Σαν σήμερα, 26 Σεπτεμβρίου 1888, γεννήθηκε ο Άγγλος ποιητής Τόμας Στερνς Έλιοτ. Την ώρα που η Βρετανία επέλεξε να χωριστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μοιάζει οξύμωρο που γιορτάζουμε τον ποιητή ως «δικό» μας, μα δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Δεν χωριζόμαστε σε διαφορετικά έθνη όταν αφηνόμαστε στην ψυχή μας, στην κουλτούρα μας. Κι αυτό είναι που διδάσκει ο ποιητής στο κείμενο που ακολουθεί.
Πρόκειται για ένα ουσιαστικό και πυκνογραμμένο δοκίμιο του Έλιοτ, σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη, δημοσιευμένο στο τεύχος Μαΐου 1945 της «Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης». Αν και φέρει τον τίτλο «οι ευθύνες του λογοτέχνη», θα πρέπει να μας βάλει όλους σε σκέψη, κι όχι βέβαια μόνο τους λογοτέχνες, γιατί είναι βαθύτατα πολιτικό. Γράφτηκε προτού ακόμη υπάρξει θέμα σύστασης Ευρωπαϊκής Κοινότητος και εισηγείται πώς η ταυτότητα της Ευρώπης θα διασωθεί.
Θα ήθελα πρώτα να ορίσω με ποια σημασία θα χρησιμοποιήσω τον όρο «λογοτέχνης». Θα εννοώ τον συγγραφέα που το γράψιμο είναι γι’ αυτόν πρώτα απ’ όλα τέχνη, που τον απασχολεί το ύφος όσο και το περιεχόμενο, και που για να καταλάβεις τα έργα του πρέπει και το ύφος του να νιώσεις και το περιεχόμενό τους να καταλάβεις. Είναι ιδιαίτερα ο ποιητής (καθώς κι ο δραματικός ποιητής) και ο μυθιστοριογράφος. Ξεχωρίζοντάς τους δεν αρνιόμαστε τον τίτλο του «λογοτέχνη» σε συγγραφείς που καλλιεργούν πολλά άλλα είδη του λόγου∙ είναι μονάχα ένας τρόπος να απομονώσουμε το πρόβλημα της ευθύνης του λογοτέχνη ως λογοτέχνη. Κι αν όσα έχω να πω αληθεύουν για τον ποιητή και το μυθιστοριογράφο, θα αληθεύουν και για τους άλλους συγγραφείς κατά το μέτρο που είναι «καλλιτέχνες».
Η πρώτη ευθύνη του λογοτέχνη είναι φυσικά η ευθύνη απέναντι στην τέχνη του, αυτή που ούτε ο χρόνος ούτε οι περιστάσεις μπορούν να τη μειώσουν ή να την αλλάξουν και που την έχουν και οι άλλοι καλλιτέχνες: πρέπει δηλαδή να δουλεύει όσο μπορεί καλύτερα το υλικό του. Η διαφορά του απ’ τους άλλους καλλιτέχνες είναι ότι το υλικό του είναι η γλώσσα του: δε ζωγραφίζουμε όλοι μας, ούτε είμαστε όλοι μουσικοί, όλοι μας όμως μιλάμε. Αυτό γεννά στο λογοτέχνη μια ειδική ευθύνη απέναντι σε όσους μιλάνε την ίδια γλώσσα, μια ευθύνη που δεν τη συμμερίζονται όσοι δουλεύουν άλλες τέχνες. Αλλά γενικά οι ειδικές ευθύνες που επωμίζεται σε κάθε περίσταση ο λογοτέχνης πρέπει νάρχονται σε δευτερότερη μοίρα από τη μόνιμη ευθύνη που έχει σαν τεχνίτης του λόγου. Δεν είναι ωστόσο κατά κανόνα ο λογοτέχνης απορροφημένος αποκλειστικά με τη δημιουργία έργων τέχνης. Έχει κι άλλα ενδιαφέροντα, όπως ο κάθε άνθρωπος, ενδιαφέροντα που είναι πολύ πιθανό να ασκήσουν κάποια επίδραση στο περιεχόμενο και στο νόημα των λογοτεχνικών του έργων. Έχει την ίδια ευθύνη και θα έπρεπε να έχει και το ίδιο ενδιαφέρον για τη μοίρα της πατρίδας του και για τα πολιτικά και κοινωνικά της πράγματα όσο κάθε άλλος πολίτης∙ και τίποτα δεν υποχρεώνει τους λογοτέχνες περισσότερο παρά τους άλλους πολίτες να ομογνωμούν και να υποστηρίζουν την ίδια μερίδα και το ίδιο πρόγραμμα στα ζητήματα αυτά. