Αθόρυβα αλλά αποφασιστικά, και μάλιστα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, η Πινακοθήκη του Δήμου Αλίμου έχει κατορθώσει κάτι μοναδικό. Στα λιγοστά χρόνια λειτουργίας της – μπήκε στον έβδομο από τη γενέθλιο έκθεση που οργάνωσε ο Καθηγητής Μάνος Στεφανίδης – δεν περιορίζεται στα όρια του Αλίμου, αλλά έχει γίνει η Πινακοθήκη των νοτίων προαστίων.
Αυτό εξηγείται από τη δημιουργία μιας συλλογής με ονόματα που έχουν ειδικό βάρος στην ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνης, αλλά κι από το γεγονός ότι η Πινακοθήκη υπηρετεί την αισθητική αγωγή του τόπου με εκθέσεις που θα ζήλευε κι ένα μεγάλο μουσείο (αρκεί να θυμηθούμε τα πρόσφατα αφιερώματα στον Μάκη Θεοφυλακτόπουλο και στον Κυριάκο Κατζουράκη).
Επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα για περαιτέρω εμβάθυνση στην τέχνη με εκδόσεις που διαθέτει δωρεάν στον επισκέπτη, ενώ οι προσεγμένοι κατάλογοι της Πινακοθήκης βρίσκονται αναρτημένοι στο διαδίκτυο, στην ιστοσελίδα του Δήμου Αλίμου.
Πρόκειται για εργαλείο που επεκτείνει την εμπειρία της θέασης και συγκροτεί ένα υπολογίσιμο σώμα εικαστικής παιδείας που κανένας άλλος Δήμος δεν παρέχει. Ο Άλιμος δημιουργεί τη δική του εικαστική βιβλιοθήκη, έντυπη και ψηφιακή. Η προσφορά αυτή δεν έχει διαφύγει από τους μεγάλους ζωγράφους μας, από τους καλλιτέχνες που στη συνείδηση των πολλών σήμερα λογίζονται ως δάσκαλοι.
Τέτοιος είναι ο Σωτήρης Σόρογκας που «επιστρέφει» στα νότια της Αθήνας έπειτα από σχεδόν 40 χρόνια (το 1985 έδειξε δουλειά του στην περίφημη τότε Πινακοθήκη Πιερίδη στη Γλυφάδα, με επιμελητή τον Ιόλα). Έκτοτε, είναι δεκάδες οι εκθέσεις που ο ζωγράφος πραγματοποίησε στην Ελλάδα, μα και στο εξωτερικό.
Από την ενότητα «Σεφέρης»
Στον Άλιμο, όμως, ο 87χρονος δημιουργός θέλησε κάτι διαφορετικό. Θυμάται το ξεκίνημά του στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών στο Χίλτον, το 1972, και στο τωρινό γύρισμα του χρόνου, επιχειρεί το ίδιο. Τότε και σήμερα αφιερώνει τη ζωγραφική του στον Σεφέρη, θέλοντας να δείξει την συμπόρευσή του με τον ποιητή.
Τότε, η αφιέρωσή του είχε την αξία ενός πρωτόβγαλτου δημιουργού που φανερώνει την αφετηρία του. Σήμερα, όμως, εκφράζει όλη τη διαδρομή.
Η έκθεση στήθηκε με τον καλλιτέχνη – κι αυτό έχει την αξία του – ως ένα ταξίδι προσωπικό που ο Σόρογκας μοιράζεται μέσα από παλιά, αλλά και νέα, σημερινά έργα που διακρίνονται από μια σταθερή διέπουσα: τη συνεχή, την αξεπέραστη εμμονή του ζωγράφου να ακινητοποιήσει μια στιγμή.
Όλα τα έργα φέρουν το ίχνος της χρήσης των πραγμάτων, του ανθρώπινου μόχθου, του χρόνου αυτοπροσώπως. Κι ο επισκέπτης θα συναντήσει έργα που βγήκαν από το εργαστήρι του ζωγράφου, ειδικά για τον Άλιμο. Ο ζωγράφος δεν ζει από τη ζωγραφική, αλλά ζει με την ζωγραφική στα 87 του χρόνια.
