Τα στοιχήματα, τις κόκκινες γραμμές και τους φόβους της Αιγύπτου ενόψει μίας χρονιάς που προδιαγράφεται εξίσου δύσκολη με την προηγούμενη, και με φόντο πλέον και την καθεστωτική αλλαγή στη Συρία, αλλά και τους «αγνώστους Χ» της επερχόμενης προεδρίας Τραμπ, παραθέτει ο Γαβριήλ Χαρίτος σε μία εκτενή συζήτηση με την Ευαγγελία Μπίφη στο πλαίσιο του αφιερώματος του Liberal για την Μέση Ανατολή του 2025.
Ο κ. Χαρίτος, επισκέπτης καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και ανώτερος αναλυτής στο κυπριακό Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας (ΙΜΠΔ), αποκωδικοποιεί τα πολλαπλά μέτωπα που καλείται να διαχειριστεί η Αίγυπτος και καταγράφει τις εν δυνάμει πηγές αποσταθεροποίησης μίας χώρας «που, πάση θυσία, πρέπει να μείνει σταθερή», με ειδικό στρατηγικό βάρος για τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη.
Για τους σημειολογικά δυσάρεστους συνειρμούς που δημιούργησε μοιραία η καθεστωτική μεταβολή με την επικράτηση των σουνιτών ισλαμιστών στη Συρία μιλά ο κ. Χαρίτος· το έργο έχει ήδη παιχτεί στην Αίγυπτο με το επίσης υποστηριζόμενο από την Τουρκία καθεστώς Μόρσι των Αδελφών Μουσουλμάνων και μια πιθανή επανάληψή του στο Κάιρο, τόσο η Δύση, όσο και οι φιλοδυτικοί παράγοντες στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, είναι βέβαιο ότι δεν θέλουν να την ξαναζήσουν.
Εν μέσω του πολέμου στη Γάζα, η Αίγυπτος «κατόρθωσε να περιοριστεί στο ρόλο του διαμεσολαβητή και όχι να καταστεί η Χερσόνησος του Σινά σε ένα απέραντο στρατόπεδο προσφύγων και κοιτίδα ενός συμπαγούς ισλαμιστικού, παλαιστινιακού πυρήνα, ο οποιος σε βάθος χρόνου θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά ως προς την ίδια τη χώρα», αναφέρει. Δεν έγινε «νέα Ιορδανία» η Αίγυπτος, ωστόσο ο πρόεδρος Σίσι θα κληθεί τώρα να επαναπροσδιορίσει τις «κόκκινες γραμμές» του έναντι του Ντόναλντ Τραμπ. Το ερώτημα είναι εάν η Ουάσινγκτον θα ζητήσει από την Αίγυπτο να προσφέρει περισσότερα από όσα προτίθεται εκείνη να δώσει, και εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος μίας περιόδου αστάθειας που ουδείς θέλει καν να φανταστεί.
Ένα άλλο πεδίο που θα μπορούσε να προκαλέσει καθεστωτική αστάθεια είναι επιχειρηματικά ή ενεργειακά πρότζεκτ στην περιοχή που ενδέχεται να μειώσουν τη χρησιμότητα της Διώρυγας του Σουέζ κατά την «ανάγνωση» του κ. Χαρίτου, και αυτό επισημαίνει πως είναι κάτι που οφείλουν να λάβουν υπ' όψιν το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και το επιτελείο Τραμπ.
Ο ίδιος μιλά για τις «χρήσιμες ισορροπίες» της Αιγύπτου με το Ισραήλ και χαρτογραφεί τις σχέσεις με το Ιράν και ποια δυναμική θα μπορούσαν να προσλάβουν. Παραθέτει το ρόλο του Καΐρου ως δυτικό αντίβαρο στο περίπλοκο σκηνικό της Λιβύης με φόντο κινήσεις του τουρκικού παράγοντα και της Μόσχας και αναλύει επίσης τα όσα διακυβεύονται στο Σουδάν -εξηγώντας πως όσο αυξάνεται η επιρροή αντιδυτικών δυνάμεων σε σημεία-κλειδιά για την περιφερειακή προβολή ισχύος της Αιγύπτου (λ.χ. Σουδάν, Λιβύη, Υεμένη), τόσο αυξάνεται και η στρατηγική υπεραξία της Αιγύπτου.
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
Κύριε Χαρίτο, ομολογουμένως δεν ήταν μία εύκολη χρονιά το 2024 για την Αίγυπτο. Η εστία πολέμου στη Γάζα παρέμεινε ενεργή και οι διαμεσολαβητικές προσπάθειες του Καΐρου δεν έχουν αποφέρει ακόμα απτά αποτελέσματα, ενώ προστέθηκε ο παράγοντας της καθεστωτικής αλλαγής στη Συρία.
Να σας το πω αλλιώς: Εάν ο πρόεδρος Σίσι κάποτε γράψει τα απομνημονεύματά του, καλό θα ήταν να είχε κρατήσει λεπτομερείς σημειώσεις καθ' όλη τη διάρκεια του 2024 γιατί τα ανοιχτά μέτωπα που αντιμετώπισε ήταν και πολλά και ποικίλα. Η Αίγυπτος έπρεπε να θέσει τα όριά της, κυριολεκτικά ως προς τους πάντες: Την Χαμάς, το Κατάρ, το Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο και, κυρίως ως προς το ισχυρό ισλαμιστικό στοιχείο της αιγυπτιακής κοινωνίας.