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα ζητήματα που αφορούν τα κοινά όπου θα έπρεπε ο λογοτέχνης να εκφράζει τη γνώμη του και να ασκεί την επιρροή του, όχι μόνο σαν πολίτης, αλλά και σαν λογοτέχνης: και νομίζω πως σε τέτοια ζητήματα οι λογοτέχνες, θα έπρεπε να ομογνωμούν. Αναφέρω μερικά παρακάτω, χωρίς και να περιμένω πως θα συμφωνήσουν όλοι λογοτέχνες μαζί μου. Αν περιοριζόμουν όμως σε διαπιστώσεις που θα μπορούσαν όλοι λογοτέχνες ως λογοτέχνες να τις παραδεχτούν αμέσως δεν θάλεγα παρά κοινοτοπίες.
Το λογοτέχνη στην υπόστασή του δεν τον απασχολεί ο πολιτικός ή ο οικονομικός χάρτης της Ευρώπης, αλλά θα έπρεπε να τον απασχολεί ξεχωριστά ο πνευματικός της χάρτης. Το πρόβλημα τούτο που αφορά τη σχέση ανάμεσα στις διάφορες πνευματικές παραδόσεις και γλώσσες της Ευρώπης πρέπει να το αντικρίσει ο λογοτέχνης πρώτα σαν πρόβλημα του τόπου του: μ’ αυτό το πρίσμα τα εξωτερικά ζητήματα δεν είναι παρά μία προέκταση των εσωτερικών ζητημάτων. Σχεδόν κάθε χώρα που έχει από καιρό διαμορφωθεί είναι μία σύνθεση από διάφορεςτοπικές παραδόσεις πνευματικού πολιτισμού κι όταν ακόμα είναι φυλετικά απόλυτα ομοιογενής, παρουσιάζει απ’ την ανατολή στη δύση και συχνότερα απ’ το βοριά στο νοτιά διαφορές στη γλώσσα, στα έθιμα, στον τρόπο που σκέπτεται και αισθάνεται. Οι ξένοι φυσικά φαντάζονται συνήθως πως μία μικρή χώρα είναι πολύ πιο ομοιόμορφη, απ’ότι είναι πραγματικά: και μ’όλο που ο μορφωμένος ξένος ξέρει πως η Μεγάλη Βρετανία συγκεντρώνει στη μικρή περιοχή της διάφορες φυλές και διάφορες γλώσσες, υποτιμάει κάποτε τη σημασία και των προστριβών και των συχνά ευτυχισμένων συνδυασμών των διαφορετικών τύπων προς έναν κοινό σκοπό. Είναι κοινοτοπία ότι η βιομηχανοκρατία (που τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν είναι παρά πολιτική έκφρασή της) τείνει να εξαφανίσει αυτές τις διαφορές, να ξεριζώσει τους ανθρώπους απ’ τη γη των προγόνων, να τους συμφύρει σε μεγάλα βιομηχανικά και εμπορικά κέντρα ή να τους σκορπίζει εδώ και κει, καταπώς υπαγορεύουν οι ανάγκες της βιομηχανίας και της κατανομής. Από πολιτική άποψη η βιομηχανοκρατία τείνει να συγκεντρώσει τη διεύθυνση των εργασιών σε μία μεγάλη μητρόπολη και να μειώσει, ελέγχοντάς το η ίδια, το ενδιαφέρον προς τα τοπικά ζητήματα που παρέχουν στον άνθρωπο την πολιτική του πείρα και τη συνείδηση της ευθύνης. Μία διαμαρτυρία απέναντι σ’ αυτήν την τάση είναι ο «τοπικισμός», όπως εκφράζεται κάθε τόσο στα αιτήματα της Σκωτίας και της Ουαλίας για μεγαλύτερη τοπική αυτονομία.