Σε μία ενότητα έργων που φιλοτέχνησε μόλις πρόσφατα ο ζωγράφος, δείχνεται η συγγένειά του με την ποίηση του Σεφέρη – συγγένεια σε θεματικό επίπεδο (αρχαία σπαράγματα, οι πέτρες, η ξερολιθιά, τα πηγάδια) αλλά και σε δομικό επίπεδο (τα αντιθετικά σχήματα σκοτάδι/φως, οικονομία λόγου). Η επίδραση του ποιητικού λόγου του Σεφέρη υπήρξε καταλυτική, γι’ αυτό και πέρα από τους μεγάλους δασκάλους στους οποίους μαθήτεψε – με πιο σημαντικό τον Μόραλη – ο Σεφέρης μίλησε στη ζωγραφική πράξη του Σόρογκα από το ξεκίνημά του.
Από την ενότητα «Σεφέρης»
«Πιστεύω πως η ποίησή του είναι λιτή, μεστή και έχει μια σπάνια νοηματική και εκφραστική πυκνότητα. Εκείνο όμως που με επηρέασε βαθιά είναι κάτι πέρα από τις μορφολογικές της αρετές. Είναι η βαθιά ιστορική συνέχεια που διακρίνει τους στίχους του, η συνύπαρξη του μεγαλείου και της φτώχειας, του αιώνιου και του φθαρτού, του άχρονου και του ασύνορου, με τον ασφυκτικά κλειστό χώρο του σήμερα».
Έτσι όπως είναι τοποθετημένα τα έργα, ο ζωγράφος διατυπώνει ένα μικρό, αλλά συμπυκνωμένο αφήγημα της θεματογραφίας του. Είναι σαν ένα εικαστικό βιογραφικό. Και τίποτε να μην γνωρίζαμε για τον Σόρογκα, αυτά τα μικρά σε διάσταση έργα αρκούν για να αποκαλύψουν την τέχνη του.
Η παράμετρος του χρόνου τονίζεται από τις «σκουριές»: διάτρητες λαμαρίνες, υπολείμματα μηχανών – φαντάσματα της παλιάς τους προέλευσης. Ο ζωγράφος προσδίδει ιερότητα στις πιο ταπεινές μορφές, μετατρέποντάς τες σε σύμβολα, όπως σε μια μνημειακών διαστάσεων σκουριά που παραπέμπει σε «Σταύρωση».
Ο Σόρογκας εξομολογείται ότι επιλέγει τα θέματα εκείνα που βρίσκονται κοντά στην απώλεια, «τα θνήσκοντα» θέματα τα οποία έχουν χαρακτηριστικά επιτυμβίων: ξεχασμένες και ναυαγισμένες βάρκες, παλιά καΐκια, διαλυμένες πόρτες άδειων αρχοντικών. Μια τέτοια, μνημειακή σε διάσταση πόρτα που ο ζωγράφος φιλοτέχνησε ειδικά για τον Άλιμο, ανοίγει την έκθεση ως σημείο συνάντησης δύο κόσμων διαφορετικών: η επιφάνεια και το βάθος, το φανερό και το άδηλο, το «αγγελικό και μαύρο» όπως θα λεγε ο Σεφέρης.
Η διάσταση του χρόνου σαρκώνεται και σε παλιά μεταφορικά μέσα του πρόσφατου παρελθόντος. Συγκεκριμένα, στην ενότητα των έξι έργων που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος για το Αττικό μετρό το 2010 και είναι αναρτημένα στον Σταθμό Λαρίσης. Στον Άλιμο παρουσιάζονται οι μακέτες, που σημαίνει οι πρώτες ιδέες για την υλοποίηση των μνημειακών έργων.
Στον χώρο επιβάλλεται το τρίπτυχο των Αλόγων, όπου η τραγικότητα συμβιώνει με το αίσθημα της υποταγής, του εγκλωβισμού σε ένα αναπόδραστο πεπρωμένο. Κινούνται χωρίς να τρέχουν, δέχονται πειθήνια τη θηλιά που τα σφίγγει πνιγηρά γύρω από τον λαιμό τους. Κάποτε παγιδεύονται με σχοινί ή περιορίζονται στον αποπνικτικό κλοιό ενός αιμάτινου κύκλου, σε έναν χώρο ολοκληρωτικά αφηρημένο.
