Από τα πιο σημαντικά γεγονότα που αναμένουμε στον πολιτιστικό χάρτη της Ευρώπης το 2027, είναι η δημιουργία τμήματος Βυζαντινών Τεχνών και Χριστιανισμού της Ανατολής στο Μουσείο του Λούβρου. Την προοπτική ανάδειξης του Βυζαντίου και το επίπεδο των βυζαντινών σπουδών σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, συζητάμε με τον Καθηγητή Θανάση Σέμογλου που μέχρι πρόσφατα είχε διδακτική εμπειρία στην πόλη του Φωτός. Δίδαξε βυζαντινή τέχνη και εικονογραφία στην École Pratique des Hautes Études, ενώ χρημάτισε αναπληρωτής διευθυντής σπουδών της Fondation de la Maison des Sciences de l'Homme.
Καθηγητής σήμερα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ο κ. Σέμογλου συνδυάζει την ιδιότητα του πανεπιστημιακού δασκάλου με αυτήν του ερευνητή. Προβάλλει τη βυζαντινή τέχνη στο εξωτερικό – την περασμένη άνοιξη ως επισκέπτης καθηγητής στο περίφημο πανεπιστήμιο Waseda του Τόκυο – ενώ πρόσφατα παρουσίασε τη ζωγραφική από το καθολικό της Μονής Παντοκράτορος στο Άγιον Όρος, πλούσια φωτογραφημένη στην έκδοση «Όψις Ένθεος». Την περίοδο αυτή εργάζεται στη Μονή Βατοπαιδίου για να μας φανερώσει την πρώτη, σωζόμενη χρονολογικά ζωγραφική στο Όρος (12ος αι.).
Ο Καθηγητής Θανάσης Σέμογλου
Το παράδειγμα στο μουσείο του Λούβρου πιστεύετε πως είναι μεμονωμένο ή εντάσσεται σε μια γενικότερη στροφή του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για το Βυζάντιο;
Το ενδιαφέρον για το Βυζάντιο στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα είναι μία υπόθεση που ξεκινά αρκετά νωρίς, ενισχύεται μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στη δεκαετία του ΄90 και νομίζω πως αυξάνεται θεαματικά τον 21ο αιώνα. Αυτό προκύπτει τόσο από τον πολλαπλασιασμό των εκθέσεων με θέμα το Βυζάντιο και τον πολιτισμό του όσο και από την ίδια την έρευνα αλλά και από τις προσπάθειες διαχείρισης του πολιτισμού του από την πολιτεία καθώς και από ιδιώτες, παρά το γεγονός βέβαια ότι οι αρμόδιες για τον Βυζαντινό πολιτισμό αρχαιολογικές υπηρεσίες στην Ελλάδα ήταν πάντα λιγότερες και σημαντικά υποστελεχωμένες σε σχέση με τις αντίστοιχες των κλασικών, θα έλεγα, διαχρονικά.
Ως προς το πρώτο σκέλος, εκθέσεις όπως αυτή στη National Gallery of Art στην Washington το 2013 που μεταφέρθηκε έναν χρόνο αργότερα στο Μουσείο του J. Paul Getty που είχε ως θέμα το εντυπωσιακό Heaven and Earth: Art and Byzantium from Greek collections, αλλά και αυτή στη Νέα Υόρκη του 2012 που επιχειρούσε να εξετάσει τη μετάβαση περιοχών και πολιτισμών από τον Βυζαντινό χώρο και σφαίρα της επιρροής του στον Ισλαμικό από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα, όπως και η μεγάλη έκθεση στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης (Byzantium through the Centuries) αποδεικνύουν το σταθερά αυξανόμενο ενδιαφέρον του Ευρωπαϊκού και Αμερικανικού κοινού για μια αρχαία τέχνη που μεταφέρει φιλτραρισμένες στο νεότερο κόσμο τις αξίες και την αισθητική της ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς, διαμορφώνοντας μια νέα «κοινή» γλώσσα με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη και αποδέκτες κέντρα αλλά και περιφέρειες της αχανούς αυτοκρατορίας.