Συχνά η αδυναμία του τοπικισμού ήτανε να παραδέχεται πως μπορεί να γιατρευτεί μια πνευματική κρίση με πολιτικά μέσα, να αποδίδει σε άτομα που ανήκουν στην επικρατέστερη πνευματική παράδοση κακόβουλες προθέσεις που ίσως δεν έχουν, και να προτείνει μια πρόχειρη γιατρειά, με το να μην εμβαθύνει αρκετά στα αίτια. Οι υλιστές βλέπουν συχνά με ειρωνεία αυτές τις τοπικιστικές κινήσεις. Ο λογοτέχνης που θα ήταν ιδιαίτερα ενδεδειγμένος να τις σεβαστεί και να τις κρίνει, θα έπρεπε να μπορεί να βλέπει πιο πέρα κι απ’ τον τοπικιστή πατριώτη. Θα έπρεπε να ξέρει πως το πνεύμα δεν μπορεί ν’ανθίσει ούτε μέσα στην απόλυτη και παγκόσμια ομοιομορφία ούτε μέσα στην απομονωμένη αυτάρκεια, ότι η τοπική και η γενική πνευματική παράδοση όχι μόνο δεν αντιστρατεύονται, αλλά είναι και αληθινά απαραίτητες η μία στην άλλη. Λιγότερο κόπο χρειάζεται βέβαια ο μηχανοκρατικός άνθρωπος για να συλλάβει την ιδέα της παγκόσμιας ομοιομορφίας και της απολυταρχίας, ενώ η ένωση των τοπικών πνευματικών παραδόσεων σε μία ενιαία πνευματική παράδοση είναι πιο δύσκολη και στη σύλληψη και στην πραγματοποίηση. Μα ο λογοτέχνης θα έπρεπε να ξέρει ότι ομοιομορφία σημαίνει εξαφάνιση της παράδοσης και αυτάρκεια σημαίνει το μαρασμό της από ατροφία.
Ο λογοτέχνης θάπρεπε να βλέπει ακόμη πως ένα ισοζύγιο αγροτικής και αστικής ζωής είναι απαραίτητο σε κάθε διαμέρισμα που έχει την τοπική του πνευματική παράδοση. Χωρίς μεγάλες πολιτείες –όχι αναγκαστικά μεγάλες με τη νεότερη υλική σημασία αλλά σαν κέντρα μιας κοινωνίας με ανώτερη πνευματικότητα και καλλιεργημένους τρόπους – ο πολιτισμός ενός έθνους δεν θα ξεπεράσει ποτέ το επίπεδο της φυσικής ζωής. Χωρίς πάλι τη ζωή της γης, όπου αντλεί τις δυνάμεις της, η αστική πνευματική παράδοση χάνει την πηγή που την αναζωογονεί και την ανανεώνει. Fortunatus et ille qui deos novit agrestes.