Σαν να μην έφτανε η «πληγή» της Γάζας, η Αίγυπτος έπρεπε να συνεχίζει να διαχειρίζεται δύο γειτονικές χώρες που βρίσκονται εδώ και καιρό σε έναν διαρκή εμφύλιο σπαραγμό: την Λιβύη και το Σουδάν. Και όταν το 2024 έφτανε στο τέλος του, προέκυψε και η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, που έφερε στην εξουσία τους σουνίτες ισλαμιστές, ένα γεγονός που προβληματίζει ακόμα περισσότερο το περιβάλλον Σίσι, παρά την γεωγραφική απόσταση που χωρίζει τις δύο χώρες. Μάλιστα, η καθεστωτική μεταβολή στη Συρία δημιούργησε μοιραίως σημειολογικά δυσάρεστους συνειρμούς. Η Αίγυπτος πέρασε μία παρόμοια κατάσταση, όταν τον καιρό της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης» το καθεστώς Μουμπάρακ κατέρρευσε, φέρνοντας στην εξουσία τους ισλαμιστές του Μοχάμαντ Μόρσι που έδειχναν να οδηγούν τη χώρα σε μία περίοδο αναθεωρητισμού, την οποία -τόσο η Δύση, όσο και οι φιλοδυτικοί παράγοντες στην ευρύτερη Μέση Ανατολή- είναι σίγουρο ότι δεν θέλουν να την ξαναζήσουν.
Έτσι, το 2024 υπήρξε μία από τις δυσκολότερες χρονιές για τα αιγυπτιακά κέντρα λήψεως αποφάσεων, με αποτέλεσμα η διακυβέρνηση Σίσι να αισθανθεί την ανάγκη να «ξαναμοιράσει την τράπουλα» σε επίπεδο εσωτερικής διακυβέρνησης. Παρά τις πολλές σημαντικές εξελίξεις που σημειώθηκαν σε περιφερειακό επίπεδο και επηρέασαν τον αιγυπτιακό παράγοντα, εάν θα έπρεπε να αποτιμήσω ποιο ήταν το σημαντικότερο γεγονός για την Αίγυπτο ήταν μία εξέλιξη που δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τα ελληνικά, αλλά και τα διεθνή ΜΜΕ. Στις αρχές Ιουλίου, και εντελώς ξαφνικά, ο πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι άλλαξε εν μία νυκτί όλη σχεδόν την κυβέρνηση και αντικατέστησε δραστικά την ηγεσία της αυτοδιοίκησης. Επικεφαλής των επαρχιών και ανώτερα στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης αντικαταστάθηκαν μονομιάς. Το ίδιο συνέβη και με τα νευραλγικής σημασίας υπουργεία της κυβέρνησης, με την ξαφνική παύση του παλαίμαχου υπουργού Εξωτερικών, Σάμεχ Σούκρι, να προκαλεί ποικίλα σχόλια εντός και εκτός Αιγύπτου.
Το σημαντικότερο ήταν ότι η μοναδική εξαίρεση σε αυτό το κύμα αλλαγής προσώπων ήταν ο Αμπάς Κάμελ, διοικητής των μυστικών υπηρεσιών της χώρας. Αλλά και πάλι, αυτή η απόφαση αποδείχθηκε προσωρινή. Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2024, ο Αμπάς Κάμελ αντικαταστάθηκε από τον νυν επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, υποστράτηγο Χασάν Ρασάντ, τον οποίον φρόντισε να πλαισιώσει με τον ίδιο του τον γιο, Μαχμούντ Αλ-Σίσι. Ο Κάμελ, βέβαια, «προήχθη» στη θέση του «ειδικού συμβούλου» του προέδρου Σίσι, αλλά είναι σαφές ότι αυτή η εύσχημη προαγωγή, στην πραγματικότητα τον έθεσε υπό στενή επιτήρηση. Είναι σίγουρο ότι πολλά ακόμα δεδομένα, που προκάλεσαν αυτήν την εκ βάθρων αλλαγή προσώπων, παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό - και εκτιμώ ότι θα συνεχίσουν να παραμένουν άγνωστα. Αυτή η τόσο ξαφνική απόφαση του Σίσι, δείχνει την εγρήγορση του περιβάλλοντος του προέδρου, ως επίσης και του στρατιωτικού κατεστημένου, που απ’ ό,τι φαίνεται ο Σίσι συνεχίζει να ελέγχει. Προφανώς, κάποιες ρωγμές όφειλαν να «κλείσουν» και αυτό -όπως δείχνουν τα πράγματα- συνέβη, ή «ήρθε η κατάλληλη στιγμή» να συμβεί μέσα στο ανήσυχο 2024 που πέρασε η Αίγυπτος.
Σε αντίθεση με τα ζητήματα εσωτερικής διακυβέρνησης που, όπως αναφέρετε, πέρασαν κάτω από τα ραντάρ, στο επίκεντρο της διεθνούς ειδησεογραφίας βρέθηκε η ξεκάθαρη θέση του προέδρου Σίσι ότι δεν θα δεχθεί στη χώρα του προσφυγικό κύμα από την Γάζα. Τι «διαβάζουμε» στην αιγυπτιακή στάση;
Αυτή η παρρησία του προέδρου Σίσι, μπορώ να πω μάλιστα ότι «παρέσυρε» και τον βασιλιά Αμπντάλα Β' της Ιορδανίας, ο οποίος, κατά κοινή ομολογία, είναι εξαιρετικά συγκρατημένος στις δημόσιες δηλώσεις του, όσον αφορά το ευαίσθητο θέμα των Παλαιστινίων προσφύγων, είτε αναφέρεται στο παρελθόν, είτε ακόμα και στο παρόν. Ούτε για τον πρόεδρο Σίσι ήταν ευχάριστο να εκφράσει αυτήν την τόσο ξεκάθαρη θέση δημόσια, τη στιγμή που έκαναν τον γύρο του κόσμου οι εικόνες από τους βομβαρδισμούς στη Γάζα, αλλά αναγκάστηκε να θέσει από την αρχή τα δικά του όρια δίνοντας την ευκαρία, ή -καλύτερα- το... άλλοθι να πράξει το ίδιο και η Ιορδανία, την δεδομένη δύσκολη στιγμή.