Το Τρίπτυχο Harbaville είναι ένα βυζαντινό ελεφαντοστέινο ανάγλυφο των μέσων του 10ου αι. με παράσταση Δέησης κι άλλων αγίων, φιλοτεχνημένο στην Κωνσταντινούπολη (συλλογή του Λούβρου)
Συνεπώς, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, σε καμία περίπτωση το εγχείρημα στο Μουσείο του Λούβρου δεν είναι μια ξεχωριστή και μεμονωμένη περίπτωση, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας δυναμικής διεργασίας επαναξιοποίησης και διαχείρισης του Βυζαντινού πολιτισμού σύμφωνα με τις αισθητικές, και καλλιτεχνικές προτιμήσεις του παγκόσμιου κοινού κυρίως, αλλά και λόγω της ουσιαστικής του συμβολής στη διαμόρφωση του Μοντερνισμού και πιθανότατα προϊόν μιας ανανέωσης του ενδιαφέροντος για την χαμένη δόξα του Βυζαντίου και της εντυπωσιακής αυλικής και εκκλησιαστικής εθιμοτυπίας του που εντυπωσίασε και ενέπνευσε ένα μεγάλο μέρος της ανατολικής Μεσογείου, της Ευρώπης και της Αφρικής.
Θυμάμαι τον σερ Στήβεν Ράνσιμαν όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη μήπως κουράστηκε από την ενασχόλησή του με τα Βυζαντινά, να δηλώνει ευτυχής που προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον. Εμείς πάλι, συνηθίζουμε με παράπονο να λέμε ότι για τους περισσότερους ιστορικούς το Βυζάντιο παραμένει στην αφάνεια. Είναι έτσι; Κι εδώ στην Ελλάδα πώς κρίνετε το επίπεδο των βυζαντινών σπουδών;
Το Βυζάντιο ήταν παρεξηγημένο και παραγκωνισμένο ήδη από την εποχή της Αναγέννησης για να απαξιωθεί πλήρως από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό κατά τον 18ο αιώνα. Η ανάκαμψη ξεκινά δειλά τον 19ο αιώνα. Σήμερα βέβαια έχει βρει τη θέση του στην παγκόσμια Ιστορία και τον ρόλο του σε αυτή. Το ίδιο και η τέχνη του.
Ο καθαρισμός και η συντήρηση συνόλων τοιχογραφιών, μωσαϊκών, εικόνων, χειρογράφων και αντικειμένων μικροτεχνίας σε διαφορετικά σημεία του χώρου που καταλάμβανε το Βυζάντιο, όπως Ελλάδα, Τουρκία, υπόλοιπα Βαλκανικά κράτη, Καύκασο, αλλά και στην Αφρική, Σουδάν, Αίγυπτο και Αιθιοπία, διαμόρφωσαν μία νέα εικόνα για την τέχνη της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας, η οποία παρουσιάζει τόσες τοπικές παραλλαγές και ιδιομορφίες στην εξέλιξη των αιώνων και ανά τόπους που καθιστούν την τέχνη αυτή ελκυστική για έρευνες και νέες σκέψεις.
Η Μεταμόρφωση του Χριστού (π. 1200 συλλογή του Λούβρου)
Στην Ελλάδα, το επίπεδο των Βυζαντινών σπουδών σε ποικίλους τομείς, όπως ιστορία, τέχνη, φιλολογία και αρχαιολογία είναι αρκετά ικανοποιητικό με αρκετούς καθηγητές σε Πανεπιστήμια και ερευνητές σε διάφορα ακαδημαϊκά ιδρύματα, όπως την Ακαδημία Αθηνών και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών αλλά και τις ξένες αρχαιολογικές σχολές που κρατούν σε πολύ υψηλό επίπεδο την έρευνα και τις σπουδές, θα έλεγα μάλιστα αντίστοιχο σε ποιότητα με μεγάλα ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Είναι αναγκαίο βέβαια να συνεχίσει όπου υπάρχει, ή να ξαναξεκινήσει όπου έχει αδίκως διακοπεί (βλ. το ετήσιο συμπόσιο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας) και να ενισχυθεί περαιτέρω η οικονομική στήριξη της έρευνας από την Πολιτεία.
Η ανάδειξη του προϊόντος του Βυζαντινού πολιτισμού θα ανταποδώσει στο πολλαπλάσιο και μάλιστα στο εγγύς μέλλον αυτή τη βοήθεια. Πειραματισμοί στη διαχείριση του πολιτισμού του μπορεί να οδηγήσουν σε απαξίωσή του ανάγοντάς το σε μια γραφικότητα και φθηνή εμπορευματοποίηση που γρήγορα θα χάσει την όποια ιστορική και καλλιτεχνική του αξία. Συνεπώς η Πολιτεία οφείλει να το προστατεύσει κατά τρόπο ανάλογο που προστάτευσε και τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας.