Ό,τι μαθαίνουμε μελετώντας καθένας τις εσωτερικές συνθήκες της χώρας του, μπορούμε να το εφαρμόσουμε στην πνευματική οικονομία της Ευρώπης. Ο πρωταρχικός σκοπός της πολιτικής ύστερα από έναν μεγάλο πόλεμο πρέπει να είναι, φυσικά, η εδραίωση της ειρήνης, μιας ειρήνης σταθερής. Μα κατά τους καιρούς αλλάζουν και οι αντιλήψεις σχετικά με τους απαραίτητους όρους για την ειρήνη. Ύστερα απ’ τον περασμένο πόλεμο η ιδέα της ειρήνης συνυφάνθηκε με την ιδέα της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας. Πίστευαν ότι αν το κάθε έθνος διευθετούσε μόνο του όλα τα εσωτερικά του ζητήματα και μεταβίβαζε τις εξωτερικές του πολιτικές υποθέσεις σε μια Κοινωνία των Εθνών, θα εξασφαλίζονταν παντοτινή ειρήνη. Η αντίληψη αυτή παρέβλεπε την ενότητα της ευρωπαϊκής πνευματικής παράδοσης. Ύστερα από τούτον τον πόλεμο η ιδέα της ειρήνης φαίνεται πως θα συνδυαστεί μάλλον με την ιδέα της καλύτερης απόδοσης, μ’ άλλα λόγια με ό,τι μπορεί να γίνει αντικείμενο προγράμματος. Αυτό θα σήμαινε να παραβλέψουμε την πολυμορφία της ευρωπαϊκής πνευματικής παράδοσης. Όχι πως η πνευματική παράδοση κινδυνεύει να αγνοηθεί∙ το αντίθετο, πιστεύω πως θάταν ασφαλέστερη αν συζητούσαμε λιγότερο γι’ αυτήν. Λέγοντας «πνευματική παράδοση», δεν ξεχωρίζουμε καλά την έννοια της Ευρωπαϊκής πνευματικής παράδοσης – παράδοσης που μερικές υποδιαιρέσεις της δε συμπίπτουν με τα εθνικά σύνορα και όπου διασταυρώνονται διάφορα νήματα επικοινωνίας ανάμεσα στις χώρες, και που ωστόσο ξεχωρίζει σαν πνευματική παράδοση. Και υπάρχει φόβος να θεωρηθεί ανάλογη η σημασία της κάθε πνευματικής παράδοσης με το μέγεθος τον πληθυσμό, τους πόρους και τη δύναμη των εθνών.
Ανέφερα το πρόβλημα των τοπικών διαφορών φυλής και παράδοσης μέσα σ’ ένα έθνος (καθώς στη Μ. Βρετανία), όχι μόνο γιατί μας βοηθάει η αναλογία του προς την Ευρωπαϊκή πολυμορφία, αλλά γιατί πιστεύω ότι και τα δύο προβλήματα αποτελούν ουσιαστικά ένα και μόνο. Δε μου φαίνεται δυνατή μια ενοποίηση των κυριότερων τοπικών πνευματικών παραδόσεων της Ευρώπης αν η κάθε ενότητα δεν αποτελείται από στοιχεία που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Μια απόλυτα ενοποιημένη εθνική παιδεία, σαν εκείνη που φιλοδόξησαν να πραγματοποιήσουν στη Γερμανία οι ιδεολόγοι και οι πολιτικοί της τα τελευταία εκατό κι’απάνω χρόνια, τείνει να γίνει, καθώς φαίνεται εύκολα από καθαρά πολιτική σκοπιά, μια απειλή για τους γειτόνους της. Εκείνο που δε φαίνεται αμέσως είναι πως από πνευματική άποψη μια τόσο απόλυτη εθνική ενοποίηση αποτελεί κίνδυνο για το ίδιο το έθνος. Είναι ολοφάνερο ότι σ’ ένα έθνος που διδάχτηκαν οι πολίτες του να θεωρούνται αδέλφια, η αδελφοσύνη εντείνεται από το κοινό μίσος για τους ξένους και το εντείνει. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ένα έθνος όπου δε συμβαίνουν εσωτερικές διενέξεις και διαμάχες δε μπορεί να είναι επιθυμητό μέλος της κοινότητας των ευρωπαϊκών εθνών. Αλλά πιστεύω ότι η απόλυτη πνευματική ομοιομορφία οδηγεί ένα έθνος στην απόλυτη πνευματική στείρωση. Οι εσωτερικές πνευματικές διαμάχες του είναι λοιπόν απαραίτητες, ως ένα σημείο για να πραγματοποιήσει κάτι στο πεδίο της τέχνης, του στοχασμού και της πνευματικής δημιουργίας και να προσφέρει τη συνεισφορά του στο ευρωπαϊκό πνεύμα.