Ωστόσο, ο Σίσι προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Συγκάλεσε στο Κάιρο διεθνή συνδιάσκεψη, ζητώντας ουσιαστικά από τις άλλες αραβικές χώρες και την διεθνή κοινότητα να εκφράσουν ανοικτά τις δικές τους θέσεις για τον τρόπο αντιμετώπισης της κατάστασης στη Γάζα. Η αιγυπτιακή διπλωματία επέδειξε τόλμη και πρακτικότητα, φέρνοντας στα μέτρα της το ζήτημα της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης στον παλαιστινιακό θύλακα. Έτσι, καμία αραβική χώρα δεν «πέταξε το γάντι» και να δηλώσει ότι είναι πρόθυμη να αναλάβει ένα τέτοιο βάρος - με αποτέλεσμα το Κάιρο να δηλώσει ότι θα περιοριστεί στον ρόλο του διαμεσολαβητή για την επίτευξη εκεχειρίας και ότι δεν πρόκειται να αναλάβει την ευθύνη «υπέρμετρου αριθμού αμάχων» στην Χερσόνησο του Σινά.
Αντιθέτως, η Αίγυπτος έκτισε δεύτερο φράχτη ασφαλείας, κατά μήκος του ήδη υπάρχοντος, για να αποφευχθούν μαζικές προσφυγικές ροές μέσω της μεθορίου της Ράφα, ενώ παράλληλα, ανοικοδομήθηκαν εγκαταστάσεις με αντίσκοινα για να φιλοξενηθεί «ανεκτός αριθμός αμάχων», που είτε είχαν συγγενείς που ζούσαν στην Αίγυπτο ή ανήκαν σε ειδικές κατηγορίες που διεθνείς ανθρωπιστικοί φορείς είχαν φροντίσει έγκαιρα να διευθετήσουν την ευνοϊκή διαχείριση εκ μέρους της -κατά τα άλλα- απρόθυμης και δυσκίνητης σε γενικές γραμμές αιγυπτιακής γραφειοκρατίας.
Για την διακυβέρνηση Σίσι είναι πάρα πολύ σημαντικό να μην μετακυλήσει το πρόβλημα της Λωρίδας της Γάζας στην εξίσου προβληματική Χερσόνησο του Σινά, που είχε αποτελέσει (και ίσως, κατά καιρούς, να αποτελεί ακόμα) θέατρο επιχειρήσεων του αιγυπτιακού στρατού κατά πυρήνων του Ισλαμικού Κράτους - μια από τις πολλές επιπτώσεις της ισλαμιστικής διακυβέρνησης του Μοχάμαντ Μόρσι που απορρύθμισε την φιλοδυτική πορεία της χώρας. Είναι κοινό μυστικό ότι, στην προσπάθεια του προέδρου Σίσι να θέσει υπό κάποιο έλεγχο την άστατη Χερσόνησο του Σινά, συμπορεύτηκε ποικιλοτρόπως και το Ισραήλ, όχι μόνο σε επίπεδο συλλογής και διαχείρισης πληροφοριών, αλλά σε κάποιες στιγμές, η συνεργασία Αιγύπτου-Ισραήλ προχώρησε σε κοινές επιχειρήσεις που αφορούσαν στην επικράτηση του αιγυπτιακού στρατού «επί του πεδίου», παρότι ουδεμία από τις δύο πλευρές δεν είναι πρόθυμη να το παραδεχθεί δημοσίως.
Μία πιθανή μετακύλιση των πυρήνων της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ από την Γάζα στο Σινά θα αναβίωνε το αίσθημα αποσταθεροποίησης στην ίδια την Αίγυπτο - και ο πρόεδρος Σίσι δεν θα είναι ποτέ διατεθειμένος να αποδεχθεί κάτι τέτοιο. Οι φιλοδυτικές αραβικές χώρες, αλλά και η διεθνής κοινότητα, το αντιλαμβάνονταν αυτό, και έτσι η διεθνής διάσκεψη του Καΐρου, ουσιαστικά «προστάτευσε» την Αίγυπτο, το καθεστώς Σίσι, και συγχρόνως, τα δυτικά συμφέροντα που έχουν ανατεθεί στο Κάιρο να προασπίζεται. Και κάπως έτσι, η Αίγυπτος κατάφερε αυτό που επεδίωκε: Να περιοριστεί στο ρόλο του διαμεσολαβητή και όχι της χώρας που θα γεμίσει μια αχανή και ακατοίκητη επαρχία της, την Χερσόνησο του Σινά, να καταστεί ένα απέραντο στρατόπεδο προσφύγων και κοιτίδα ενός συμπαγούς ισλαμιστικού, παλαιστινιακού πυρήνα, ο οποιος σε βάθος χρόνου θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά ως προς την ίδια την Αίγυπτο.
