενική πρόβα της ορχήστρας», σημείωνε ο συνθέτης. «Καθίσαμε στην άδεια πλατεία της εγγλέζικης Οπερας έχοντας μπροστά μας την τεράστια ορχήστρα με τους 100 και πάνω μουσικούς, που διηύθυνε με πάθος ο Λίντσμπερι. Ηταν  φανερό πως ο Σεφέρης άκουγε για πρώτη φορά συμφωνική μουσική μου. Φαινόταν σαν να μην πίστευε ότι το έργο αυτό το έχει γράψει Ελληνας συνθέτης. Βγαίνοντας από την πόρτα των ηθοποιών, πέσαμε πάνω στην αγορά λαχανικών και φρούτων. Είχε λιακάδα και οι θόρυβοι του πλήθους έρχονταν σε αντίθεση με την ατμόσφαιρα που είχαμε ζήσει λίγο πριν.
 
Του λέω:

- Θα ψάξω για κανένα ταξί, να σας πάω στην πρεσβεία…

- Τι ταξί μου λες, Θεοδωράκη, μου απαντά με βαριά φωνή. Έτσι που μ' έκανες θα χρειαστώ ώρες για να συνέλθω… Προτιμώ να βαδίσουμε.
 
Το μέγαρο της πρεσβείας προς την πλευρά του Χάιντ Πάρκ απείχε από το Κόβεν Γκάρντεν μια ώρα με τα πόδια…

- Για να σου πω την αλήθεια, δεν περίμενα ν' ακούσω αυτό που άκουσα… Θέλω να συζητήσουμε.
 
Η κυρία Σεφέρη είχε ανησυχήσει και μας περίμενε στο χολ. Καθίσαμε στο σαλόνι, στο ισόγειο δεξιά. Είχε ακόμα έξω φως. Μας σέρβιραν τσάι και τότε ο Σεφέρης άρχισε να μιλά.



Ήθελε να φτιάξουμε μαζί ένα μπαλέτο σε ιδέες δικές του. Δεν το απέκλεισα, όμως τον ρώτησα ευγενικά:

- Τι θα λέγατε, αν στο μεταξύ έγραφα τραγούδια πάνω στην ποίησή σας; 

- Τραγούδια;

Ήταν πράγματι έκπληκτος. Είχε όμως ακούσει για τον ''Επιτάφιο''.

- Θα σας φέρω την άλλη βδομάδα απ' το Παρίσι να ακούσετε τη δουλειά μου. Θέλω να πιστεύω ότι δεν προδίδω την ποίηση…

Σηκώθηκε και γύρισε με μια στοίβα βιβλία…».
 
Στο Παρίσι, γεμάτος ακόμα από τη συγκίνηση που του είχε προξενήσει αυτή η ζεστή και ανθρώπινη συνάντηση με τον μεγάλο ποιητή, και καθώς ξεφύλλιζε τις ποιητικές συλλογές που του είχε χαρίσει, έγραψε το ίδιο απόγευμα το «Περιγιάλι», δηλαδή την «Αρνηση», το «Κράτησα τη ζωή μου», «Άνθη της πέτρας» και τέλος το «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές».
Αφού καθαρόγραψε τα τέσσερα τραγούδια, τηλεφώνησε στον Σεφέρη: «Είμαι έτοιμος. Ερχομαι την προσεχή εβδομάδα στο Λονδίνο για πρόβες. Ορίστε μου, σας παρακαλώ, μέρα και ώρα, για να σας τα παρουσιάσω».
 
Ο Σεφέρης του απάντησε: «Σε περιμένουμε για δείπνο στην πρεσβεία… Διαθέτουμε υπέροχο πιάνο».

«Η κυρία Μαρώ Σεφέρη είχε ετοιμάσει η ίδια το γεύμα», αφηγείται ο Μίκης. «Ο Σεφέρης ρώτησε πού είναι το πικάπ. Ήταν ένα άθλιο κουτί της δεκάρας, που μ' έκανε ν' ανατριχιάσω για τον ήχο που θα έβγαζε. Κρατούσα στο χέρι τον ''Επιτάφιο'' στην έκδοση Χατζιδάκι - Μούσχουρη, γιατί φοβόμουν ότι η λαϊκή εκτέλεση με τον Μπιθικώτση ίσως να τρύπαγε τ' αυτιά του… Βλέπω τον Σεφέρη ν' αρκουδίζει και να χώνεται κάτω από το τραπέζι για να βάλει την πρίζα…
 
Κουράστηκε.

Φαίνεται ότι τα τραγούδια του ''Επιτάφιου'' τον ξάφνιασαν. Προς το καλό… Έτσι έφυγε από μέσα μου ένα μέρος από την αγωνία. Το υπόλοιπο αφορούσε τα ''Επιφάνια''.

- Πολύ όμορφα τα τραγούδια αυτά… Η Μαρώ μάς έχει ετοιμάσει να φάμε στο σαλόνι. Μετά θα μας παίξεις στο πιάνο τα καινούργια… Αλήθεια πώς βγήκαν; 

- Θα τ' ακούσετε…

Στο τραπέζι η κυρία Σεφέρη είχε ανάψει καντηλέρια. Άλλο φως δεν υπήρχε. Έτσι που μόνο η σκιά του πιάνου φαινόταν ανησυχητική για μένα, γιατί το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ' το ερώτημα ''άραγες θα του αρέσουν;''.