Αλλά μια γόνιμη ισορρόπηση των τοπικών και φυλετικών δυνάμεων μέσα στο κάθε έθνος και ανάμεσα στις κοινότητες της Ευρώπης δε μου φαίνεται τόσο εύκολο να κατορθωθεί όσο μοιάζουν να το πιστεύουν μερικοί θεωρητικοί σαν τον καθηγητή E. H. Carr, που συγκεντρώνουν την προσοχή τους σε καθαρά πολιτικά προβλήματα. «Έχουμε κάθε λόγο να υποθέτουμε, λέει ο καθηγητής Καρ στο έργο του Προϋποθέσεις της ειρήνης, ότι πολλοί Ουαλοί, Καταλανοί και Ουσβέκοι κατάφεραν να θεωρούν τον εαυτό τους σ’ άλλα κεφάλαια καλόν Ουαλό, Καταλανό ή Ουσβέκο και σ’ άλλα πάλι καλό Βρετανό, Ισπανό ή Σοβιετικό πολίτη».
Δεν ξέρω για πόσους Καταλανούς ή Ουσβέκους αληθεύει αυτό, αλλά όσο για τους Ουαλούς ο καθηγητής Καρ φαίνεται ν’ απαντά σ’ένα ερώτημα που κανένας Ουαλός δε θα το αναρωτιόταν. Οι περισσότεροι Ουαλοί, δεν αμφιβάλω, θα θεωρούν τον εαυτό τους και «καλό Ουαλό», και «καλό Βρετανό» (αφήνω που έχουν από καταγωγή περισσότερα δικαιώματα απ’ τους περισσότερους από μας σ’ αυτό το νησί να θεωρούν τον εαυτό τους Βρετανό – αλλά ο κ. Καρ υπήρξε Καθηγητής στο Άμπερίστουιθ και θάπρεπε να ξέρει): Το ζήτημα γι’αυτούς είναι αν η Ουαλέζικη πνευματική παράδοση μπορεί να διατηρήσει την υπόστασή της και ν’ αναπτυχθεί παρ’ όλη την πίεση που ασκείται από το Λονδίνο για μία αδιαφοροποίητη ομοιομορφία. Το ίδιο ερώτημα έχει τεθεί και στη Σκωτία, το ίδιο ερώτημα θα έπρεπε να τεθεί και σε κάθε αγγλική κομητεία που δεν απορροφήθηκε ακόμα από το Λονδίνο ή από καμιά μεγάλη επαρχιακή βιομηχανική πολιτεία. Αν όλες οι περιοχές της Μ. Βρετανίας χάσουν την τοπική τους πνευματική παράδοση, δε θα έχουν τίποτε να συνεισφέρουν στη δημιουργία της Βρετανικής παιδείας και η Μ. Βρετανία με τη σειρά της δεν θα έχει τίποτα να συνεισφέρει στον πνευματικό πολιτισμό της Ευρώπης.
