Τα πολιτικά μηνύματα των τελευταίων μηνών φέρνουν στο νου την τοξικότητα της περιόδου 2011-2015. Παρά το βαρύ κλίμα, ωστόσο, οι πολίτες δείχνουν να στηρίζουν περισσότερο την κυβέρνηση Μητσοτάκη σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κόμμα. Αυτό αποτελεί δίκοπο μαχαίρι: από τη μία, η κυβέρνηση διατηρεί μια βάση στήριξης που της δίνει περιθώριο για πρωτοβουλίες από την άλλη, η αδράνεια ή οι επιφανειακές «διορθωτικές» κινήσεις θα μπορούσαν να την παγιδεύσουν σε μια αργή κατάρρευση, απλώς καθυστερώντας τον πολιτικό της χρόνο.
Το πώς θα αντιδράσει η Νέα Δημοκρατία σε αυτή την κρίση, θα κρίνει και σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της χώρας. Αν η κυβέρνηση επιλέξει τις μικρές, τακτικού τύπου αλλαγές, θα καταλήξει πιθανότατα να διαχειρίζεται τη δική της φθορά, καταφεύγοντας απλώς στην «υπέρτατη» τακτική επιλογή της: το πότε θα προκηρύξει εκλογές. Ο δρόμος αυτός οδηγεί σε νέα εποχή αβεβαιότητας, με κίνδυνο να εμφανιστεί μια νέα λαϊκιστική συμμαχία που θα έρθει στην εξουσία-αν όχι μόνη της, τότε ως μέρος ευρύτερης κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση έχει δείξει ότι μπορεί να προσαρμόζεται. Για να ξεφύγει από μια παγιωμένη αμυντική στάση, οφείλει να υιοθετήσει μια πιο «σκληρή» ατζέντα, με ξεκάθαρη στόχευση και όραμα. Αν παρακολουθήσουμε τις διεργασίες στην κεντροδεξιά τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, βλέπουμε ότι μια πιο ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική γραμμή-με σεβασμό στα δικαιώματα, αλλά και με έμφαση στην αποτελεσματικότητα-ενδέχεται να βρει λαϊκή αποδοχή. Κοινώς, ίσως έφτασε η στιγμή να δούμε το κυβερνητικό πρόγραμμα ως ευκαιρία για βαθιές τομές και όχι ως εγχειρίδιο επικοινωνιακής διαχείρισης κρίσεων. Το ερώτημα που γεννάται είναι ποιά στοιχεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία τέτοια ατζέντα;
Ένας από τους λόγους που πάντοτε ταΐζουν τη δυσαρέσκεια του κόσμου είναι η οικονομική του κατάσταση. Για να βελτιωθεί αυτή, πρέπει να υπάρξει ουσιαστική (άνω του 3-4%) ανάπτυξη. Για να επανεκκινήσει η ανάπτυξη, η Ελλάδα χρειάζεται τομές, όχι αργόσυρτες διορθώσεις και φοβικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που καταλήγουν σε ημίμετρα. Το μεγάλο Δημόσιο, το οποίο συχνά λειτουργεί ανεξέλεγκτα, πρέπει να εξορθολογιστεί. Κάθε υπουργείο θα πρέπει να διεξαγάγει αυστηρό spending review για να εντοπιστούν και να κοπούν οι περιττές δαπάνες, ενώ είναι καιρός να αξιολογηθεί η χρησιμότητα κάθε δημόσιου φορέα—είτε αυτή καταλήγει σε αναδιάρθρωση είτε, σε κάποιες περιπτώσεις, κλείσιμο. Ο απόλυτος στόχος; Η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου ώστε να λάβει χώρα δραστική μείωση των φόρων (άμεσων, έμμεσων και εισφορών) προκειμένου οι υπερφορολογημένοι πολίτες να «αναπνεύσουν» και να κινήσουν την οικονομία με μεγαλύτερη αισιοδοξία.