Τόσο απλή και πρακτική ήταν η θεώρηση που εξέφρασε η διακυβέρνηση Σίσι, σε μία στιγμή που η διακυβέρνηση Μπάιντεν ήθελε πάρα πολύ να «κλείσει» το ζήτημα της Γάζας, βολιδοσκοπώντας εάν τελικά η Αίγυπτος θα μπορούσε να αποτελέσει μία «νέα Ιορδανία», απορροφώντας και εκείνη ένα μαζικό παλαιστινιακό προσφυγικό κύμα. Αλλά ο Σίσι δεν ήθελε να καταστήσει την χώρα του μία «νέα Ιορδανία» - και μέχρι στιγμής τουλάχιστον, το έχει πετύχει.
Τι θα μπορούσε να αλλάξει επί προεδρίας Τραμπ;
Με δεδομένα τα ανωτέρω, και ενώ παραμένει άγνωστο εάν η νέα θητεία Τραμπ θα θελήσει να επαναφέρει το «Όραμα για την Ειρήνη» -που προέβλεπε «επέκταση» της ζώνης της Γάζας νοτιότερα, όπου θα δημιουργείτο μια «βιομηχανική ζώνη» και μία «νέα συγχρονη οικιστική ανάπτυξη» για τους κατοίκους της Γάζας-, δεν αποκλείεται ο πρόεδρος Σίσι να κληθεί να δηλώσει εκ νέου τις δικές του «κόκκινες γραμμές» έναντι του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ξεκαθαρίζοντάς του ότι η Αίγυπτος δεν προτίθεται να παραχωρήσει εδαφική κυριαρχία για να επιλύσει ένα πρόβλημα, που δεν είναι δικό της.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί σε ποιο πλαίσιο θα κινηθούν οι σημαντικές από κάθε άποψη σχέσεις ΗΠΑ-Αιγύπτου. Εάν ο Λευκός Οίκος αποφασίσει ότι η «λύση» του προβλήματος της Γάζας θα περιλαμβάνει κάποια «ευγενική αιγυπτιακή εδαφική διευθέτηση», δεν θα πρέπει να θεωρηθεί απίθανη μία περίοδος αστάθειας στην Αίγυπτο - ένα ενδεχόμενο, που κανείς σήμερα δεν θα ήθελε καν να φανταστεί. Αυτό είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα που υποστηρίζουν τον πρόεδρο Τραμπ, και όσοι εμπνεύστηκαν το γνωστό «Σχέδιο Τραμπ», το οποίο ουδείς γνωρίζει σήμερα εάν πρόκειται να τεθεί ξανά στο τραπέζι.
Αλλά και οι σχέσεις Ισραήλ-Αιγύπτου δεν πέρασαν καλές στιγμές εντός του 2024
Καθόλου καλές στιγμές. Και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η περίοδος της μεγάλης κρίσης στις σχέσεις Αιγύπτου-Ισραήλ συνέπεσαν με τον δραστικό ανασχηματισμό της αιγυπτιακής κυβέρνησης τον Ιούλιο του 2024.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η διπλωματία και οι μυστικές υπηρεσίες της Αιγύπτου ξέρουν πάρα πολύ καλά πώς να διαχειρίζονται εκάστοτε αναμετρήσεις του Ισραήλ με την Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ στη Γάζα. Κάθε περίοδος στρατιωτικής έντασης μεταξύ Ισραήλ και Γάζας από το 2007 και μέχρι τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου 2023 έληγε χάρη στους χειρισμούς της Αιγύπτου, με πρωταγωνιστή τον τότε διοικητή των μυστικών υπηρεσιών Αμπάς Κάμελ αυτοπροσώπως. Παράλληλα, αποφασιστικός ήταν ο ρόλος του Κατάρ, που δρούσε κατευναστικά ως προς τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η διοικητική μηχανή της Χαμάς και ο πληθυσμός της Γάζας. Όμως, από την έναρξη του πολέμου και εντεύθεν, η Αίγυπτος από τη μια προσέφερε τις διαμεσολαβητικές της υπηρεσίες, από την άλλη ήταν ιδιαίτερα αυστηρή ώστε να μην ανοίξει τα σύνορά της στους Παλαιστινίους αμάχους, για τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως.
Όσο διαρκούσαν οι ισραηλινές χερσαίες επιχειρήσεις, σημειωνόταν το εξής παράδοξο φαινόμενο: Ενώ οι Ισραηλινοί ανακοίνωναν ότι συγκεκριμένες περιοχές στη Γάζα είχαν «καθαρίσει» από τους πυρήνες της Χαμάς και το οπλοστάσιό της, οι εκτοξεύσεις ρουκετών μετά από κάποιο διάστημα συνεχίζονταν και οι ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις διεπίστωναν ότι, εν τέλει, οι επιχειρησιακές δυνατότητες της οργάνωσης αναδιοργανώνονταν. Όταν οι Ισραηλινοί έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τον Άξονα Φιλαδέλφειας, στην μεθόριο Ράφα-Αιγύπτου, αποκάλυψαν υπόγειες σήραγγες ύψους άνω των τεσσάρων μέτρων, από τις οποίες μεταφερόταν από την Αίγυπτο μεγάλη ποσότητα βαρέως οπλισμού. Παρότι επισήμως η ισραηλινή κυβέρνηση δεν ήθελε να κατηγορήσει ευθέως την διακυβέρνηση Σίσι, ή φιλικούς προς εκείνην παράγοντες, για διπρόσωπη τακτική, αφέθηκαν να διαρρεύσουν στα ισραηλινά ΜΜΕ πληροφορίες που δεν κολάκευαν καθόλου την αιγυπτιακή πλευρά.
