Μια από τις καλύτερες εκθέσεις της περασμένης χρονιάς ήταν του Χρήστου Αντωναρόπουλου.
Τι σημαίνει «τέχνη πολιτική»;

Τι σημαίνει «τέχνη πολιτική»;

Μια από τις καλύτερες εκθέσεις της περασμένης χρονιάς ήταν του Χρήστου Αντωναρόπουλου.

Μια από τις καλύτερες εκθέσεις της χρονιάς ήταν του Χρήστου Αντωναρόπουλου («Κατάθλιψη και Ενθουσιασμός», Νοέμβριος – Δεκέμβριος ’23, γκαλερί Σιαντή). Βγαίνοντας από την αίθουσα, ένας όρος καρφώθηκε κι επανέρχεται εμφατικά σ’ αυτές τις γραμμές. Ο ζωγράφος κάνει τέχνη πολιτική.

Μια σειρά από φιγούρες, γυμνές από φτιασίδια, ταράζουν το βλέμμα του θεατή δίνοντας το μέσα της ύπαρξής τους. Κάπου ανάμεσά τους προβάλλουν δεσμοφύλακες, ενώ στον κάτω όροφο της αίθουσας μια ομάδα αστυνομικών βγάζει το γελοίο πρόσωπο της εξουσίας. Ο υπόγειος χώρος, αποκλεισμένος από το φυσικό φως, έγινε καθεστώς τρόμου κι ανελευθερίας γι’ αυτό και ήταν ιδανικός.   

Τα έργα μεμονωμένα με τη χρωματική δύναμη του Αντωναρόπουλου, διαθέτουν οντότητα αυθύπαρκτη. Σαν σύνολο, όμως, υπήρξαν μια σύνθεση σπονδυλωτή, δημιουργώντας ένα πυρακτωμένο σκηνικό όπου όλοι οι πρωταγωνιστές του ζωγράφου ήταν θύτες και θύματα.

Από τη μία έχουμε ανθρώπους που ζουν έρημοι, απομαγεμένοι και θλιμμένοι, δεσμώτες του μικρού τους εαυτού. Μόνο παιδιά κραδαίνουν λάβαρα κι ένα ζευγάρι ερωτευμένων ίπταται πάνω από την Ακρόπολη λες για να ξεφύγουν από το βίαιο και σκελετώδες χέρι της πραγματικότητας. Αυτήν εκφράζουν οι στολές της εξουσίας.

Προσοχή εδώ, ο ζωγράφος δεν παραδίδει μαθήματα επαναστατικότητας (ακόμη και τα γραμμένα στους τοίχους δεν είναι φθηνά συνθήματα, αλλά χωνεμένα μέσα στη ζωγραφική πράξη). Φοβάμαι μήπως στο ναρκοπέδιο των λέξεων ο όρος «πολιτική» φθηνύνει την πρότασή του.

Αλιεύω από τον Ροΐδη που σχολιάζει την τρέχουσα πολιτική γλώσσα —που είναι ακόμα σήμερα τρέχουσα —, σέρνοντας δεμένα στην ουρά της μερικά νέα τενεκέδια, χωρίς νάχει χάσει κανένα από τα όσα επισήμανε ο βιτριολικότερος της γραμματείας μας: «Αι μεν προς τα γράμματα, την επιστήμην, την τέχνην και πάσαν εν γένει πνευματικήν απόλαυσιν σχετιζόμεναι λέξεις απομένουσιν ακόμη ασήμαντα φωνήματα, έρημα εννοίας κελύφη, ενώ άλλαι τινές, ως λ.χ. εγκάθετος, επιρροή, πολιτικός φίλος, επιτήδειος, εξοικονομώ, ρεύμα, μαυρίζω, καταπίεσις, όργια, εμπάθεια, συναλλαγή και αι όμοιαι έχουσιν ήδη ου μόνον ακριβή αλλά και ιδιάζουσαν νεοελληνικήν σημασίαν».

Στον Ροΐδη νομίζω θα άρεσε η αλήθεια της ζωγραφικής του Αντωναρόπουλου. Και σίγουρα, θα είχε να πει πολλά για τα ιδρύματα που βαφτίζουν «επαναστάτη», αυτόν που απολαμβάνει θέση στις μεγάλες συλλογές, που διοργανώνει μπιενάλε με κρατικές επιχορηγήσεις, που δήθεν ευαγγελίζεται τη σύγκρουση με το κονφόρμ.

Προσωπικά, δεν έχω αντίρρηση για όλα αυτά και το «περιθώριο» είναι μια ετικέτα που συνοδεύει τον καλλιτέχνη στερεοτυπικά. Ωστόσο, η λέξη πολιτική μπροστά στην τέχνη έγινε πια ένα άδειο τενεκεδάκι, ένας αιωρούμενος σάκος, όπου κάθε επιμελητής φοράει τα γάντια του μποξ και τραβάει μερικές θολώνοντας την έννοια των πραγμάτων.

Κάθε έργο του Αντωναρόπουλου ήταν κι ένα αναμμένο σπίρτο μέσα στο δάσος της νόησής μας και πρόσφερε στους αμέριμνους περιπατητές μια σπάνια ώρα. Βγαίνοντας από την αίθουσα όλοι εμείς, ο κόσμος, πρόσωπα και πράγματα, συμπεριφερόμασταν σαν όλα αυτά να ήταν κανονικά, σαν η ζωή να είχε «τον ρυθμό της». Κι ωστόσο, κάπου κοντά μας ακουγόταν η φωνή του βασιλιά Ληρ:

Αν οι ουρανοί τα πνεύματά τους/ δεν στείλουν κάτω, γρήγορα, να σωφρονίσουν/ αυτά τα εγκλήματα, θα φτάσει η ανθρωπότητα/ ν’ αυτοσπαράζεται, σαν του βυθού τα τέρατα.