Η Θεσσαλονίκη όπου διδάσκετε, θα μπορούσε να γίνει κέντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος στα Βυζαντινά. Έχουμε τους θησαυρούς που πρόκειται να φανερώσει το μετρό, ενώ και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού σε αντίθεση με το μουσείο της Αθήνας, είναι εξαιρετικά δημοφιλές όχι μόνο σε τουρίστες, αλλά και στην πόλη. Σας έχει απασχολήσει αυτό στο Αριστοτέλειο;
Είναι αλήθεια ότι η Θεσσαλονίκη ως η δεύτερη σημαντικότερη πόλη στο Βυζάντιο μετά την Βυζαντινή πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, έχει ιδιαίτερο ρόλο σήμερα στην ανάδειξη του πολιτισμού και της ιστορίας του και ακόμη περισσότερο λόγω της εγγύτητάς της με τη μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους που αποτελεί, σύμφωνα με τον Jacques Lacarrière «την επιβίωση, έναν περιφραγμένο και προστατευμένο χώρο του Βυζαντίου στην εποχή μας».
Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει καλά τον ρόλο αυτό. Πρόσφατα, νέες πρωτοβουλίες που οδήγησαν στην ίδρυση της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης, τα εγκαίνια των γραφείων της εγκαινίασε μόλις μία εβδομάδα πριν ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αλλά και του Σωματείου της Βυζαντινής Οικουμένης με φιλόδοξες σκέψεις και δυναμικούς και ρεαλιστικούς στόχους θέτουν μια νέα προοπτική στην διαχείριση του ονόματος, του ρόλου και της παρακαταθήκης της πόλης.
Επιπλέον, το Πανεπιστήμιο διαθέτει ένα αξιόλογο ερευνητικό κέντρο, το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, το οποίο συστάθηκε με πρωτοβουλία καθηγητών του ΑΠΘ το 1966 και προωθεί σημαντικά την έρευνα και προβολή του Βυζαντίου σε ποικίλους επιστημονικούς τομείς από τη Θεολογία έως τη νομική και από τη φιλολογία έως την τέχνη και την αρχαιολογία.
O Καθηγητής Θανάσης Σέμογλου
Το ΑΠΘ διαθέτει παράλληλα μεταπτυχιακά προγράμματα σε διάφορα Τμήματα της Φιλοσοφικής Σχολής με ειδίκευση στις Βυζαντινές σπουδές ενώ σχετικά πρόσφατα ιδρύθηκε και ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον διατμηματικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα, «Σπουδές στην ιστορία, την πνευματικότητα, την τέχνη και τη μουσική παράδοση του Αγίου Όρους», με έμφαση στην ιστορία και τον πολιτισμό της Αθωνικής Πολιτείας. Συνεπώς, το Βυζάντιο είναι πλήρως ενταγμένο στην έρευνα και τη διδασκαλία στα προγράμματα του ΑΠΘ, το οποίο κατανοεί τη σημασία και το ρόλο του στις ανθρωπιστικές σπουδές.
Ο υπουργός Κυριάκος Πιερρακάκης έχει δείξει πως επιδιώκει την εμπλοκή των μεγάλων ιδρυμάτων στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ειδικά στο πεδίο των βυζαντινών σπουδών, υπάρχει κάτι που θα τον συμβουλεύατε;
Η εμπλοκή ξένων ιδρυμάτων στο Πανεπιστήμιο, στο πλαίσιο προφανώς ερευνητικών συνεργασιών, είναι καίρια για την έρευνα και την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και του ίδιου του ερευνητικού διαλόγου. Νομίζω πως το πλαίσιο το νομικό έχει ήδη τεθεί για τέτοιες συνεργασίες και καλό είναι να το χρησιμοποιήσουμε άμεσα για την προώθηση τέτοιων δράσεων. Ήδη συνεργασίες με ξένα ιδρύματα υφίστανται τόσο μέσω του προγράμματος Erasmus όσο και με αυτό των συνεπιβλέψεων διδακτορικών διατριβών (co-tutelles).
Αλλά η ίδρυση κοινών μεταπτυχιακών προγραμμάτων με ενιαίους τίτλους σπουδών θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις Βυζαντινές σπουδές και ίσως θα διευκολύνει και περαιτέρω χρηματοδοτήσεις για δράσεις, όπως ανασκαφές, καταγραφές, ψηφιοποιήσεις και άλλες.
Θα επιθυμούσα, πιστεύω και οι υπόλοιποι συνάδελφοι, μια περαιτέρω διοικητική υποστήριξη ώστε να τρέξουν πιο γρήγορα τέτοια προγράμματα, καθώς η μείωση του προσωπικού και οι αυξημένες διδακτικές και κυρίως διοικητικές ανάγκες καθιστούν ακόμη δυσκολότερη τη συμμετοχή μας σε αυτή τη διαδικασία. Και είναι πραγματικά κρίμα, καθώς η βούληση από πλευράς μας υπάρχει, όπως και καινοτόμες πολλές φορές και πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες.
