Περιηγούμενος προσφάτως στο Liberal.gr, έπεσα πάνω σε μια διαφήμιση για ανάγκες πρόσληψης προσωπικού από την Ελληνικός Χρυσός (Hellas Gold), μια εταιρεία που έχει υποστεί χρόνια συντονισμένη επίθεση από διάφορες «αγωνιστικές» ομάδες. Αναρχικοί, αριστεροί, οικολογικές οργανώσεις· όλοι είχαν βάλει σκοπό να μπλοκάρουν, με κάθε μέσο, την επένδυση αυτή στη Χαλκιδική.
Και όμως, σήμερα βλέπουμε τη συγκεκριμένη επιχείρηση να συνεχίζει τη λειτουργία της, δημοσιεύοντας ακόμη και θέσεις εργασίας για να ενισχύσει το ανθρώπινο δυναμικό της. Η εικόνα αυτή – η οποία μοιάζει τόσο κοινή σε μια ανεπτυγμένη οικονομία – θα ήταν αδιανόητη πριν από λίγα χρόνια, όταν οι πολιτικές συγκρούσεις γύρω από το μεταλλείο έφταναν στα πρωτοσέλιδα, οι τοπικές κοινωνίες πολώνονταν και η κυβέρνηση της εποχής έκανε τα πάντα για να διαχειριστεί πρωτίστως το πολιτικό κόστος.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η δημόσια συζήτηση τείνει να υπεραπλουστεύεται γύρω από «καλούς» ακτιβιστές που προστατεύουν το περιβάλλον και «κακές» πολυεθνικές που κυνηγούν το κέρδος. Η πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύεται πάντα πιο σύνθετη. Συνήθως, όταν μια μεγάλη επένδυση αρχίζει να παράγει αποτελέσματα, οι φωνές που αντιτίθενται σε αυτήν ανακαλύπτουν ότι τα καταστροφικά σενάρια που ανέφεραν δεν επαληθεύονται. Παράλληλα, η τοπική κοινωνία ωφελείται από τις νέες θέσεις εργασίας, τη δημιουργία υποδομών και την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, το κίνημα «αντίστασης» αποδυναμώνεται πολιτικά, ακριβώς γιατί αποκαλύπτεται ότι υπάρχει –πέρα από τις δυσκολίες και τις περιβαλλοντικές προκλήσεις– ένα σοβαρό θετικό αποτύπωμα στην περιφέρεια.
Η περίπτωση της Hellas Gold είναι ενδεικτική. Αν είχε επικρατήσει πλήρως το ριζοσπαστικό αντι-αναπτυξιακό αφήγημα, θα είχαμε χάσει, σύμφωνα με τον απολογισμό της ίδιας της εταιρείας, πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ σε επενδύσεις, 550 εκατομμύρια σε κρατικά έσοδα, 1,4 δισ. σε εξαγωγές και περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι δεν θα είχαν τη δυνατότητα να βρουν εργασία.
Παράλληλα, απουσία αυτής της δραστηριότητας, δεν θα είχαν υπάρξει 1,3 δισ. ευρώ σε τοπικούς προμηθευτές, 100 εκατομμύρια σε περιβαλλοντικές δράσεις και 28 εκατομμύρια σε κοινωνικά προγράμματα. Η ζυγαριά μεταξύ οφέλους και υποτιθέμενης βλάβης βαραίνει αρκετά υπέρ του πρώτου σκέλους, αν λάβουμε υπόψη και τις πρακτικές ελέγχου που οφείλει εκ των πραγμάτων να εφαρμόζει η εταιρεία, αλλά και τους ενδελεχείς ελέγχους από την Πολιτεία και ανεξάρτητους φορείς.
Και όμως, η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, ειδικά στα χρόνια πριν την κρίση, είχε ενσταλάξει στην κοινωνία μια βαθιά ριζωμένη καχυποψία προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, επενδύοντας σε συνδικαλιστικές εμμονές και πολιτικές ρητορικές περί «εκμετάλλευσης» και «ξεπουλήματος». Αυτή η ατμόσφαιρα εξηγεί γιατί τόσα μεγάλα έργα δεν έγιναν ποτέ και γιατί τόσοι επενδυτές έμειναν μακριά, διαβλέποντας ότι θα συναντούσαν μόνο διαδηλώσεις και πολιτικά εμπόδια. Με τη σειρά του, αυτό μεταφράστηκε σε χρόνια ανεργία, χαμηλή ανταγωνιστικότητα και διαρκή εξάρτηση από τον κρατικό κορβανά και τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι όλα αυτά δεν οφείλονταν σε ένα πλατύ κοινωνικό ρεύμα. Αντίθετα, μια μικρή, φανατισμένη μειοψηφία κομμουνιστών, σοσιαλιστών και ακραίων «οικολογικών» ομάδων, σε συνδυασμό με τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του ελληνικού Δημοσίου, έθετε τροχοπέδη σε έργα που θα μπορούσαν να αποφέρουν πραγματική ανάπτυξη και ευημερία. Μερικές φορές, η λάθος εντύπωση ότι δήθεν «η κοινωνία αντιδρά» προερχόταν από μερικές οργανωμένες καταλήψεις ή κινητοποιήσεις, που όμως δεν εξέφραζαν απαραίτητα τη βούληση της πλειοψηφίας.
Στην πραγματικότητα, το κλίμα δείχνει σιγά-σιγά να αλλάζει: οι πολίτες κουράστηκαν από τη διαρκή μιζέρια και την εχθρότητα προς κάθε μορφή παραγωγικής επένδυσης. Τα πρόσφατα παραδείγματα, όπως η Ελληνικός Χρυσός, μπορούν να λειτουργήσουν ως ξυπνητήρι, αναδεικνύοντας την έμπρακτη αξία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας υπό σωστές συνθήκες ελέγχου και ασφάλειας. Αντί να πολεμάμε κάθε εταιρεία ως «εκμεταλλευτή», μπορούμε να κρίνουμε τις επενδύσεις στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων: περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οφέλη για την τοπική κοινωνία, τήρηση των συμβάσεων, συντονισμός με τις ανάγκες του τόπου.
Κοιτάζοντας γύρω μας, αναρωτιέμαι πόσες παρόμοιες επενδύσεις και θέσεις εργασίας χάθηκαν εξαιτίας ενός αντι-κερδοσκοπικού μένους και μιας αναχρονιστικής πολιτικής ρητορικής. Ίσως τελικά, το τίμημα της «αριστερής ιδεολογικής καθαρότητας» να υπονόμευσε για δεκαετίες τις προσπάθειες της χώρας να σταθεί στα πόδια της. Και όσο αυτό το τίμημα έγινε πιο φανερό μες στην κρίση, τόσο πιο εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί οι μικρές, φανατικές μειοψηφίες δεν πρέπει να κρατούν την υπόλοιπη κοινωνία όμηρο στις εμμονές τους.