Το τελευταίο διάστημα, παρατηρούμε ένα κύμα αγανάκτησης σε διάφορα μέρη του πλανήτη όσον αφορά τη δημόσια σπατάλη. Πολιτικοί και δημόσια πρόσωπα, όπως ο Χαβιέρ Μιλέι στην Αργεντινή, εκφράζουν ανοιχτά την αντίθεσή τους σε υπέρογκες κρατικές δαπάνες που δε φαίνεται να αποφέρουν αναμενόμενο όφελος.
Ακόμη και άνθρωποι από τον χώρο της τεχνολογίας ή και της ψυχαγωγίας -όπως ο Ίλον Μασκ (με το παράδοξο του DOGE να κυριαρχεί στα memes)- στηλιτεύουν τη ραθυμία και την αναποτελεσματικότητα της γραφειοκρατίας. Ανάλογες θέσεις εκφράζουν εδώ και χρόνια και Aμερικανοί πολιτικοί, όπως οι Ρον και Ραντ Πολ, που ασχολήθηκαν εις βάθος με το ζήτημα του διογκωμένου κράτους και της κεντρικής τράπεζας (Fed), προειδοποιώντας για τις επιπτώσεις του αλόγιστου δανεισμού και των δημοσίων ελλειμμάτων.
Γιατί όμως αναζωπυρώνεται τώρα το ενδιαφέρον κατά της σπατάλης; Η απάντηση συνδέεται με την παγκόσμια οικονομική κατάσταση. Σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, οι πολίτες αισθάνονται απειλή στα νοικοκυριά τους, καθώς το εισόδημά τους βλέπουν να χάνει αξία. Είναι λογικό, λοιπόν, να εντείνεται η κοινωνική πίεση ενάντια σε πολιτικές που θεωρούνται πως «καιροφυλακτούν» να σπαταλήσουν δημόσια έσοδα σε αμφιλεγόμενες δαπάνες. Όσο ακριβαίνει το καλάθι της νοικοκυράς, τόσο αυξάνεται η ανάγκη των πολιτών να ζητούν διαφάνεια και λογοδοσία για κάθε ευρώ που ξοδεύει το κράτος.
Αν υπάρχει μια χώρα που θα έπρεπε να δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία σε αυτό το ζήτημα, αυτή είναι η Ελλάδα. Πέρασε μέσα από μια δραματική χρεοκοπία, με ατελείωτες διαπραγματεύσεις, “κουρέματα” ομολόγων, κοινωνική αναταραχή και σοβαρή ύφεση. Η παταγώδης αποτυχία του κράτους να διαχειριστεί τους πόρους του αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη ως ένας εφιάλτης που κανείς δε θέλει να ξαναζήσει. Παρ’ όλα αυτά, σε αρκετές πτυχές της ελληνικής δημόσιας διοίκησης συνεχίζει να παρατηρείται μια ροπή προς μεγάλες (και συχνά αχρείαστες) δαπάνες. Για αυτό και ο διάλογος περί «κυβερνητικής σπατάλης» θα έπρεπε να είναι μόνιμα στην ατζέντα-χωρίς υπερβολές και λαϊκισμούς, αλλά με ειλικρινή διάθεση να αναζητηθούν λύσεις.
Οι βασικές αρχές που προτείνουν προσωπικότητες όπως ο Μιλέι ή ο Ίλον Μασκ (αν και από πολύ διαφορετικές αφετηρίες) συνοψίζονται σε τέσσερα απλά αλλά ισχυρά ερωτήματα για κάθε κρατική δαπάνη:
- Γίνεται προς όφελος των φορολογουμένων;
Οι κρατικές υπηρεσίες υπάρχουν για να υπηρετούν τους πολίτες, όχι το αντίστροφο. Οποιαδήποτε δαπάνη πρέπει να ωφελεί σαφώς τη συλλογική ευημερία ή να ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη. - Λογοδοτείται με σαφήνεια πού και πώς ξοδεύονται τα χρήματα;
Η σωστή λογιστική απεικόνιση και ο τακτικός έλεγχος είναι ουσιώδης. Χωρίς αυτόν, είναι αδύνατον να εντοπιστούν «τρύπες» και κακοδιαχείριση. Η τεράστια πλειοψηφία των δαπανών πρέπει να είναι προσβάσιμη στους πολίτες (με εξαίρεση διαβαθμισμένες δαπάνες για την άμυνα, την αντιτρομοκρατία κλπ.) με τρόπο που να επιτρέπει την εύκολη και αποτελεσματική επεξεργασία τους. - Είναι ξεκάθαρος ο αποδέκτης και ο σκοπός της κάθε δαπάνης;
Η διαφάνεια στον καθορισμό των ωφελούμενων (άτομο, εταιρεία, οργανισμός) και η επίτευξη συγκεκριμένων στόχων (αναπτυξιακών, κοινωνικών κ.λπ.) περιορίζει τις πιθανότητες να κατανέμονται πόροι σε «ημέτερους» ανεξέλεγκτα. - Ευθυγραμμίζεται με τις στρατηγικές προτεραιότητες του κράτους;
Σε μια εποχή όπου οι προκλήσεις (ενεργειακές, αμυντικές, δημογραφικές) είναι σημαντικές, κάθε ευρώ που δαπανάται πρέπει να συνεισφέρει σε στοχευμένες προτεραιότητες. Αντίστοιχα, δαπάνες που αφορούν προτεραιότητες του παρελθόντος, μπορούν με ευκολία να ακυρώνονται.
Με βάση τις αρχές αυτές, κράτη όπως η Ελλάδα θα έπρεπε να κάνουν συχνές, εξονυχιστικές αναθεωρήσεις των δαπανών τους -«Spending Reviews»- και να εξαλείφουν ή να περιορίζουν οποιαδήποτε δαπάνη δεν πληρεί αυτά τα τέσσερα βασικά κριτήρια. Εναλλακτικά, θα ήταν ενδεχομένως ενδιαφέρον να εξετάσουν και ευρωπαϊκές χώρες την πιθανότητα δημιουργίας ενός αρμόδιου υπουργείου για την περιστολή των δαπανών.
Η περίπτωση του Χαβιέρ Μιλέι, ο οποίος προωθεί ένα μοντέλο «αποδελτίωσης» υπουργείων και εξάλειψης περιττών δημοσίων δομών, όσο ακραία κι αν φαίνεται σε κάποιους, μπορεί να λειτουργήσει ως αφύπνιση. Ίσως, έφτασε η ώρα να λάβουμε σοβαρά υπόψη τη νέα αυτή πνοή απέχθειας απέναντι στο σπάταλο Δημόσιο, μια τάση που δεν είναι απλώς μόδα, αλλά ανάγκη σε έναν κόσμο ασταθών τιμών, ελλείψεων και έντονου ανταγωνισμού.