Μεταξύ του κυρίου Ισίδωρου Ντογιάκου και του κυρίου Χρήστου Ράμμου αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου νομικός διάλογος. Άποψη επί της ουσίας των επιχειρημάτων του ενός και του άλλου δύνανται να έχουν μόνον οι επαρκώς καταρτισμένοι νομικοί. Προσωπικά αδυνατώ να τοποθετηθώ.
Ο Α. Τσίπρας, με τις εισηγήσεις του νομικού του επιτελείου, έλαβε θέση και καλώς έπραξε, γιατί η αντιδικία των δύο εγνωσμένου κύρους νομικών έχει σαφέστατες πολιτικές προεκτάσεις. Φυσικά, η ευαισθησία του για τον σεβασμό των θεσμών είναι υποκριτική, καθώς όλοι θυμούμαστε την απόπειρα εκβιασμού ανώτατου δικαστή, με πρωτοσέλιδο της κομματικής εφημερίδας. Είθισται στην Ελλάδα οι πολιτικοί να διαθέτουν επιλεκτικές ευαισθησίες.
Μέχρις εδώ ακόμα και αυτή η υποκριτική στάση για την προστασία των θεσμών είναι αποδεκτή, γιατί έτσι παίζεται το πολιτικό παιχνίδι στην πατρίδα μας. Όμως, στο τέλος της παρέμβασης του, ο Α. Τσίπρας αφήνει το καλύτερο: υπάρχει μια πρόκληση—πρόσκληση προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να σπεύσει να τον συλλάβει. Για να διευκολύνει μάλιστα τη σύλληψή του αναγράφει και τη διεύθυνση του γραφείου του.
Πρώτα - πρώτα ουδείς καταλαβαίνει γιατί ο κ. Ντογιάκος να συλλάβει τον Α. Τσίπρα. Παρανόμησε; Παραβίασε κανένα απόρρητο; Προκάλεσε βλάβη σε θέματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας; Τίποτα από αυτά δε συνέβη. Απλώς σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού, επέδειξε έναν κουτσαβακισμό που παραπέμπει στην περίοδο 2011-2014. Θυμήθηκε τα παλιά, ελλείψει αξιόλογης εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Και νομίζω πως έτσι θα πορευθεί μέχρι τις εκλογές. Με τζάμπα μαγκιές και διχαστικές κραυγές.
Πραγματικά, είναι κρίμα που με αυτήν την άστοχη παρέμβασή του ευτέλισε τον διάλογο των κυρίων Ντογιάκου και Ράμμου, πυροδοτώντας ένα μπαράζ επιθέσεων από τον υπόκοσμο του Διαδικτύου κατά του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Μετέτρεψε μια νομική διχογνωμία σε μια οπαδική αντιπαράθεση. Γιατί τα επιχειρήματα τόσο του κυρίου Ντογιάκου όσο και του κυρίου Ράμμου είναι ισχυρά και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με την πρέπουσα σοβαρότητα -χωρίς τις κομματικές τσιριδούλες- από αυτούς που αντιλαμβάνονται σε βάθος τι υποστηρίζει η κάθε πλευρά.
Ο Α. Τσίπρας ζητώντας τη σύλληψή του, επιχειρεί να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας από τους δύο νομικούς στο πρόσωπό του. Να εντυπωσιάσει, αδιαφορώντας πως έτσι συσκοτίζει και υποβαθμίζει την ουσία της διαφοράς που αφορά ένα τόσο σημαντικό ζήτημα όπως αυτό του απορρήτου των επικοινωνιών.
Το δυστύχημα είναι πως αίφνης απέκτησαν άποψη γι' αυτό το σύνθετο ζήτημα σχεδόν όλα τα τρολ του Διαδικτύου που ουδεμία σχέση έχουν με τη νομική επιστήμη και πολλά εξ αυτών ουδεμία σχέση έχουν και με την ελληνική γλώσσα. Κλείνοντας αυτό το κείμενο, και για να προλάβω τυχόν ενστάσεις, θα πω ότι ο Α. Τσίπρας γνωρίζει άριστα -γιατί δεν είναι ανόητος- πως το 2023 δεν είναι 2014, αλλά μόνον αυτή τη γλώσσα ξέρει να μιλά. Δεν μπορεί να αλλάξει γιατί αυτός είναι!