«Πεσμένο άλογο»
Το αφηρημένο με το ρεαλιστικό συνομολογούν ένα σύμπαν ερμητικό όπως σχηματίζεται στη δισδιάστατη επιφάνεια του μουσαμά. Στην ομάδα με τα πηγάδια, παρουσιάζονται τα κατάμαυρα στόματά τους ως σκοτεινές δίοδοι σε ένα απροσδιόριστο επέκεινα. Πρόκειται για τη ριζικώς άλλη διάσταση. Η διάσταση του χρόνου είτε ως σκουριά, είτε ως μαύρη χοάνη μέσα από το άνοιγμα ενός πηγαδιού ή ενός ρήγματος, γίνεται «μήτρα» των πραγμάτων. Και, όπως στους βυζαντινούς το χρυσό φόντο υποβάλλει έναν άυλο πνευματικό χώρο, έτσι και το εκτυφλωτικό λευκό στον Σόρογκα γίνεται ένας, χωρίς όρια, μεταφυσικός κάμπος.
«Πηγάδι» (1952)
Την πινακοθήκη του ζωγράφου συμπληρώνουν πρόσωπα – σύμβολα, όπως ο Παπαδιαμάντης κι ο Βιζυηνός. Εδώ, η εξαύλωση των χαρακτηριστικών τους εκπέμπει μιαν αγιοσύνη έξω από τα ανθρώπινα.
Στον αντίποδα, υπάρχει το τόσο ζωντανό πρόσωπο της Αλεξάνδρας, σύμβολο ζωής, αλλά και το πρόσωπο ενός κοριτσιού, που ζει τη δική του μυστική πραγματικότητα στο μεταίχμιο του χρόνου με τη νοσταλγική αύρα μιας πολυκαιρισμένης φωτογραφίας.
«Αλεξάνδρα»
Το βυθισμένο στις σκέψεις πρόσωπο ενός κοριτσιού τόχει ο ζωγράφος συντροφιά του Καβάφη, ενώ κάτω από το πορτρέτο του ποιητή, ο Σόρογκας δανείζει τη δική του γλώσσα για να σώσει από τη λήθη τον τελευταίο λόγο του Αλεξανδρινού: «Μια βελόνα και λιγάκι κλωστή άσπρη βρίσκεται;» μας μεταφέρει και στο καμένο σημείωμα στάζει δυο κηλίδες χρώμα υπό το φως μιας λάμπας που αδιόρατα διαγράφεται.
Μετά από 40 χρόνια που το έργο ζωγραφίστηκε, μια τόσο ελεύθερη σύνθεση θα μπορούσε να είναι απολύτως σύγχρονη, σημερινή, από το χέρι ενός νεαρού καλλιτέχνη που δεν αισθάνεται ότι έχει δεσμούς με τη ζωγραφική παράδοση.
Την ενότητα των έργων κλείνει μια σειρά που αποκαλύπτει το βλέμμα του Σόρογκα με έναν άλλο τρόπο. Πρόκειται για φωτογραφίες που έβγαλε ο ίδιος στο παρελθόν με αναλογικό φιλμ και μεταπλάθει με ποιητική αίσθηση το ορατό. Η οργάνωση της σύνθεσης σε παραλλαγές συνδέεται άμεσα με την αφήγηση, την ποιητική λειτουργία, αλλά και τη συνθήκη του χρόνου. Πάλι το φως και οι τροποποιήσεις του επάνω στο θέμα, σχηματίζει σύνολα με συμβολικό χαρακτήρα.
Στην πραγματικότητα, η έκθεση μπορεί να ιδωθεί κι από τις δύο πλευρές, είτε αριστερά, είτε δεξιά, διότι ο χρόνος εδώ λαμβάνει διάσταση κυκλική γι’ αυτό και η μνημειακή πόρτα στην είσοδο μπορεί να είναι μπάσιμο ή έξοδος από τον κόσμο του ζωγράφου.
«Ζήτημα φωτός» έως 28 Μαρτίου στο Πολιτιστικό Κέντρο δήμου Αλίμου στη Λεωφόρος Ιωνίας 96.
Κεντρική φωτογραφία: Σωτήρης Σόρογκας, Από την ενότητα «Σεφέρης»