Σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «αυτό που λείπει από τη ΝΔ του 2023» ο Θανάσης Μαυρίδης υποστηρίζει πως η Νέα Δημοκρατία δεν διεξήγαγε έναν ιδεολογικό αγώνα και τα στελέχη της χάθηκαν στους διαδρόμους των υπουργείων. Απαιτείται, όπως σημειώνει ο Θ.Μ., να επαναφέρει τον πολιτικό διάλογο και την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση αναδεικνύοντας τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ και θυμίζοντας στους πολίτες από τι γλιτώσαμε.
Συμφωνώντας με τις διαπιστώσεις του Θ.Μ. θα ήθελα να επισημάνω τις εγγενείς δυσκολίες του ιδεολογικού αγώνα που έπρεπε να δώσει η Νέα Δημοκρατία και τελικά δεν έδωσε.
Στην οικονομία εφαρμόζει μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική παροχών, καθώς η Ελλάδα, όπως και όλη η Ευρώπη, βιώνει από τον Μάρτιο του 2020 μια παρατεταμένη περίοδο εκτάκτου ανάγκης, που καθιστά τις κεντρικές παρεμβάσεις απαραίτητες για να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή. Οι επιστρεπτέες και μη προκαταβολές, τα επιδόματα, τα καλάθια της νοικοκυράς, οι στοχευμένες παρεμβάσεις στα τιμολόγια της ενέργειας, όλα αυτά ουδεμία σχέση έχουν με μια φιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Μπορεί να έχουν πρόσκαιρο χαρακτήρα, αλλά τελικά αποτελούν κρατική παρέμβαση που δυσκολεύει ιδιαίτερα—για να μην πω ότι ακυρώνει—οποιαδήποτε ιδεολογική μάχη με την Αριστερά, επί του συγκεκριμένου πεδίου.
Συνεπώς, στον τομέα της οικονομίας οι έκτακτες συνθήκες κατέστησαν απαγορευτική μια μάχη στον χώρο των ιδεών. Και στον τομέα της ανάπτυξης, όπου οι δραστικές παρεμβάσεις του οικείου υπουργείου προσφέρονταν για μια ιδεολογική πάλη, αυτή η μάχη δόθηκε, σχεδόν σε καθημερινή βάση, στο περιορισμένο χώρο δράσης του υπουργείου από έναν άνθρωπο, τον Άδωνι Γεωργιάδη. Δεν έγινε κυβερνητική σημαία για μια εφ' όλης της ύλης αντιπαράθεση.
Ένας προνομιακός χώρος για τη Νέα Δημοκρατία ήταν και παραμένει αυτός της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Οι υπουργοί της έκαναν πολλά και σημαντικά βήματα, όμως γενικά η κυβέρνηση αντιμετώπιζε την ιδεολογική αντιπαράθεση με την Αριστερά στο συγκεκριμένο πεδίο με τρόπο ενοχικό.
Τη συμπεριφορά της δεν την καθόριζαν οι πετυχημένες παρεμβάσεις των Χρυσοχοϊδη και Θεοδωρικάκου, αλλά οι λίγες παραβατικές συμπεριφορές ανδρών της ΕΛΑΣ. Ενώ στο παθητικό της καταγράφεται η ατυχής περιπέτεια της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας.
Δόθηκε μια μάχη και ενώ φαινόταν πως θα κερδηθεί, ξαφνικά σήμανε η υποχώρηση, αφήνοντας πολλά ερωτηματικά και τη γεύση της ήττας. Δεν άντεξε στην ιδεολογική πίεση της Αριστεράς και των «προοδευτικών» διαμορφωτών της κοινής γνώμης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ένα κόμμα με αυτοπεποίθηση, στις επιθέσεις απαντά όχι με άμυνα, αλλά με αντεπίθεση.
Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλους τομείς της κυβερνητικής δραστηριότητας—όπως αυτός της Παιδείας—όπου οι μάχες ήταν αποσπασματικές και ως εκ τούτου έλειπε από αυτές ένας καθαρός ιδεολογικός προσανατολισμός. Γενικώς η κυβέρνηση απέφυγε να δώσει τη μάχη των ιδεών είτε λόγω των έκτακτων συγκυριών είτε γιατί η κεντροδεξιά δεν έχει συνηθίσει να δίνει τέτοιες μάχες που απαιτούν συγκρούσεις και ρήξεις.
Και ήταν κρίμα γιατί η Αριστερά, τόσο στον τομέα της ιδεολογίας όσο και σε αυτόν την πολιτικής, έβγαινε βαρύτατα λαβωμένη από την κυβερνητική της θητεία. Η κυβέρνηση άφησε την ευκαιρία αυτή να περάσει ανεκμετάλλευτη και θα μπει στην προεκλογική περίοδο μόνο με το χαρτί της αποτελεσματικότητας, το οποίο βεβαίως είναι πανίσχυρο, για μια εκλογική νίκη. Ίσως, στη δεύτερη τετραετία δοθεί η ιδεολογική μάχη που δεν δόθηκε στην πρώτη.