Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμα εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ στην Apple και τη Meta για παραβιάσεις του Digital Markets Act (DMA) αποκαλύπτει την υποκριτική στάση των Βρυξελλών, που μετατρέπουν δήθεν «δίκαιες» ρυθμίσεις σε μέτρα προστατευτισμού κατά επιτυχημένων αμερικανικών επιχειρήσεων.
Η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο 500 εκατ. ευρώ στην Apple, υποστηρίζοντας ότι η εταιρεία δεν επιτρέπει στους developers να ενημερώνουν τους χρήστες για φθηνότερες επιλογές εκτός του App Store. Σε πρώτο επίπεδο, αυτό ακούγεται ιδιαίτερα θετικό για τους καταναλωτές. Στην πραγματικότητα, όμως, η απαίτηση είναι ακραία: ουσιαστικά υποχρεώνει την Apple να προωθεί ανταγωνιστικές υπηρεσίες μέσα από τη δική της πλατφόρμα, κάτι που παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα ιδιοκτησίας και επιχειρηματικής ελευθερίας. Η Επιτροπή δεν προστατεύει τους καταναλωτές τους χρησιμοποιεί ως πρόφαση για να εισπράξει πρόστιμα.
Η περίπτωση της Meta είναι ακόμη πιο χαρακτηριστική. Η εταιρεία προσέφερε στους χρήστες Facebook και Instagram στην Ευρώπη δύο ξεκάθαρες επιλογές: είτε δωρεάν χρήση με προσωποποιημένες διαφημίσεις, είτε συνδρομή χωρίς διαφημίσεις. Η Επιτροπή έκρινε ότι αυτό το μοντέλο δεν συμμορφώνεται με τον DMA, καθώς δεν προσφέρει στους χρήστες μία τρίτη επιλογή με «λιγότερη χρήση προσωπικών δεδομένων» αλλά με ισοδύναμη εμπειρία. Τι σημαίνει ακριβώς αυτό; Κανείς δεν γνωρίζει. Με μια ασαφή και αυθαίρετη απαίτηση, η Επιτροπή δημιουργεί ένα δίλημμα χωρίς διέξοδο: είτε η Meta θα περιορίσει δραστικά τη χρήση δεδομένων, υπονομεύοντας τη βασική πηγή εσόδων της, είτε θα πληρώσει πρόστιμα.
Το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Η Επιτροπή χρησιμοποιεί σκόπιμα ασαφείς και αφηρημένες έννοιες όπως «αντικειμενικά αναγκαίο» και «ισοδύναμη εναλλακτική λύση» ώστε να μπορεί να ερμηνεύει αυθαίρετα την όποια συμμόρφωση. Οι κανόνες γίνονται όλο και πιο περίπλοκοι, καθιστώντας αδύνατο για οποιαδήποτε εταιρεία να παραμένει πλήρως συμμορφωμένη. Στην πράξη, ο DMA δεν είναι εργαλείο προστασίας της αγοράς, αλλά όπλο τιμωρίας ξένων εταιρειών που έχουν επιτύχει πολύ περισσότερα από τις ευρωπαϊκές.
Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές τεχνολογικές εταιρείες σχεδόν ποτέ δεν υφίστανται ανάλογη πίεση από τις αρχές. Η στόχευση των αμερικανικών «κολοσσών» δεν γίνεται τυχαία. Η Apple και η Meta, ως αμερικανικές εταιρείες παγκόσμιας εμβέλειας, είναι ιδανικοί στόχοι για την είσπραξη σημαντικών προστίμων. Στην ουσία, το DMA έχει εξελιχθεί σε μια έμμεση φορολόγηση επιτυχημένων ξένων εταιρειών, με τη δικαιολογία ότι δήθεν υπερασπίζεται τα δικαιώματα των καταναλωτών.
Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι σαφείς και προβλέψιμες: λιγότερες επιλογές για τους καταναλωτές, υψηλότερο κόστος για τις υπηρεσίες, και λιγότερη καινοτομία στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι εταιρείες, φοβούμενες νέες κυρώσεις, θα περιορίσουν τις επενδύσεις τους στην Ευρώπη, και η οικονομία της γνώσης στην ΕΕ θα χάσει περαιτέρω έδαφος σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ασία.
Η Ευρώπη ισχυρίζεται ότι στόχος της είναι η προώθηση του ανταγωνισμού και η προστασία των καταναλωτών. Στην πραγματικότητα, όμως, χρησιμοποιεί τον DMA ως ένα καθαρά προστατευτικό εργαλείο με στόχο την εξασφάλιση πρόσθετων εσόδων από αμερικανικές επιχειρήσεις. Αντί να καλλιεργεί πραγματικά ελεύθερη αγορά και δίκαιο ανταγωνισμό, η Επιτροπή επιβάλλει παράλογα πρόστιμα, τιμωρεί την επιτυχία, και απειλεί την ίδια την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας.
Η Ευρώπη έχει μια σημαντική επιλογή να κάνει: Θα συνεχίσει να προτιμά την εύκολη λύση της επιβολής προστίμων και του ρυθμιστικού προστατευτισμού, ή θα επιλέξει έναν δρόμο ουσιαστικής απελευθέρωσης της αγοράς, ώστε να προσελκύσει επενδύσεις, καινοτομία, και τελικά να ωφελήσει τους Ευρωπαίους πολίτες; Μέχρι στιγμής, η στάση της δυστυχώς επιβεβαιώνει τη χειρότερη εκδοχή της ρυθμιστικής υποκρισίας.