Θεωρήθηκε, μάλιστα, ότι μία ολιγόωρη συνάντηση Ισραηλινών αξιωματούχων των μυστικών υπηρεσιών στο Κάιρο, στα τέλη Ιουνίου 2024, έπαιξε καταλυτικό ρόλο, όχι μόνο στις σχέσεις Ισραήλ-Αιγύπτου, αλλά και στην απόφαση Σίσι να προχωρήσει στον αιφνιδιαστικό ανασχηματισμό της κυβέρνησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης - χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να έχει υπονοηθεί ούτε κατ’ ελάχιστον από τα ισραηλινά ή τα αιγυπτιακά μέσα. Ήταν ένας σκόπελος που, ξεπεράστηκε μεν, κατέδειξε όμως τις «κόκκινες γραμμές» μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου, που απ’ ό,τι φαίνεται, η διακυβέρνηση Σίσι εμπέδωσε.
Περισσότερες λεπτομέρειες παραμένουν άγνωστες. Από τον αιγυπτιακό ανασχηματισμό όμως, και μέχρι το τέλος του 2024, η Αίγυπτος φαίνεται πως περιορίζεται στην παροχή των διαμεσολαβητικών της υπηρεσιών, ενώ παράλληλα, προετοιμάζεται για την «επόμενη μέρα» στον Λευκό Οίκο για να ισοσταθμίσει εκ νέου τις χρήσιμες ισορροπίες που υποχρεωτικά τηρεί με τους Ισραηλινούς. Όσο για το 2025, το Κάιρο θα κληθεί να ακολουθήσει κατά γράμμα το «εγχειρίδιο διαχείρισης» των σχέσεών του με την ισραηλινή πλευρά, εφόσον έχει συνειδητοποιήσει τα μαθήματα του 2024. Το ερώτημα είναι εάν η Ουάσινγκτον θα ζητήσει από την Αίγυπτο να προσφέρει περισσότερα από όσα προτίθεται η Αίγυπτος να δώσει.
Τελικά, ποια θα είναι η «επόμενη μέρα» στη Γάζα, που θα ικανοποιούσε την Αίγυπτο του προέδρου Σίσι;
Οπωσδήποτε μία «επόμενη μέρα» που θα κρατούσε μακριά από την αιγυπτιακή επικράτεια τον ισλαμιστικό παράγοντα της Χαμάς, της Ισλαμικής Τζιχάντ ή οποιασδήποτε άλλης παλαιστινιακής οργάνωσης, που θα μπορούσε να ενισχύσει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στο εσωτερικό της Αιγύπτου και να απειλήσει την πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Υπ' αυτήν την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, οποτεδήποτε κλήθηκε η Αίγυπτος να εκφράσει τις προτιμήσεις της, τάχθηκε υπέρ της ανάληψης της διακυβέρνησης της μεταπολεμικής Γάζας από την Παλαιστινιακή Αρχή του προέδρου Μαχμούντ Αμπάς. Ήταν εντυπωσιακό μάλιστα, ότι ουδέποτε η Αίγυπτος αφέθηκε να υπονοήσει οτιδήποτε υπέρ της ανάγκης «αλλαγής προσώπων» ή ηγεσίας στις τάξεις της κυβέρνησης της Ραμάλα.
Από την άλλη, η Αίγυπτος, έχει επίγνωση ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ θα έχουν τον πρωταρχικό ρόλο ως προς την διαμόρφωση αυτής της «επόμενης μέρας». Η Αίγυπτος εκτιμώ ότι, αφ’ ενός, θα προσπαθήσει να αποφύγει με κάθε τρόπο να έχει οποιαδήποτε ενεργό ανάμιξη με αποστολή αστυνομικών ή στρατιωτικών δυνάμεων στην μεταπολεμική Γάζα και, αφ’ ετέρου, θα τονίσει τις «κόκκινες γραμμές» της, κλείνοντας όσο μπορεί ερμητικά κλειστή την μεθόριο Γάζας-Χερσονήσου του Σινά.
Υφίσταται τελικά «δόγμα Αλ-Σίσι»; Ή μήπως μιλάμε για μία πολιτική «συντήρησης», που ακολουθεί τις εξελίξεις;
Η Αίγυπτος είναι μία χώρα σημαντική. Ελέγχει την Διώρυγα του Σουέζ - ένα δεδομένο που μοιραία καθιστά την Αίγυπτο χώρα-κλειδί, που δεν είναι σε θέση να αποφύγει τη μοίρα της. Η Αίγυπτος οφείλει να διατηρήσει τη σταθερότητά της και η τραυματική εμπειρία της ισλαμιστικής διακυβέρνησης Μόρσι δεν έχει ξεχαστεί από κανέναν.
Αντιστρόφως, η διατήρηση της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας μέσω του Σουέζ, αποτελεί προϋπόθεση για την διατήρηση της σταθερότητας στην ίδια την Αίγυπτο. Δεν είναι τυχαίο πως, κάθε φορά που Ισραήλ και Σαουδική Αραβία «μιλούν» για το ενδεχόμενο δημιουργίας αγωγών που θα συνδέουν τον Περσικό με την Μεσόγειο, τα καθεστωτικά αιγυπτιακά ΜΜΕ «θυμούνται» τις αντι-ισραηλινές κορώνες που απηχούν ιδεολογικά την δημοσιογραφική γλώσσα της μακρινής αντιαποικιοκρατικής εποχής του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Είναι δεδομένο πως οποιοδήποτε επιχειρηματικό και ενεργειακό πρότζεκτ στην περιοχή που ενδέχεται να μειώσει την χρησιμότητα της Διώρυγας του Σουέζ, θα προκαλέσει στην Αίγυπτο είτε την οργή της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, είτε, στην χειρότερη περίπτωση, την καθεστωτική αστάθεια σε μία χώρα που, πάση θυσία, πρέπει να παραμένει σταθερή.