Να υποθέσω ότι κάτι ανάλογο προγραμματίζετε για τους ξένους φοιτητές στο τμήμα σας;
Ήδη έχουμε εγκαινιάσει μια σειρά μαθημάτων στην αγγλική για τους Erasmus φοιτητές μας. Όμως, σκεφτόμαστε σοβαρά με μια ομάδα συναδέλφων του Τμήματός μας, που είναι και αντικείμενο περαιτέρω συζητήσεών μας, τη δημιουργία ενός ξενόγλωσσου μεταπτυχιακού προγράμματος για το Βυζάντιο που θα είναι σε θέση να προσελκύσει φοιτητές από όλο τον κόσμο που ενδιαφέρονται να πραγματοποιήσουν σπουδές υψηλού επιπέδου.
Ο Καθηγητής Θανάσης Σέμογλου με φοιτητές του
Η Θεσσαλονίκη με Βυζαντινά μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς, και με ένα Πανεπιστήμιο με ανασκαφές σε θέσεις σημαντικές της Ύστερης Αρχαιότητας, όπως το Δίον και τους Φιλίππους, αλλά και με υποδομές, βιβλιοθήκες και ερευνητικά κέντρα διεθνούς εμβέλειας (ΚΒΕ και Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών στη Μονή Βλατάδων, με το οποίο το ΑΠΘ έχει συνάψει πρωτόκολλο συνεργασίας), πιστεύω ότι μπορεί να αναδειχθεί ως ένας εκπαιδευτικός πόλος πρώτης γραμμής. Ήδη το έχει πετύχει εν μέρει η Κωνσταντινούπολη.
Η Θεσσαλονίκη έχει ακόμη περισσότερα πλεονεκτήματα που αφορούν στην συνολική εθνική πολιτική της χώρας μας απέναντι στα Βυζαντινά μνημεία, για να γίνει ένα αδιαμφισβήτητο διεθνές κέντρο Βυζαντινών σπουδών.
Επιτρέψτε μου και μια πολιτική ερώτηση. Ο ευρωπαϊκός κόσμος βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Εκτός από πολέμους στα σύνορά του, αντιμετωπίζει ξανά στο εσωτερικό του διαλυτικά στοιχεία. Ακόμη και πριν το μεταναστευτικό, η Ευρώπη έβλεπε αμήχανη να περιορίζεται στα πανεπιστήμιά της η διδασκαλία της κουλτούρας της και να υποβαθμίζεται η σημασία της. Ποια διδάγματα λοιπόν μπορεί να λάβει η σύγχρονη Ευρώπη από τη μεγαλύτερη σε διάρκεια αυτοκρατορία της;
Η Ευρώπη έχει ήδη κατανοήσει εκτός από τη διάρκεια του Βυζαντίου, την ιερότητα του πολιτισμού του, τον υπερβατικό του χαρακτήρα και τον εν γένει μύθο του που συνδυάζει το θείο με το γήινο, το συμβολικό με το ρεαλιστικό. Από την άποψη αυτή, το Βυζάντιο ήταν ένας κόσμος που επικοινωνούσε ισότιμα, και αναφέρομαι στον πολιτισμό του κυρίως, και όχι μόνο, με τη Δύση και το Ισλάμ, με την Ευρώπη και την Ασία, με τους γίγαντες και τους νάνους.
Η εκτυφλωτική του λάμψη, απότοκος της αυτοκρατορικής του καταγωγής συνδυασμένη με τη θεολογική αφαίρεση και την αισθητική του «ησυχία» καθιστούν το Βυζάντιο έναν μύθο που μπορεί να διαμορφώσει ένα νέο ιστορικό και πολιτικό αφήγημα και να εμπνεύσει. Από αυτήν την άποψη, το Βυζάντιο συνιστά ιδίως σήμερα σε μια κατακερματισμένη ιδεολογικά και πολιτικά Ευρώπη μία μεγάλη πρόκληση προσφέροντας μία πρόταση που είναι σε θέση να συνθέσει μία ενιαία γλώσσα και κυρίως να διαμορφώσει ένα κοινό όραμα ειρήνης. Η Θεσσαλονίκη μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε επίπεδο έρευνας σε αυτό το όραμα.
Κεντρικη φωτ.: Ψηφιδωτή παράσταση από το καθολικό του Οσίου Δαυίδ (Μονή Λατόμου), Θεσσαλονίκη