Είπαμε πως η πνευματική ευεξία της Ευρώπης καθώς και των τμημάτων που την αποτελούν, είναι ασυμβίβαστη με τις άκρες μορφές και τους εθνικισμού και του διεθνισμού. Η αφορμή ωστόσο αυτού του κακού, που καταστρέφει το ίδιο το έδαφος όπου έχει τις ρίζες της η πνευματική ζωή, δεν είναι τόσο οι άκρες ιδεολογίες και ο φανατισμός που συνδαυλίζουν, όσο η αδυσώπητη πίεση του σύγχρονου βιομηχανισμού, που θέτει τα προβλήματα που οι άκρες ιδεολογίες προσπαθούν να λύσουν. Ένα από τα σοβαρότερα επακόλουθα του βιομηχανισμού είναι ότι μας μεταβάλλει σε πνευματικές μηχανές και προσπαθούμε ύστερα να βρούμε μηχανικές λύσεις για προβλήματα που ουσιαστικά είναι προβλήματα ζωής.
Ίσως να έδωσα την εντύπωση ότι απομακρύνομαι ολοένα και περισσότερο από το θέμα του άρθρου μου – την ευθύνη του λογοτέχνη. Οι πολιτικοί θα ασχολούνται πάντα με τα πολιτικά προβλήματα κι’ οι οικονομολόγοι με τα οικονομικά και θα γίνονται πάντα συμβιβασμοί ανάμεσα στην πολιτική και στην οικονομική άποψη. Και όπως ακριβώς οι κλάδοι τούτοι δεν είναι εντελώς ξεχωριστοί, και δε μπορούν να εξυπηρετηθούν ικανοποιητικά χωρίς τη συνεργασία και των δύο ειδικοτήτων, έτσι και ο πνευματικός τομέας δεν μπορεί να απομονωθεί από κανέναν από τους δύο άλλους. Αν ήταν έτσι, κι αν μπορούσαν οι λογοτέχνες και οι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι να ακολουθήσουν δική τους πορεία αδιαφορώντας για ό,τι συμβαίνει στη σφαίρα τη πολιτικής και της οικονομίας, τα πράγματα θα ήταν απλά. Η αντίληψη πως μπορεί να γίνει καθαρά ένας τέτοιος διαχωρισμός διαφαίνεται και στην επόμενη φράση του Καθηγητή Καρ:
«Η ύπαρξη μιας φυλετικής ή γλωσσικής ομάδας με κάποια ομοιογένεια, ενοποιημένης από μία κοινή παράδοση και από την καλλιέργεια μιας κοινής παιδείας, δεν πρέπει να θεωρείται πια πρωταρχικός λόγος για την ίδρυση ή τη διατήρηση μιας ανεξάρτητης πολιτικής ενότητας».
Όπως είναι διατυπωμένη αυτή η πρόταση δεν μπορούμε να πούμε πως είναι απαράδεκτη. Αλλά χρειάζεται διασάφηση, γιατί αλλιώς θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως «μια φυλετική ή γλωσσική ομάδα με κάποια ομοιογένεια, ενοποιημένη από μια κοινή παράδοση και από την καλλιέργεια μιας κοινής παιδείας» μπορεί να ακμάσει πνευματικά, ανενόχλητη, όσο κι αν είναι πολιτικά εξαρτημένη. Με άλλα λόγια θέτω το ερώτημα: Μπορεί να μείνει ανεξάρτητη η πνευματική ανάπτυξη μιας τέτοιας ομάδας, αν δεν έχει κάποιο βαθμό πολιτικής ανεξαρτησίας; Το έχω για βέβαιο ωστόσο ότι και η απόλυτη πνευματική αυτονομία είναι ασυμβίβαστη με την ύπαρξη ενός πανευρωπαϊκού πνευματικού σοσιαλισμού. Τα ουσιαστικά προβλήματα του κόσμου αποτελούν στην πράξη ένα σύμπλεγμα μια σύγχυση συνήθως, από πολιτικές, οικονομικές, πνευματικές και θρησκευτικές απόψεις. Μια ή περισσότερες από τις απόψεις αυτές θυσιάζονται πάντα σ’ εκείνη που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αλλά καθεμιά τους συνεπάγεται τις υπόλοιπες.