Αυτό το δεδομένο οφείλει να το λάβει υπ’ όψιν του το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και η νέα θητεία Τραμπ, για να μην προκαλέσει σπασμωδικές κινήσεις της διακυβέρνησης Σίσι, που μοιραίως θα δημιουργήσουν ευρύτερα προβλήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι, με την ευθύνη του Ισραήλ, της Ελλάδας, της Κύπρου, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ, η Αίγυπτος κατέστη ενεργειακός κόμβος για την διαχείριση του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου. «Βάλαμε όλοι μας, όλα τα αυγά μας στο ίδιο καλάθι», και τώρα όλοι οφείλουμε να διατηρήσουμε αυτό το καλάθι να μην παλινδρομεί επικίνδυνα. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής, η διακυβέρνηση Σίσι δείχνει να το γνωρίζει πολύ καλά, και εν πολλοίς παραμένει προβλέψιμη. Εάν όμως αντιληφθεί ότι δεν γίνονται κατανοητά τα εθνικά συμφέροντα της Αιγύπτου, τότε οι ενδεχόμενες συνέπειες οφείλουν να προβληματίσουν.
Πέραν της Ανατολικής Μεσογείου, η Αίγυπτος παρακολουθεί πολύ προσεκτικά όσα εξελίσσονται δυτικότερά της, στη Λιβύη, αλλά και νοτιότερα, στο Σουδάν
Η πληγή της Λιβύης συνεχίζει να αιμορραγεί και εάν υποθέσουμε ότι θα επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες ότι η Ρωσία πρόκειται να ενισχύσει την εκεί παρουσία της, με αντίστοιχη μείωση των στρατευμάτων της από την «νέα» Συρία, αυτομάτως διαμορφώνεται μία επιπλέον ανάγκη διατήρησης της σταθερότητας της Αιγύπτου, για να αποτελέσει δυτικό αντίβαρο στο περίπλοκο λιβυκό σκηνικό. Δεν πρέπει επίσης να αγνοούμε τον τουρκικό παράγοντα που παίζει το δικό του παιχνίδι, όχι μόνο στην Λιβύη αλλά και στο Τσαντ, το μαλακό της υπογάστριο. Φαίνεται, μάλιστα, ότι, εξαιτίας του πολέμου που ξέσπασε στις 7 Οκτωβρίου 2023, το Ισραήλ έχασε το momentum να αναζωογονήσει τις διμερείς του σχέσεις με το Τσαντ, και να το απομακρύνει από τα τουρκικά συμφέροντα. Εάν πράγματι δούμε την Τουρκία να αυξάνει την επιρροή της και στο Τσαντ, «συμπληρώνοντας» την παρουσία της στην Λιβύη, τότε η Αίγυπτος οφείλει να παραμένει ενισχυμένη και απαλλαγμένη από κινδύνους αποσταθεροποίησης.
Στο Σουδάν η κατάσταση είναι ακόμα πιο πολύπλοκη. Ο εμφύλιος συνεχίζεται ανάμεσα σε δύο παρατάξεις, τις οποίες χωρίζει η κοινή τους επιδίωξη να ελέγξουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας και να κερδίσουν η καθεμιά τους όσα περισσότερα οφέλη μπορούν, όταν το Σουδάν θα ενταχθεί στα γενικότερα συμφέροντα της Δύσης στην περιοχή. Αξίζει να θυμηθούμε ότι, πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος, και οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις συμφωνούσαν ότι το Σουδάν θα πρέπει να βελτιώσει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ (της πρώτης θητείας Τραμπ) και να εξομαλύνει τις διπλωματικές του σχέσεις με το Ισραήλ. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι είχε υπογραφεί επίσημη δήλωση της προεμφυλιακής κυβέρνησης, ότι προτίθεται να υπογράψει μια «Συμφωνία του Αβραάμ». Στην κυβέρνηση εκείνη συμμετείχαν οι αρχηγοί και των δύο σημερινών αντιμαχομένων παρατάξεων.
Όμως, όσο ο καιρός περνάει και ο εμφύλιος συνεχίζεται, κάθε αντιμαχόμενη παράταξη επικεντρώνεται στα πεδία των μαχών και αναζητά έξωθεν ενισχύσεις. Μετά την μεγάλη ήττα του λεγόμενου «άξονα της αντίστασης», η Τεχεράνη θυμήθηκε ξανά ότι το Σουδάν είχε αποτελέσει σημαντικό της προπύργιο. Στα τέλη του 2024 η Τεχεράνη απευθύνθηκε στον Σουδανό πρόεδρο Αλ-Μπουρχάν ζητώντας να της αποδοθύν διευκολύνσεις στο Πορτ-Σουδάν στην Ερυθρά Θάλασσα. Παρόμοιο αίτημα φέρεται να εξέφρασε και η Μόσχα, λίγο μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ. Ο πρόεδρος του Σουδάν δεν βιάστηκε να απαντήσει και, όπως φαίνεται, αναμένει και εκείνος να δει ποια τακτική θα τηρήσει η νέα θητεία του προέδρου Τραμπ και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, μιας και η δήλωση της προεμφυλιακής κυβέρνησης του Σουδάν για την πρόθεσή του να υπογράψει μία νέα «Συμφωνία του Αβραάμ» με το Ισραήλ.
Ωστόσο, αναμένει αμερικανικές ενισχύσεις για να επικρατήσει στο εσωτερικό της χώρας του. Δεν αποκλείεται, αυτές οι ενισχύσεις να «προσφερθούν» μέσω Αιγύπτου. Πολλά εναπόκεινται στην «μνήμη» της αμερικανικής διπλωματίας. Διαφορετικά, μετά την κατάρρευση της Υεμένης των Χούθι, και σε περίπτωση «επανάκαμψης» του Σουδάν σε έναν νέο, αναθεωρημένο φιλοϊρανικό «άξονα της αντίστασης», μία νέα εστία πολέμου στο Σουδάν θα απασχολήσει μοιραία και την Αίγυπτο, αφού η διέλευση των πλοίων από την Διώρυγα του Σουέζ θα παραμένει μειωμένη. Όλα συνδέονται μεταξύ τους.
Επανερχόμενοι στο μείζον ζήτημα της καθεστωτικής αλλαγής στη Συρία, πόσο θα πρέπει να ανησυχεί η Αίγυπτος;
Κατ’ αρχήν, όπως προανέφερα, η κατάρρευση ενός εκκοσμικευμένου και συγκεντρωτικού καθεστώτος -όπως αυτό του Άσαντ- και η επικράτηση των σουνιτών ισλαμιστών, είναι κάτι που έχει ζήσει η Αίγυπτος κατά την περίοδο της «Αραβικής Άνοιξης». Οι φόβοι που εκφράζονται στην Ιορδανία για πιθανή επέκταση της συριακής αστάθειας, είναι ταυτόσημοι με εκείνους που εκφράζονται στην Αίγυπτο. Επίσης, το γεγονός ότι το νέο καθεστώς της Συρίας στηρίζεται από την Τουρκία, υπενθυμίζει στους Αιγυπτίους τη στήριξη της Τουρκίας προς το καθεστώς Μόρσι. Είναι πολλές οι ομοιότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι, μέχρι στιγμής, η Αίγυπτος δεν έχει ακόμα προβεί σε κάποια κίνηση «αναγνώρισης» του νέου συριακού καθεστώτος - ενώ ήδη υπουργοί του καθεστώτος της φιλοτουρκικής κυβέρνησης της δυτικής Λιβύης το έπραξαν. Αυτό ήδη δείχνει κάτι και ίσως προλέγει πολλά για το 2025.
Πώς αποτιμά η Αίγυπτος την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ και την συρρίκνωση του «άξονα της αντίστασης»;
Εκτιμώ ότι τα αισθήματα στο Κάιρο παραμένουν ανάμικτα. Είναι σαφές ότι η Αίγυπτος αποτίμησε θετικά το γεγονός της συρρίκνωσης της παρουσίας του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή, ως επίσης και ο αποδεκατισμός της Χεζμπολάχ. Ας μην ξεχνάμε ότι, στο ίδιο φιλοϊρανικό στρατόπεδο, εκτός από την Χεζμπολάχ συγκαταλέγονται και οι αντάρτες Χούθι της Υεμένης, οι οποίοι, με το να ελέγχουν την νότια Ερυθρά Θάλασσα, μειώνουν τον αριθμό των πλοίων που διασχίζουν την «αιγυπτιακή» Διώρυγα του Σουέζ. Υπ’ αυτήν την έννοια, η αποδυνάμωση του λεγόμενου «άξονα της αντίστασης» εξυπηρετεί και τα αιγυπτιακά οικονομικά συμφέροντα.
Από την άλλη, όσον αφορά την «επόμενη μέρα» της «νέας» Συρίας, η διακυβέρνηση Σίσι οπωσδήποτε δεν ενθουσιάζεται από το γεγονός ότι οι ισλαμιστές έχουν αναλάβει την διακυβέρνησή της. Η Αίγυπτος σαφέστατα θα προτιμούσε μία «ενιαία Συρία» υπό μία κεντρική ισχυρή εξουσία, υπό την προϋπόθεση να είναι φιλοδυτική και να μην διαταράσσει τις λεπτές περιφερειακές ισορροπίες. Τώρα, το Κάιρο προβληματίζεται από την αύξηση της τουρκικής επιρροής στην περιοχή, η οποία γίνεται αισθητή ακόμα περισσότερο και σε άλλα σημεία της Μέσης Ανατολής, ως επίσης και στην Αφρική.
Οπότε, εάν θα ετίθετο το ερώτημα «ποια είναι η ιδανική λύση για τη Συρία» από αιγυπτιακής απόψεως, θα σας απαντούσα ότι το Κάιρο θα επέλεγε την «λιγότερο επαχθή εκδοχή» της πραγματικότητας. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: Εφόσον φαίνεται ότι δεν θα υπάρξει μία καθαρά φιλοδυτική και εκκοσμικευμένη πολιτική ηγεσία στην λεγόμενη «νέα Συρία», η διακυβέρνηση Σίσι θα προτιμούσε να δει μία Συρία, στο πλαίσιο της οποίας θα υπάρχουν φιλοδυτικές και εκκοσμικευμένες περιοχές αυτονομίας για τους Κούρδους, τους Δρούζους και τους Αλεβίτες. Υπ’ αυτήν την έννοια, η αιγυπτιακή θεώρηση έχει πολλά κοινά με την ισραηλινή θεώρηση για το μέλλον της Συρίας. Αλλά, η Αίγυπτος δεν έχει την επιρροή να επιβάλει ό,τι θα επιθυμούσε και, μοιραίως, θα αναμένει να δει πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στη Συρία εντός του 2025.