Επίσης, η ευρωπαϊκή «πράσινη μετάβαση» αποδείχτηκε δυσβάσταχτη για χώρες με περιορισμένους πόρους. Είναι καιρός η Ελλάδα να επανεξετάσει τις υπερβολικά φιλόδοξες δεσμεύσεις σε ακριβές ανανεώσιμες και να επικεντρωθεί στην προσιτή ενέργεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Το πανάκριβο ενεργειακό μείγμα αποτελεί σήμερα ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη της βιομηχανίας αλλά και μεγάλο βραχνά στα οικονομικά των νοικοκυριών. Χωρίς φτηνή ενέργεια, όλη η «συζήτηση για επενδύσεις» μένει κενή περιεχομένου και αυτό πρέπει κάποια στιγμή να το παραδεχτούμε ως χώρα και ως ήπειρος.
Παράλληλα, η πίεση για αύξηση αμυντικών δαπανών μετά τις χαλαρώσεις των ευρωπαϊκών κανόνων μπορεί να γίνει μοχλός για νέες ευκαιρίες στην ελληνική αμυντική βιομηχανία. Η πρόσφατη ευρωπαϊκή τάση που διευκολύνει τις αμυντικές επενδύσεις προσφέρει στη χώρα μας ένα «παράθυρο» για μόνιμη ενίσχυση της παραγωγής, της καινοτομίας και της απασχόλησης-κατά το πρότυπο του Ισραήλ τη δεκαετία του ’90. Αν το εκμεταλλευτούμε σωστά, η αμυντική βιομηχανία μπορεί να αποτελέσει νέο στυλοβάτη για την εγχώρια οικονομία.
Τέλος, για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, επείγει μια πλήρης αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος και ευρύτερα της λειτουργίας της δικαιοσύνης στη χώρα. Επί χρόνια, η Δικαιοσύνη με την αργή απονομή, τα χρονοβόρα δικαστήρια, και την έλλειψη πραγματικής αξιολόγησης έχει δημιουργήσει αποστροφή και αίσθημα ότι «κανείς δεν τιμωρείται». Ένα κυβερνητικό πρόγραμμα εκ βάθρων μεταρρύθμισης της Δικαιοσύνης, με επιτάχυνση διαδικασιών, ψηφιοποίηση και ξεκάθαρους κανόνες αξιολόγησης δικαστών, θα ήταν η κορωνίδα της νέας εμπιστοσύνης. Αρκετές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις δεν είναι ξένες προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αποτελούν μέρους του προγράμματός της. Απλώς, αν δεν γίνουν τώρα ίσως να μη γίνουν ποτέ - τουλάχιστον από κυβέρνηση της κεντροδεξιάς.
Σε ότι αφορά τον τόνο που δίνουν τα στελέχη της ΝΔ, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι τα κοινωνικά δίκτυα και η εύκολη πρόσβαση σε άφθονη πληροφορία έχουν αλλάξει ριζικά τη σχέση πολίτη-εξουσίας. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχίσει να μιλά στο κοινό σαν να απευθύνεται σε ανίδεους. Ο κόσμος διασταυρώνει δεδομένα, βρίσκει εναλλακτικές οπτικές, συγκρίνει απόψεις. Γι’ αυτό χρειάζεται λιγότερη «ξύλινη» ρητορική και περισσότερη ειλικρίνεια· λιγότερη αόριστη υπόσχεση και περισσότερη καθαρή δέσμευση. Ο πολίτης ζητά γεγονότα, αποφασιστικότητα, ουσιαστικό όραμα-όχι στρογγυλεμένες ατάκες.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κρατά ακόμα τα ηνία, παρά την περιρρέουσα κρίση εμπιστοσύνης και τον διάχυτο θυμό στους δρόμους. Αυτό της δίνει τη δυνατότητα να επιλέξει: είτε να παραμείνει στη μερική διαχείριση της καθημερινότητας, αναβάλλοντας το επώδυνο και αναγκαίο restart, είτε να επιδείξει τόλμη και να παρουσιάσει ένα ανανεωμένο, καθαρό σχέδιο μεταρρυθμίσεων. Σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη και οι ΗΠΑ δείχνουν ότι απαιτούνται πιο δυναμικές αλλαγές, η ΝΔ έχει τη δυνατότητα—και την υποχρέωση—να πρωτοστατήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν την Ελλάδα να σταθεί ισχυρή ξανά. Κυρίως όμως, να αποφύγει τις λαϊκιστικές σειρήνες που έχουν αρχίσει να αναθαρρεύουν μετά από μια πενταετία ανυπαρξίας.