Ο πρόσφατος ισχυρισμός του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις περιορίζουν υπερβολικά την ελευθερία του λόγου –φτάνοντας να απαγορεύουν τη σιωπηρή προσευχή έξω από κλινικές εκτρώσεων– ξαναφέρνει στο προσκήνιο τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στο αμερικανικό και το ευρωπαϊκό στυλ διασφάλισης του δικαιώματος έκφρασης. Το ζήτημα δεν αποτελεί απλώς ακαδημαϊκή φιλονικία, αλλά ένα πεδίο που ξεσκεπάζει ριζικά διαφορετικές πεποιθήσεις για το πώς πρέπει να λειτουργεί η δημοκρατία και πόσο «υπεύθυνο» ή «επικίνδυνο» μπορεί να θεωρηθεί το ανθρώπινο στόμα (και πνεύμα), και κυρίως το ρόλο του κράτους σε σχέση με τις θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Πρώτη Τροποποίηση λειτουργεί ως «κόκκινη γραμμή», αποτρέποντας την κρατική λογοκρισία σε σχεδόν κάθε μορφή λόγου – από οξύμωρα ρατσιστικά παραληρήματα, μέχρι δημοσιογραφική έρευνα που αποκαλύπτει κρατική αυθαιρεσία. Εάν δεν υπάρχει άμεση υποκίνηση βίας ή συγκεκριμένη παρότρυνση σε εγκληματικές πράξεις, το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα των πολιτών να εκφράζονται χωρίς τον φόβο της τιμωρίας. Αυτή η στάση αντικατοπτρίζει μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση στη χώρα: ότι η αλήθεια και η αλληλοκατανόηση προκύπτουν μέσα από την ελεύθερη διαπάλη απόψεων, όχι με το φιλτράρισμα της πολιτείας. Κατά συνέπεια, η κρατική παρέμβαση στο λόγο θεωρείται πάντοτε ύποπτη, αφού ανοίγει τον δρόμο στην κατάχρηση εξουσίας.
Στην Ευρώπη, αντιθέτως, η ελευθερία της έκφρασης περιορίζεται από μια σειρά «εύλογων» (κατά την ευρωπαϊκή οπτική) εξαιρέσεων, που αφορούν προστασία από «ρητορική μίσους»,«βλασφημία» ή «δημόσια ασφάλεια». Οι υποστηρικτές αυτού του μοντέλου λένε πως, δεδομένων των ιστορικών τραυμάτων (φασισμός, ρατσιστικά καθεστώτα), οι πιο αυστηροί νόμοι περί λόγου προλαμβάνουν επικίνδυνες αναβιώσεις μισαλλοδοξίας που οι Ευρωπαίοι ελπίζουν να αφήσουν πίσω τους. Όμως η κριτική του αμερικανικού στυλ, όπως εκφράστηκε από τον Βανς, επιμένει πως τέτοιοι περιορισμοί αποτελούν «ολισθηρό μονοπάτι»: τι εμποδίζει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επεκτείνουν τις απαγορεύσεις σε ολοένα και πιο αθώους τομείς, με αποτέλεσμα να φιμώνονται απόψεις απλώς «αντιδημοφιλείς» ή «ενοχλητικές»;
Αυτό ακριβώς το «ολισθηρό μονοπάτι» έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται. Στη Γερμανία, η απαγόρευση της άρνησης Ολοκαυτώματος ίσως επιτυγχάνει ένα συμβολικό αποτέλεσμα, ωστόσο έχει δώσει ένα νομικό προηγούμενο για περιορισμούς λόγου που ενοχοποιούν απόψεις. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η υπόθεση των ζωνών «αποκλεισμού» γύρω από κλινικές εκτρώσεων, στις οποίες μπορεί να απαγορεύεται ακόμη και η σιωπηρή προσευχή, αναδεικνύει πόσο εύκολα μια «προστατευτική» ρύθμιση μετατρέπεται σε καταστολή θρησκευτικής έκφρασης. Στη Γαλλία, την Ελλάδα, και αλλού, νόμοι περί ρητορικής μίσους παίρνουν πολύ ευρύ περιεχόμενο, φέρνοντας δικαστικές διαμάχες ακόμα και για «προσβλητικά» αστεία (όπως πριν λίγα χρόνια συνέβη με τη Σώτη Τριανταφύλλου). Όλα δείχνουν ότι η ικανοποίηση του ενός αιτήματος για «προστασία» από λόγο φέρνει διαρκώς νέες απαιτήσεις για περαιτέρω απαγορεύσεις.
Ο αμερικανικός τρόπος αναγνωρίζει ότι κάθε τέτοια απαγόρευση εγκυμονεί τον κίνδυνο κρατικής αυθαιρεσίας. Οποιοσδήποτε έχει την εξουσία να ορίσει τι συνιστά «μισαλλόδοξο» ή «βλάσφημο», αποκτά τη δυνατότητα να τιμωρεί διάφορες μειοψηφικές ή αιρετικές φωνές. Πολλοί στην Ευρώπη θεωρούν υπερβολικές αυτές τις ανησυχίες· όμως οι πρόσφατες αποφάσεις κάποιων δικαστηρίων, που διευρύνουν τους λόγους λογοκρισίας, σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις ψηφιακές πλατφόρμες (Digital Services Act) τρέφουν τον φόβο ότι η ελευθερία της έκφρασης καταλήγει δεύτερη πίσω από την επίκληση της «δημόσιας τάξης».
Κάποιοι παρατηρητές θα ισχυριστούν ότι το αμερικανικό σύστημα έχει και μειονεκτήματα: προστατεύει ακόμη και ρητορική που μπορεί να υποδαυλίζει κοινωνικές εντάσεις. Ωστόσο, οι οπαδοί του κλασικού φιλελευθερισμού απαντούν: το ερώτημα δεν είναι αν ορισμένες κουβέντες είναι «άσχημες» ή «ενοχλητικές», αλλά ποιος θα έχει την εξουσία να τις απαγορεύει. Κι όταν αποδεχτούμε ότι «ο νόμος θα φιμώνει τις κακές απόψεις», ο δρόμος προς την κατάχρηση μένει ανοικτός.
Ο Τζέι Ντι Βανς λοιπόν δε μένει μόνο στον αντικομφορμιστικό λόγο: υποστηρίζει μια αρκετά αμερικανική (και κλασικά φιλελεύθερη) θεώρηση της δημοκρατίας, η οποία πιστεύει ότι οι πολίτες μπορούν –και πρέπει– να κρίνουν την αλήθεια μέσα από ανοιχτό διάλογο. Η Ευρώπη, στον βαθμό που παραδίδεται σε μία σειρά απαγορεύσεων, ίσως ωφελήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά κινδυνεύει να διολισθήσει σε ολοένα αυστηρότερους φραγμούς.
Από την οπτική του «απόλυτου» δικαιώματος στον λόγο, η αμερικανική προσέγγιση, παρά τις ακρότητες που επιτρέπει, εξακολουθεί να προστατεύει τον πυρήνα της ατομικής ελευθερίας. Για όσους πιστεύουν στην ελάχιστη κυβερνητική παρέμβαση, αυτό συνιστά μια επιτακτική αλήθεια: καλύτερα μια κοινωνία που ανέχεται τον προκλητικό λόγο, παρά μια που ψαλιδίζει λέξεις και προσευχές στο όνομα της «ασφάλειας» ή της «ηθικής».