Ξεμυτίζουν διακριτικά και κατόπιν φροντίδας στις γωνιές του σπιτιού και στην αυλή, στα πάρκα, δίπλα στα έλατα που στολίζονται για τις εορταστικές ημέρες, προσκαλώντας το κοινό που τα εντόπισε, να σκύψει και να επεξεργαστεί με τη ματιά του το λιγοστό κίτρινο ανάμεσα στα κόκκινα πέταλά του που θαρρείς νανουρίζονται ακουμπώντας στη φυλλωσιά. Μία εικόνα που ζεσταίνει τη ματιά, πολεμώντας το κρύο του χειμώνα.
«Σαν κόκκινα αστέρια που ξύπνησαν στη γη» τα αλεξανδρινά, όπως θυμάμαι τον εαυτό μου να τα αποκαλεί, βλέποντας (τότε) σε καθένα από αυτά και μια ευχή – ένα αστέρι που καθώς έπεφτε από τον ουρανό το είδαν ανθρώπινα μάτια κι έκαναν μια ευχή. Σαν έπεσε στη γη το αστέρι πήρε ξανά ζωή· ξύπνησε, αυτή τη φορά κόκκινο, διατηρώντας όμως το χρυσαφί της πρότερής του λάμψης.
Προάγγελος των εορταστικών ημερών το αλεξανδρινό φυτό, το ταυτίζω και με έναν απολογισμό προτού έρθει ο «μυθικός» Άγιος Βασίλης να φέρει το νέο χρόνο και δώσει κι αυτός τις ευχές του έχοντας πρωτίστως καταγράψει –για ακόμη ένα έτος– τα πεπραγμένα και μη της ανθρωπότητας. Γεμάτος αλεξανδρινά ο σάκος του –όμοια και συνάμα διαφορετικά.
De profuntis οι ευχές που δίνονται, χάνεται η ουσία τους καθώς αυτές επαναλαμβάνονται; Είναι εφικτό να πραγματοποιηθούν και εν τέλει να επιβιώσουν σε έναν ορυμαγδό γεγονότων στην κοινωνία και ανά τον κόσμο; Ορισμένα δε, γεγονότα αποτελούν χοντρές γκρι πινελιές που «βάφουν» με αντίστοιχο χρώμα τα συναισθήματα. Για παράδειγμα, εν μέσω πολέμων ανά τον πλανήτη και κλιμάκωσής τους, τι αξία έχει η ευχή για ειρήνη;
«Οι ευχές είναι τα όνειρά μας» θα μπορούσε να είναι ο αντίλογος. Καθώς έχουν πλαθεί (σ.σ τα όνειρα) κάτω από τα σεντόνια μας ή σε χώρο οικείο, τους αξίζει ν' αρθρωθούν. Το ερώτημά μου είναι ο χρονικός ορίζοντας του περιεχομένου των ευχών/ ονείρων, καθότι μια ρευστή εποχή ευμετάβλητων γεγονότων ενίοτε και ανθρώπινων δεσμών. Το παρόν είναι σαφώς πιο αληθινό και κοντινό, ακόμη και το εγγύς μέλλον δείχνει μακρινό.
Τα αλεξανδρινά που φιλοτέχνησε η Χρύσα Βέργη (κεντρική φωτογραφία παρόντος σημειώματος) ζεσταίνουν τον αμφιβληστροειδή και τον εσώτερο εαυτό όσων εύχονται για τους άλλους και επιθυμούν επίσης οι δικές τους ευχές να ξεμυτίσουν και να ορθοποδήσουν. Ακόμη κι οι επιθυμίες, οι ευχές, αποτελούν μια κάποια σταθερά στη ρέουσα πραγματικότητα – υπενθυμίζω ότι στα έργα της, η Χρύσα Βέργη, πραγματεύεται το στοιβαρό εντός του ρέοντος κόσμου. Σε μία τρόπον τινά λογοτεχνική εξίσωση, όπου «στοιβαρά» εννοούμε τις αξίες, τα συναισθήματα, οτιδήποτε συμβάλλει στη δική μας θέση ώστε να μην παρασυρθούμε από φαινόμενα και καταστάσεις που θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με πολύ δυσμενή καιρινά φαινόμενα.
Είναι πολλά τα αλεξανδρινά που ξεμύτισαν στο έργο της Βέργη. Τόσο εκεί, όσο και στην καθημερινότητα γύρω μας αυτές τις ημέρες, είναι πολλά. Χαίρουν κι αυτά της προσοχής και του θαυμασμού μας –ας μην λησμονούμε πόσο απλόχερα «χαρίζουν» το χαμόγελό τους. «Σαν κόκκινα αστέρια που ξύπνησαν» δέχονται τη ματιά μας και άθελά τους, γίνονται μάρτυρες των ευχών μας προτού τις εκφέρουμε.
Κεντρική φωτ.: Έργο της Χρύσας Βέργη φιλοτεχνημένο το 2020.