Τέλος ήρθε η μεγάλη στιγμή. Κάθισα στο πιάνο και άρχισα να τραγουδώ και να παίζω την ''Άρνηση''. Μετά το δεύτερο στίχο, η κυρία Μαρώ γέλασε νευρικά. Σταμάτησα.

- Τι συμβαίνει, Μαρώ; τη ρωτά ο Σεφέρης αυστηρά.

- Με συγχωρείτε… Όμως αυτό το ποίημα το έχω ακούσει τόσες και τόσες φορές να το απαγγέλει ο Γιώργος, που μου φαίνεται τόσο περίεργο να το ακούω με μουσική… Μ' αρέσει πολύ.
 
Όταν τελείωσα και το τελευταίο τραγούδι, το ζεύγος ήταν ικανοποιημένο. Ο Σεφέρης πάντα μετρημένος και βαρύς. Ομως στα μάτια του είδα τη λάμψη του δημιουργού που χαιρόταν για τη νέα μορφή που έπαιρνε ξαφνικά η ποίησή του. Τώρα βιαζόταν να το δει τραγουδισμένο…
 
Ήθελα τα ''Επιφάνια'' -ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο διανοουμενίστικος- να τα περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με λαϊκό μουσικό ένδυμα. Άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος στίχος φιλοδοξούσε να γίνει απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή τον κοσμάκη παντού. Στο γιαπί, στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα…

Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση:

- Πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες ''πήραμε τη ζωή μας'', βάλε παύση πριν πεις ''λάθος''.

Στ' αυτιά μου είχα την  προτροπή-παράκληση του ποιητή:

- Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα.

Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη ''λάθος'' κολλητά στο ''πήραμε τη ζωή μας'', δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα. Όμως πόσο κατανοητό ήταν για τον λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος…
 
Ο πιστός φίλος του ποιητή, Γιώργος Σαββίδης, θα γράψει: Το ''Περιγιάλι'' έγινε μια καινούργια ''Ξανθούλα''.
 
Έτσι το θέρος του '62, μαζί με τον Σεφέρη, τον Σαββίδη, τον Γιωργάκη Παπανδρέου και τον πατέρα μου, τριγυρνάγαμε ένα ολόκληρο βράδυ στην Πλάκα από ταβέρνα σε ταβέρνα, γιατί ο ποιητής ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια και ν' ακούσει με τα ίδια του τ' αυτιά τούς καλλιτέχνες και το κοινό σε όλα τα μαγαζιά να τραγουδούν το ''Περιγιάλι το κρυφό''…
 
Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για έναν διπλωμάτη…».

Η επόμενη μελοποίηση στίχων του Σεφέρη, που εν τω μεταξύ είχε πάρει το Νόμπελ, γίνεται σε καιρούς ζοφερούς. Το 1968, στις Φυλακές Αβέρωφ, όπου ήταν κρατούμενος, ο Μίκης μελοποίησε τέσσερα ποιήματα από το «Μυθιστόρημα» και το 1971 τα ηχογράφησε με τη Μαρία Φαραντούρη στο Παρίσι, μαζί με πέντε ποιήματα του Φ. Γκ. Λόρκα από το «Romancero Gitanο», σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και τέσσερα τραγούδια με δικούς του στίχους με τίτλο «Τα τραγούδια του Ανδρέα». Ο δίσκος κυκλοφόρησε από την Polydor με τίτλο «Ο Θεοδωράκης διευθύνει Θεοδωράκη Νο2», με ερμηνευτές τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη, τότε στο εξωτερικό και στη Μεταπολίτευση βεβαίως και στην Ελλάδα. Το «Λίγο ακόμα» έγινε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια αγώνα και ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον…

Κι έπειτα, κρατούμενος στις Φυλακές Ωρωπού, ο Μίκης μαθαίνει μια μαύρη είδηση: «Σκοτώθηκε ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου. Συγκλονίστηκα. Ο θάνατος είναι τυφλός και ανεύθυνος» γράφει στο ημερολόγιό του. Καταφυγή και παραμυθία ο ποιητής από τη Σμύρνη, συμπατριώτης της μητέρας του Μίκη. Γράφει:

«Και πάλι καταλήγω στον Σεφέρη. Στις 15 Γενάρη του 1970 τελειώνω το RAVEN. Με τον Πέτρο, τον αχώριστο σύντροφο, οργανώνουμε την ''πρώτη εκτέλεση'' μέσα στην έρημη κουζίνα. Απάνω στο τραπέζι με τη λαμαρίνα, ένα μπουκάλι μπίρα. Θα την απολαύσουμε μετά τη μουσική». Το ποίημα σε στίχους Γιώργου Σεφέρη θα γίνει η ραχοκοκαλιά για ένα Λαϊκό Ορατόριο. Οπως ακριβώς και το «Αξιον εστί»:

Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά

σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια

είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ' αυτό το πουλί

χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες

ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν

έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί

ένας ύπνος βαρύς από χρυσά  ψιχαλίσματα.

Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;