Η ευθύνη του λογοτέχνη την ώρα τούτη του υπαγορεύει λοιπόν ούτε ν’ αδιαφορήσει για την πολιτική και για την οικονομία ούτε βέβαια και να εγκαταλείψει τη λογοτεχνία, για ν’ αναλάβει ένα αγώνα για πράγματα που δεν καταλαβαίνει. Θα έπρεπε ωστόσο να επιτηρεί άγρυπνα το έργο των πολιτικών και των οικονομολόγων, για να ελέγχει και να προειδοποιεί όταν οι αποφάσεις και οι πράξεις τους κινδυνεύουν να έχουν συνέπειες για την παιδεία. Αυτές οι συνέπειες θα έπρεπε ο λογοτέχνης να θεωρήσεις χρέος του να τις σταθμίζει. Οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι ξεχνάνε συνήθως ότι οι πράξεις τους μπορούν να έχουν συνέπειες για την παιδεία. Ο λογοτέχνης είναι ο αρμοδιότερος για να τις προβλέψει και για να διακρίνει τη σημασία τους.
Δεν θα ήθελα να δώσω την εντύπωση πως παραδέχομαι ότι υπάρχουν συγκεκριμένα σύνορα ανάμεσα στα ζητήματα της άμεσης και της έμμεσης αρμοδιότητας του λογοτέχνη. Στην Εκπαίδευση, λόγου χάρη, δεν τον απασχολούν τόσο άμεσα τα προβλήματα της οργάνωσης και της διοίκησης της λαϊκής μόρφωσης όσο το περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Θα έπρεπε βέβαια να γνωρίζει κάτι που πολύς κόσμος φαίνεται να μην το έχει καταλάβει, ότι μπορεί να έχουμε ανώτερο πνευματικό πολιτισμό με λίγη εκπαίδευση κι ότι η πολλή εκπαίδευση δε συνεπάγεται πνευματική πρόοδο. Από μερικές πλευρές δεν παίρνει την εκπαίδευση τόσο στα σοβαρά, όσο φαίνονται να την παίρνουν άλλοι άνθρωποι. Χρέος του είναι να νοιάζεται για την ποιότητα και να έχει αδιάκοπα στο νου του κάτι που εύκολα το παραβλέπουμε: ότι αν ήμασταν υποχρεωμένοι να διαλέξουμε, θα έπρεπε να προτιμήσουμε να μορφώνονται λίγοι και καλοί, παρά να μορφώνονται όλοι μέτρια. Έχει χρέος να περιφρουρεί και τα κεφάλαια της εκπαίδευσης που στάθηκαν κοινό κτήμα όλων των ευρωπαϊκών εθνών. Ο άκρος εθνικισμός στην εκπαίδευση δε μας απειλεί μόνο∙ μας λυμαίνεται κυριολεκτικά. Τα υψηλότερα κεφάλαια της πανάρχαιης ευρωπαϊκής παιδείας είναι, πιστεύω, η μελέτη της Λατινικής και της Ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας και η μελέτη της καθαρής επιστήμης.
Σε μια εποχή που η επιστήμη εξυμνείται προπαντός για τα υλικά κέρδη που αποδίδουν οι εφευρέσεις και οι ανακαλύψεις που οφείλονται στην εφαρμογή της, δεν είναι άκαιρη ίσως η υπόμνηση ότι η εφαρμοσμένη επιστήμη είναι πάντοτε ενδεχόμενο να μολυνθεί από πολιτικά και οικονομικά κίνητρα και ότι οι εφευρέσεις και οι ανακαλύψεις αρέσουν στον άνθρωπο και για τις κοινές ευεργεσίες που του προσφέρουν και γιατί του χρησιμεύουν για να εκμεταλλεύεται τους άλλους ανθρώπους και στην ειρήνη και στον πόλεμο∙ κι ακόμα πως δεν φτάνει να χρησιμοποιεί κανείς τις ίδιες μηχανές και να απολαμβάνει τις ίδιες ανέσεις και την ίδια ιατρική περίθαλψη για να αποκτήσει και ν’ αναπτύξει κοινή πνευματικότητα και κοινό πολιτισμό. Γι’ αυτό μιλώ για την επιστήμη με κάποιους ενδοιασμούς∙ όμως είμαι απόλυτα βέβαιος πως για να διασωθεί η Ευρωπαϊκή πνευματική παράδοση αλλά και για να ωφεληθούν οι εθνικοί συντελεστές που την απαρτίζουν πρέπει να καλλιεργούνται αδιάκοπα οι πηγές της, στην Ελλάδα και στη Ρώμη και να ανανεώνονται αδιάκοπα εκεί. Θα πρόσθετα και την Ιουδαία, αν και προτιμώ να περιοριστώ όσο γίνεται στην πνευματική άποψη παρά στη θρησκευτική.
