Αυτοί που μας κουνούσαν το δάκτυλο

Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η ευρωπαϊκή ήπειρος πέρασε από μια φάση αλματώδους επέκτασης και αισιοδοξίας —μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την είσοδο νέων μελών στην Ε.Ε.— σε μια φάση ανασφάλειας, κρίσεων και στασιμότητας. Την ηγεσία αυτού του ταξιδιού ανέλαβαν κυρίως τα κεντρώα κόμματα της Γερμανίας και της Γαλλίας, επιβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές τους επιλογές στην υπόλοιπη ήπειρο.

Στο μεταξύ, εμείς, οι Έλληνες, βρεθήκαμε στο στόχαστρο ενός μπλοκ «εταίρων» που δε δίστασε να μας επιβάλει σκληρότατα μέτρα και ταπεινωτικές διαπραγματεύσεις στην περίοδο της χρεοκοπίας. Την ίδια στιγμή, αυτοί οι ίδιοι που επικέντρωσαν όλο το μένος τους στο «ελληνικό πρόβλημα», ακολουθούσαν μια εξωτερική και οικονομική πολιτική που διαλύει σταδιακά την ευρωπαϊκή δυναμική.

Πρώτα απ’ όλα, η ευρωπαϊκή ελίτ στήριξε μεγάλο μέρος της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού βιομηχανικού τομέα σε φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο. Η Γερμανία, ειδικότερα, έκανε στρατηγικές κινήσεις που την κατέστησαν σχεδόν ενεργειακά εξαρτημένη από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αδιαφορώντας για τις εκκλήσεις πολλών συμμάχων να ενισχύσει την ενεργειακή της θωράκιση. Έτσι, ενώ διαλαλούσαν το «κακό παράδειγμα» της Ελλάδας, εκείνοι έκαναν συμφωνίες που αποδείχθηκαν καταστροφικές για ολόκληρη την ήπειρο, όπως φάνηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Δεύτερον, αντί να ενισχύσουν τις πιο παραγωγικές και καινοτόμες δυνάμεις της Ευρώπης, οι Βρυξέλλες και τα κύρια κράτη-μέλη ασχολήθηκαν υπερβολικά με ρυθμίσεις που, σε πολλές περιπτώσεις, στραγγάλισαν την επιχειρηματικότητα. Μια πληθώρα παρεμβάσεων έλαβε χώρα χωρίς σοβαρή αξιολόγηση των οικονομικών τους επιπτώσεων — επιβολή ολοένα και περισσότερων κανονισμών στο διαδίκτυο, στόχοι για την πράσινη μετάβαση που έγιναν αντικείμενο επίδειξης «οικολογικής αρετής» αντί να λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές δυνατότητες των χωρών, ρυθμιστικές ιδιορρυθμίες ακόμη και για ζητήματα τόσο επουσιώδη όσο η κοινή είσοδος φορτιστή κινητού. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να χαθούν ευκαιρίες, να παροπλιστούν νέες αγορές και να δημιουργηθεί ένα κλίμα αποθάρρυνσης για τις καινοτόμες επιχειρήσεις.

Τρίτον, η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. —το περίφημο Brexit— είναι ίσως το πιο ηχηρό παράδειγμα αποτυχίας της ευρωπαϊκής ελίτ να διατηρήσει την ενότητα του μπλοκ. Αντί να προσπαθήσει πραγματικά να διαπραγματευτεί με το Λονδίνο πάνω στις προειδοποιήσεις για την υπερβολική ρύθμιση και την έλλειψη δημοκρατικής λογοδοσίας των ευρωπαϊκών θεσμών, η Ένωση επέδειξε μια αλαζονική στάση που τελικά ενίσχυσε τις αποσχιστικές τάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Στο μεταξύ, ο δημογραφικός χειμώνας της Ευρώπης συνεχίζεται: η γήρανση του πληθυσμού, η υπογεννητικότητα και η αδυναμία ενσωμάτωσης των μεταναστών σε μια ολοένα και πιο απαιτητική αγορά εργασίας προοιωνίζουν τεράστια προβλήματα βιωσιμότητας. Και όμως, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αφιέρωσαν ελάχιστη ενέργεια στο πώς θα αντιμετωπιστεί η δημογραφική κατάρρευση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αντ’ αυτού, ξόδεψαν χρόνο και πόρους σε θεαματικές κινήσεις που συχνά προορίζονταν να προκαλέσουν εντυπώσεις — από τις επιδείξεις οικολογικής «αγνότητας» μέχρι την εμμονή με τη ρύθμιση της τεχνολογίας. Το αποκορύφωμα σε αυτό τον ρυθμιστικό οργασμό υπήρξε ο περιβόητος GDPR, που ίσως είχε αγαθές προθέσεις, αλλά σε πολλές περιπτώσεις καταλήγει να λειτουργεί σαν γραφειοκρατικός βραχνάς.

Κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίσιμη συγκυρία: οι κεντρογενείς πολιτικές δυνάμεις, που διαχειρίστηκαν την Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν καταγραφεί με ένα βαρύ φορτίο αποτυχιών. Το ερώτημα είναι: θα επιδείξουν επιτέλους την ικανότητα να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα; Θα ακούσουν τους πολίτες που διαμαρτύρονται για το δυσκίνητο κράτος, την ενεργειακή επισφάλεια και τη γήρανση του πληθυσμού; Ή θα συνεχίσουν την άρνηση, τη ρητορική των ευχολόγιων και την πολιτική του συμβολισμού ώσπου να τους εξαφανίσουν τα κύματα του λαϊκισμού και των ακραίων λύσεων;