Μάλλον δεν υπήρξε, ειδικά φέτος, απόγονος Μικρασιατών, που να μην τήρησε τις μέρες αυτές τα μικρασιάτικα έθιμα, και να μη σκέφτηκε μελαγχολικά την πανάρχαιη κοιτίδα των Ιώνων ή τη Δυτική Θράκη και τον Πόντο. Έναν αιώνα μετά από τον ξεριζωμό του Ελληνισμού, τη θανάτωση εκατοντάδων χιλιάδων και την προσφυγιά άλλων τόσων, οι πρόγονοι έχουν σταλάξει στις μνήμες μας μαρτυρίες για τις πατρίδες που έχασαν και έχουν σφραγίσει την ύπαρξή μας με την αγάπη τους και τα πικρά πάθη.
Εκατό χρόνια μετά, δεν ζουν πια πρόσφυγες πρώτης γενιάς, ενώ και η δεύτερη γενιά μας αποχαιρετά. Οι διαφωνίες ανάμεσα σε ιστορικούς ή ανάμεσα σε πολιτικούς για την μικρασιατική καταστροφή (όπως ονομάζεται η εκδίωξη των προγόνων μας από εδάφη στα οποία είχαν εγκατασταθεί ήδη από τον 8ο και 7ο αι. π.Χ.) είναι ακόμη ζωηρές. Κάτι που δείχνει πως αυτή η εθνική περιπέτεια δεν έχει ακόμη «παγώσει» στις καρδιές των ανθρώπων. Και ότι οι ερμηνείες μπορεί να είναι πολλές, κάτι όχι απαραίτητα κακό, όμως κάποιοι επιχειρούν να συσκοτίσουν αντί να φωτίσουν τα αίτια.
Ως προσφυγικής καταγωγής και από τους δύο γονείς μου, έχω ξεκοκκαλίσει όποιο βιβλίο, άρθρο ή κείμενο γενικά έχω καταφέρει να βρω. Δεν είμαι Ιστορικός, άρα δεν θα εκφέρω τη θέση μου. Ως πολίτης, πάντως, έχω άποψη και είναι η ακόλουθη:
Το 2021 ήταν αφιερωμένο στην επέτειο 200 ετών από την Επανάσταση, ωστόσο δεν στέφθηκε με περισσότερη εθνική αυτογνωσία. Καλό θα ήταν να μην περάσουν με τον ίδιο τρόπο και τα 100 έτη από τη μικρασιατική καταστροφή. Έχουμε πολλά να μάθουμε παρακολουθώντας το αποτύπωμα της πραγματικά τεράστιας εθνικής καταστροφής στο σήμερα. Πώς το αντιλαμβάνεται τώρα η ελληνική κοινωνία, ο Ελληνισμός; Ποια συμπεράσματα έχει βγάλει; Ποια από αυτά θα τη βοηθήσουν να μην επαναληφθεί το φαινόμενο;
Εν ολίγοις, σωστή η κήρυξη του 2022 και των επόμενων δύο ετών ως ετών μικρασιατικού, προσφυγικού, ποντιακού, κλπ Ελληνισμού. Αλλά δεν φτάνει. Το υπουργείο Πολιτισμού δεν αρκεί για να σηκώσει στους ώμους του τόσο μεγάλο φορτίο. Ναι, και εκδηλώσεις πρέπει να γίνουν και αφιερώματα, και μουσεία να δημιουργηθούν. Όμως, χωρίς τη συνέργεια άλλων υπουργείων υπάρχει κίνδυνος να μείνουμε στον αφρό των πραγμάτων. Να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε, να αφήσουμε τα δάκρυα να κυλήσουν και τέρμα. Να μην κερδίσουμε κάτι για το μέλλον.
Χωρίς -τουλάχιστον- το υπουργείο Παιδείας, ο εορτασμός θα είναι λειψός. Σε αυτό «υπάγονται» οι ιστορικοί που θα παρουσιάσουν τις συνθήκες, τις επιτυχίες, τις αστοχίες και τα εγκληματικά λάθη. Που θα μιλήσουν για έναν ακόμα εθνικό διχασμό, ο οποίος είχε ως απότοκο την ήττα. Και για ό,τι ακόμα κρίνουν εκείνοι που έχουν ασχοληθεί με το θέμα επανειλημμένως.
Θα διακινδυνεύσω να πω επίσης πως το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει να καταθέσει πολύ υλικό. Στις στρατιωτικές σχολές σίγουρα μελετάται η μικρασιατική εκστρατεία, ή τουλάχιστον πτυχές της. Οι στρατιωτικοί είναι σε θέση να αναλύσουν το γενικό αποτέλεσμα υπό την εξέταση των πολλών «σκηνών» του πολέμου. Ποτέ δεν έχουμε ζητήσει δημόσια τη γνώμη τους. Στη συγκεκριμένη επέτειο, νομίζω επιβάλλεται.
Επειδή το θέμα είναι τεράστιο, θα επανερχόμαστε πολλές φορές κατά τη διάρκεια του έτους. Επιτυχής εορτασμός θα υπάρξει, όμως, μόνο αν στηθεί εξαρχής σε πολύ στέρεες βάσεις. Πάντοτε σε συνεργασία με τις Ομοσπονδίες και τα Σωματεία των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα το 22, 23 και 24 («έτυχε να ναι τα χρόνια δίσεκτα· πολέμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί» γράφει ο Σμυρνιός Γιώργος Σεφέρης. Ήταν όλα δίσεκτα εκείνα τα χρόνια… Το 22 έφευγαν ή πέθαιναν, το 23 και το 24 είχαμε τις ανταλλαγές πληθυσμών, όχι χωρίς ακρότητες για τους Ρωμιούς ακόμα και τότε.)
Ομοσπονδίες και σωματεία έχουν κάνει απίστευτη δουλειά επί δεκαετίες, έχουν πολλά να προσφέρουν. Η ύπαρξή τους, έναν αιώνα μετά το γεγονός, σημαίνει πως οι απόγονοι δεν ξεχνούν. Και ότι είναι χρέος της πολιτείας να τους σεβαστεί. Ας δοκιμάσει.