Είναι κι άλλα ζητήματα που θάπρεπε άγρυπνα να παρακολουθεί ο λογοτέχνης∙ ζητήματα επείγοντα που ενδέχεται να προκύπτουν κάθε τόσο εδώ κι εκεί σε ειδικές περιπτώσεις όπου απειλείται η ελευθερία του. Δεν εννοώ μονάχα τον έλεγχο της λογοκρισίας στα πολιτικά, θρησκευτικά και ηθικά ζητήματα; Η πείρα με δίδαξε πως αυτές οι εκδηλώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται μόλις παρουσιάζονται. Εννοώ όμως ακόμη τους κινδύνους που μπορούν να γεννηθούν από την επίσημη ενθάρρυνση και κηδεμονία των τεχνών, τους κινδύνους που θα απειλούσαν τους λογοτέχνες αν γίνονταν με την τέχνη τους υπηρέτες του Κράτους. Οι σύγχρονες κυβερνήσεις ξέρουν καλά τη νέα εφεύρεση την «πνευματική προπαγάνδα» ακόμα κι όταν οι κυβερνήτες δεν έχουν μεγάλη κλίση στα πνευματικά έργα: κι όσο κι αν είναι απαραίτητη η «πνευματική προπαγάνδα» με τις σημερινές συνθήκες πρέπει να θυμόμαστε καλά πως κάθε προπαγάνδα μπορεί να διαφθαρεί.
Καθώς είπα και πριν, δεν περιμένω να συμφωνήσουν όλοι οι λογοτέχνες σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης. Αλλά τολμώ να ελπίζω ότι μερικοί ανάμεσά τους θα συμφωνήσουν πως σ’ έναν τομέα δημοσίων προβλημάτων έχουμε όλοι, άσχετα με την εθνικότητα, τη γλώσσα και τις πολιτικές μας τάσεις, κοινά συμφέροντα και μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα έχουμε κοινή γνώμη. Και ελπίζω να συμφωνήσουν μερικοί πως εξέφρασα μερικά απ’ αυτά τα προβλήματα. Αυτή η συμφωνία θα έδινε βαρύτερο περιεχόμενο στη φράση «δημοκρατία των γραμμάτων». Η «δημοκρατία» ή (για να μεταχειριστώ έναν ισχυρότερον όρο) η «αδελφότητα» των γραμμάτων δεν προϋποθέτει ευτυχώς να αγαπιώνται μεταξύ τους όλοι οι λογοτέχνες. Η ζήλεια και η δολοπλοκία διαίρεσαν και θα διαιρούν πάντα τους συγγραφείς∙ αλλά τούτο ίσα-ίσα προϋποθέτει πως έχουμε αμοιβαίο δεσμό και μια αμοιβαία υποχρέωση προς ένα κοινό ιδανικό και πως για ορισμένα ζητήματα θα έπρεπε να αποτεινόμαστε στην Ευρώπη, ακόμα κι όταν μιλάμε μονάχα στους συμπατριώτες μας.
Το ζωγραφικό πορτρέτο του Τ.Σ. Έλιοτ είναι ευγενική παραχώρηση του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου.