Το κλίμα και η πραγματικότητα: Γιατί οι ανισόρροπες πολιτικές τορπιλίζουν την ανάπτυξη

Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη έχει επενδύσει ένα τεράστιο πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο σε πολιτικές για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Η ρητορική θέλει την ΕΕ να πρωτοστατεί στον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, συχνά με το σκεπτικό ότι κάποιος «πρέπει να δώσει το παράδειγμα» στον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο, την ίδια ώρα, αυτές οι πολιτικές κάνουν ελάχιστα για να αλλάξουν την παγκόσμια εικόνα των εκπομπών και, αντίθετα, υπονομεύουν βαρύτατα την οικονομική ανταγωνιστικότητα της ηπείρου και πλήττουν κυρίως τους φτωχότερους πολίτες της.

Εκείνο που συχνά παραγνωρίζεται είναι ότι η κλιματική αλλαγή συνιστά ένα πρόβλημα παγκόσμιας κλίμακας. Αν το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου πλανήτη συνεχίζει να βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα για την ενέργεια και την οικονομική του ανάπτυξη, η Ευρώπη, μόνη της, δεν μπορεί να φέρει αξιοσημείωτη διαφορά. Η ίδια η κλίμακα των εκπομπών και η κατανομή τους - με την Κίνα, την Ινδία και τις ΗΠΑ σε πρωταγωνιστικό ρόλο - υποδεικνύει ότι οι «μονομερείς» ευρωπαϊκές κινήσεις είναι περισσότερο συμβολικές παρά ουσιαστικές. Στο μεταξύ, οι Ευρωπαίοι πληρώνουν πανάκριβα τους λογαριασμούς της «πράσινης μετάβασης» μέσα από υψηλότερα τιμολόγια ενέργειας, φόρους και ρυθμιστικούς περιορισμούς που φρενάρουν την επιχειρηματικότητα. Οι φτωχότερες ομάδες του πληθυσμού, χωρίς δυνατότητες απορρόφησης των συνεχών ανατιμήσεων, αισθάνονται το βάρος πιο έντονα.

Το κεντρικό επιχείρημα υπέρ αυτών των πολιτικών είναι ότι «κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή». Αλλά η εμπειρία δείχνει πως ο «καλός μαθητής» της Ευρώπης επιβαρύνεται με περισσότερο κόστος, ενώ η εικόνα των παγκόσμιων εκπομπών μένει σχεδόν αμετάβλητη. Συγχρόνως, ο βιομηχανικός τομέας της Ένωσης βρίσκεται σε μειονεκτική θέση απέναντι σε χώρες που δεν ακολουθούν εξίσου περιοριστικές νόρμες για το CO₂. Το αποτέλεσμα είναι εργοστάσια που μετακινούνται εκτός Ευρώπης, απώλεια θέσεων εργασίας και περισσότερη φτώχεια σε περιοχές που κάποτε στηρίζονταν στην ενεργοβόρα παραγωγή. Ακόμη και όσοι πολίτες αποδέχονταν τη θεωρία της κλιματικής κρίσης, αρχίζουν να γίνονται σκεπτικοί όταν τους ζητείται να πληρώσουν πανάκριβα τιμολόγια ρεύματος ή όταν εξωθούνται να αγοράσουν ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τα οποία είναι αρκετά ακριβότερα από τα συμβατικά.

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι πιο ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Αντί για αυστηρές πολιτικές που απαγορεύουν σχεδόν κάθε μορφή βιομηχανικής δραστηριότητας «στο όνομα του κλίματος», ας εστιάσουμε στη φτηνή ενέργεια, την καινοτομία και την ενίσχυση της ανάπτυξης. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις - όπως η σταδιακή μετάβαση σε καθαρότερα καύσιμα ή η πρόοδος σε τεχνολογίες δέσμευσης άνθρακα -  απαιτούν πρόσφορο οικονομικό έδαφος και σημαντικές επενδύσεις. Αν οι κυβερνήσεις στραγγαλίζουν την ανταγωνιστικότητα και τιμωρούν την επιχειρηματικότητα, από πού θα προκύψουν οι πόροι για την έρευνα και τις υποδομές της επόμενης γενιάς;

Εξάλλου, οι οικονομικές αναλύσεις δείχνουν ότι όταν οι κοινωνίες έχουν μεγαλύτερη οικονομική άνεση, μπορούν να διαθέσουν περισσότερα κονδύλια και για προστασία του περιβάλλοντος. Η ολοένα και μεγαλύτερη φτώχεια στην Ευρώπη σημαίνει λιγότερη διάθεση και λιγότερη ικανότητα για περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες. Όσο οι πολίτες νιώθουν ότι οι Αρχές τους στερούν βασικά δικαιώματα και τους επιβαρύνουν με διαρκώς αυξανόμενα κόστη σε ενέργεια και καύσιμα, τόσο θα επαυξάνεται η δυσφορία και θα χάνεται η εμπιστοσύνη στις «πράσινες» φιλοδοξίες.

Η κλιματική αλλαγή είναι υπαρκτό ζήτημα που απαιτεί διεθνή συνεννόηση. Ωστόσο, η Ευρώπη, ακολουθώντας ένα είδος μονομερούς «σταυροφορίας», επί της ουσίας υποβαθμίζει την οικονομία και τιμωρεί τους φτωχότερους πολίτες, χωρίς να φέρνει ορατά παγκόσμια οφέλη στη μείωση των εκπομπών. Το κρίσιμο μάθημα είναι ότι απαιτείται μια πιο στοχευμένη και πολυδιάστατη πολιτική: επενδύσεις σε έρευνα για καθαρότερες τεχνολογίες, διεύρυνση του φθηνού ενεργειακού μίγματος, ενίσχυση της ελεύθερης αγοράς, ώστε να αναπτύσσονται νέες λύσεις. Ούτε η καταστροφολογία ούτε οι απαγορεύσεις φέρνουν πραγματική πρόοδο. Αντιθέτως, η οικονομική ανάπτυξη και η τεχνολογική καινοτομία δείχνουν τον ρεαλιστικότερο δρόμο για μείωση εκπομπών και βιώσιμη ευημερία.