Η Ελληνική Εκπαίδευση σε Κρίση: Αυτονομία, Επιλογή και Γονεϊκή Συμμετοχή ως Λύση

Σχεδόν οι μισοί 15χρονοι στην Ελλάδα-47,2%-δεν καταφέρνουν να καλύψουν το βασικό επίπεδο στα Μαθηματικά, ποσοστό που μας κατατάσσει στις χειρότερες επιδόσεις της ΕΕ. Το πιο πρόσφατο «Monitor» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Εκπαίδευση και Κατάρτιση (2024) δεν μασάει τα λόγια του: η σχολική μας πραγματικότητα αποκαλύπτει μια συστηματική υποχώρηση. Στην ίδια έρευνα, το 37,6% υπολείπεται στα βασικά επίπεδα Ανάγνωσης και το 37,3% στη Φυσική - δείκτες αισθητά υψηλότεροι από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Ακόμη πιο ανησυχητικά, μόλις το 2% των μαθητών στην Ελλάδα διακρίνονται στα Μαθηματικά (έναντι 7,9% στην ΕΕ), ενώ στη Φυσική το ποσοστό αγγίζει το 1,5% (έναντι 6,9% στην ΕΕ). Όλα αυτά καταρρίπτουν την ψευδαίσθηση ότι παρά τις δυσκολίες του, το εκπαιδευτικό μας σύστημα προετοιμάζει τα παιδιά μας ικανοποιητικά για το μέλλον, αναδεικνύοντας μια βαθιά δομική κρίση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Οι αιτίες είναι γνωστές αλλά παραμένουν άλυτες. Η έλλειψη σχολικής αυτονομίας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, όπως υπογραμμίζει και η Έκθεση. Κάθε σχολική μονάδα εξακολουθεί να τελεί υπό τον ασφυκτικό έλεγχο ενός κεντρικού μηχανισμού που καθορίζει από τα προγράμματα μέχρι τις μεθόδους διδασκαλίας. Έτσι, δεν επιτρέπεται ευελιξία για να αντιμετωπιστούν οι ειδικές ανάγκες των μαθητών, ούτε για να καινοτομήσουν οι εκπαιδευτικοί. Το αποτέλεσμα είναι ακόμα πιο τρανταχτό αν αναλογιστούμε το χάσμα ανάμεσα στους φτωχότερους μαθητές: 64% από αυτούς αποτυγχάνουν στα Μαθηματικά, έναντι 26,7% των πιο προνομιούχων -αλλά ακόμα και οι «προνομιούχοι» υστερούν εντυπωσιακά σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ.

Επιπλέον, το σύστημα δεν δίνει πραγματικές επιλογές σε γονείς και μαθητές. Ακόμα και η επαγγελματική εκπαίδευση (ΕΕΚ) παραμένει αναντίστοιχη των αναγκών: μόλις 35,4% των αποφοίτων από τα προγράμματα αυτής της βαθμίδας έχουν βιώσει ουσιαστική μαθητεία σε χώρο εργασίας (έναντι 64,5% στην ΕΕ). Τα ίδια τα στοιχεία δείχνουν πως αυτές οι μαθητείες συνδέονται άμεσα με υψηλότερα ποσοστά επαγγελματικής αποκατάστασης-κάτι που στην Ελλάδα δεν έχει φέρει τα προσδοκώμενα οφέλη. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχει φέρει η παρούσα κυβέρνηση (π.χ. εισαγωγή μη κρατικών πανεπιστημίων από το 2025/2026), αν δεν επεκταθεί η έννοια της «σχολικής επιλογής» σε όλα τα εκπαιδευτικά στάδια, η ποιότητα θα παραμείνει στάσιμη, ίσως και πτωτική.

Εξίσου ανησυχητικό είναι το κλίμα bullying που επικρατεί: 23,5% των εφήβων στην Ελλάδα πέφτουν θύμα εκφοβισμού σε μηνιαία βάση, συνδέοντας το φαινόμενο με πτώση 21 μονάδων στην επίδοση στα Μαθηματικά. Ωστόσο, λείπουν ουσιαστικές πρωτοβουλίες για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα και να εμπλακούν οι γονείς. Την ίδια στιγμή, η ίδια η Έκθεση σχεδόν «αγνοεί» τον ρόλο της οικογένειας, τη στιγμή που διεθνώς είναι αποδεδειγμένο ότι η ενεργή συμμετοχή των γονέων στην καθημερινότητα του σχολείου αναβαθμίζει τα αποτελέσματα.

Η κρίση δεν περιορίζεται μόνο στους εφήβους, τα γυμνάσια και τα λύκεια. Το «Monitor» δείχνει πως η συμμετοχή στην προσχολική αγωγή (29,5% σε ηλικίες 0-2) βρίσκεται πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (37,4%). Αντίστοιχα, στην εκπαίδευση ενηλίκων μόλις 15,1% δηλώνουν ότι συμμετέχουν σε κάποια μορφή κατάρτισης, έναντι 39,5% στην ΕΕ. Έτσι, χάνουμε τη μάχη από την προσχολική ηλικία έως την επανειδίκευση των ενηλίκων μια αποτυχία «από την κούνια μέχρι την τρίτη ηλικία».

Η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από μια ριζική μεταστροφή φιλοσοφίας, βασισμένη σε τρεις πυλώνες: Αυτονομία, Επιλογή, και Γονεϊκή Συμμετοχή. Πρώτον, χρειάζονται αυτοδιοικούμενα σχολεία, ικανά να προσαρμόζουν το πρόγραμμά τους και τις μεθόδους τους στις τοπικές συνθήκες, να επενδύουν σε αξιολόγηση και να μετρούν επιδόσεις. Δεύτερον, απαιτείται διεύρυνση των επιλογών των οικογενειών- δημόσια πειραματικά, ιδιωτικές δομές, εναλλακτικές μορφές επαγγελματικής μάθησης — ώστε να «κοντραριστούν» τα σχολεία και να αναβαθμιστεί η ποιότητα μέσα από τον υγιή ανταγωνισμό. Τρίτον, ο ρόλος των γονέων πρέπει να είναι ουσιαστικός: συμμετοχή σε συμβούλια σχολείων, συναντήσεις συστηματικής παρακολούθησης, ενεργός παρουσία στην προσπάθεια εξάλειψης προβλημάτων εκφοβισμού.

Όπως καταδεικνύει το νεότερο «Monitor» της Κομισιόν, η Ελλάδα πρέπει επειγόντως να εγκαταλείψει την ιδέα ότι «το σχολείο θα σωθεί από τον κεντρικό σχεδιασμό». Τα δεδομένα δείχνουν ότι αυτός ο δρόμος μας οδήγησε σε απογοητευτικές επιδόσεις, διευρυμένες ανισότητες και μια διαρκή απώλεια δυναμικού. Δεν είναι θέμα απλής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, αλλά θεμελιώδους αναθεώρησης της αποστολής της παιδείας, ώστε να δημιουργήσει μια ολόκληρη γενιά ικανή να πρωταγωνιστήσει σε έναν κόσμο που δεν συγχωρεί τη μετριότητα.