Τέλος, ως προς το Ιράν, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, αφότου η ιρανική παρουσία συρρικνώθηκε στη Συρία και στον Λίβανο, παρατηρούμε «κινήσεις καλής θέλησης» του προέδρου Σίσι προς την Τεχεράνη. Οι σχέσεις Αιγύπτου-Ιράν ήταν ανέκαθεν προβληματικές, Ωστόσο, το Κάιρο προχώρησε σε κινήσεις βελτίωσης των σχέσεων με την Τεχεράνη, τόσο σε διμερές, όσο και σε πολυμερές επίπεδο, αν κρίνουμε για παράδειγμα από την πρόσφατη διάσκεψη των D-8 , στην οποία συμμετείχε και το Ιράν.
Εκτιμώ ότι η Αίγυπτος του προέδρου Σίσι δεν θα απέκλειε να αναλάβει το ρόλο του «ώριμου καθοδηγητή» ή του «ήπιου διακομιστή μηνυμάτων» που θα ήθελε να απευθύνει η Δύση προς το Ιράν. Όπως συνεργάστηκε κατά τρόπο εξαιρετικό με το Κατάρ ως παράγοντας διαμεσολάβησης για την Γάζα, θεωρώ ότι η Αίγυπτος, όχι μόνο θα ήθελε, αλλά ίσως και θα όφειλε να δράσει συμπληρωματικά σε μία προσπάθεια «δυτικότροπης νουθεσίας» του καθεστώτος της Τεχεράνης, σε συνεργασία αυτή τη φορά με το Σουλτανάτο του Ομάν - που έχει αποκτήσει μεγάλη πείρα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον το Ιράν αποδέχεται αλλά και αποστέλλει μηνύματα προς τον «έξω κόσμο». Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η Αίγυπτος να θελήσει να κεφαλαιοποιήσει την πείρα που απέκτησε -με αφορμή την διαμεσολάβηση στη Γάζα- και σε άλλα πεδία δράσης, ειδικά τώρα που το Ιράν θα κληθεί να επιλέξει εάν θα συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο να υπερασπίζεται τα περιφερειακά του συμφέροντα και την πρόοδο του πυρηνικού του προγράμματος.
Πώς προδιαγράφεται καταληκτικά το 2025 για την Αίγυπτο;
Εκτιμώ ότι θα δοκιμαστούν στην πράξη οι επιλογές των προσώπων που επέλεξε ο πρόεδρος Αλ-Σίσι να τον πλαισιώσουν. Η διακυβέρνηση Αλ-Σίσι θα κληθεί να διαβεβαιώσει ότι είναι σε θέση να ελέγξει την αιγυπτιακή κοινωνία και οφείλει, μέσα στο 2025, να παρατηρήσει πολύ προσεκτικά κατά πόσον η κοινή γνώμη της χώρας του έχει επηρεαστεί από όσα συμβαίνουν στη Συρία. Η Αίγυπτος, μοιραία, θα έρθει ακόμα πιο κοντά με την Ιορδανία, λόγω της ομοιότητας των προκλήσεων που θα αντιμετωπίσουν οι δύο χώρες ως προς τη συγκεκριμένη πτυχή των εξελίξεων στη Συρία.
Ο πρόεδρος Αλ-Σίσι θα κληθεί να επαναπροσδιορίσει τις «κόκκινες γραμμές» του με την νέα θητεία Τραμπ, που ακόμα δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά της, ειδικά ως προς τους γεωγραφικούς χάρτες που συνόδευσαν το «Όραμά του» για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, δηλαδή το «Σχέδιο Τραμπ», που ακόμα δεν γνωρίζουμε εάν θα επικαιροποιηθεί. Σε κάθε περίπτωση, η Αίγυπτος φαίνεται πως έχει διδαχθεί από την μεγάλη κρίση που πέρασε στις σχέσεις της με το Ισραήλ.
Εάν ακολουθήσει το «εγχειρίδιο καλής συμπεριφοράς» προς τα δυτικά συμφέροντα, η διακυβέρνηση Αλ-Σίσι έχει αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί με επιτυχία τις όποιες περιφερειακές φουρτούνες. Το ζητούμενο, είναι η διατήρηση της σταθερότητας στο εσωτερικό της χώρας.
Από την άλλη, όσο αυξάνεται η επιρροή αντιδυτικών δυνάμεων σε σημεία-κλειδιά για την περιφερειακή προβολή ισχύος της Αιγύπτου (λ.χ. Σουδάν, Λιβύη, Υεμένη), τόσο αυξάνεται και η στρατηγική υπεραξία της Αιγύπτου. Αυτήν την στρατηγική υπεραξία της χώρας του, μέχρι στιγμής τουλάχιστον ο πρόεδρος Σίσι έχει αποδείξει εμπράκτως ότι είναι σε θέση να την αξιοποιεί την κατάλληλη στιγμή, με τον κατάλληλο τρόπο και με τα κατάλληλα ανταλλάγματα. Αρκεί να φανει ξανά συνεπής στο «εγχειρίδιο καλής συμπεριφοράς» που του έχει ανατεθεί να εφαρμόζει.
* Η επόμενη συνέντευξη του κ. Χαρίτου με επίκεντρο τον Λίβανο θα βρίσκεται στον «αέρα» του Liberal στις 2 Ιανουαρίου.