Για τις συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορούσε να ανακύψει αποσταθεροποίηση της Ιορδανίας, την ψύχραιμη Realpolitik της Σαουδικής Αραβίας και το ρόλο όλων των «παικτών» στον Περσικό Κόλπο, αλλά και της Τουρκίας, σε ιστορικές στιγμές αναδιάταξης των γεωπολιτικών ισορροπιών στην περιοχή και εν όψει της νέας θητείας Τραμπ, μιλά ο Γαβριήλ Χαρίτος στην Ευαγγελία Μπίφη καθώς ξεδιπλώνεται η τρίτη ενότητα του φακέλου «Μέση Ανατολή 2025» που παρουσιάζει το Liberal.
Ο Γαβριήλ Χαρίτος, επισκέπτης καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και ανώτερος αναλυτής στο κυπριακό Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας (ΙΜΠΔ), παραθέτει πώς η Ιορδανία ισορροπεί μεταξύ του παλαιστινιακού τοπικού παράγοντα και του συντονισμού με τις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας, με όλη την χώρα να αποτελεί ένα «μέτωπο εν υπνώσει», ενώ σημειώνει πως το κεφάλαιο της μετά-Άσαντ Συρίας ανησυχεί έντονα το Αμμάν, καθώς εάν το σουνιτικό ισλαμιστικό «κύμα» εξαπλωθεί στο εσωτερικό της Ιορδανίας, θα μπορούσε να σημάνει την αποσταθεροποίηση της χώρας.
Τη στάση της Σαουδικής Αραβίας, που αλλάζει αλλά δεν βιάζεται για την εξομάλυνση με το Ισραήλ τουλάχιστον όσον δεν ανατέλλει η «επόμενη μέρα» της Λωρίδας της Γάζας, αναλύει ο κ. Χαρίτος και αποτυπώνει την Realpolitik που εφαρμόζει το Ριάντ στην Υεμένη και έναντι του Ιράν, μιλώντας μας επίσης για το ρόλο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν, τα πεδία εφαρμογής της στρατηγικής συνεργασίας Κατάρ-Τουρκίας και την κομβική σημασία του Σουλτανάτου του Ομάν.
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
Κύριε Χαρίτο, ο πόλεμος στη Γάζα, στον Λίβανο και εσχάτως η καθεστωτική μεταβολή στη Συρία δημιούργησαν ισχυρό απόηχο στις σουνιτικές φιλοδυτικές μοναρχίες της περιοχής, οι οποίες παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή της εξελίξεις. Από αυτές, η Ιορδανία βρίσκεται πολύ πιο κοντά στις εστίες πολέμου. Πώς αποτιμάτε τη στάση της μέχρι τώρα και τι πρέπει να αναμένουμε κατά το 2025;
Η ιορδανική μοναρχία και το βαθύ κράτος της, καθ' όλη τη διάρκεια του 2024 απέδειξαν ότι έχουν ισχυρά ανακλαστικά, έχοντας συνειδητοποιήσει από πολύ νωρίς τις ποικίλες προκλήσεις που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν. Θα μπορούσα να πω ότι η κυβέρνηση του Αμμάν είχε αντιληφθεί ήδη από τις πρώτες ώρες της επίθεσης της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, ότι δεν πρόκειται να αρχίσει «ακόμα μία συνηθισμένη αναμέτρηση» με το Ισραήλ, αλλά ότι η περιοχή θα βρεθεί σύντομα ενώπιον μιας μεγάλης αναταραχής, που όχι μόνο θα κρατήσει σε βάθος χρόνου, αλλά ενδέχεται να συμπαρασύρει και άλλα μέτωπα, υφιστάμενα ή τελούντα εν υπνώσει.
Η Ιορδανία γνωρίζει πολύ καλά ότι ένα από τα μέτωπα που τελούν «εν υπνώσει» εδώ και δεκαετίες απειλεί την εσωτερική της σταθερότητα. Η Ιορδανία είναι μία χώρα που δεν αισθάνεται σίγουρη ότι το εθνικό/κρατικό «ιορδανικό» αφήγημα έχει εμπεδωθεί επαρκώς από τους ίδιους τους πολίτες της. Η πλειοψηφία των πολιτών της χώρας είναι απόγονοι Παλαιστινίων προσφύγων, που εγκατέλειψαν τις εστίες τους στην Ιερουσαλήμ, στην Δυτική Όχθη, στο σημερινό Ισραήλ και την ίδια τη Γάζα, ως απόρροια των αλλεπάλληλων αραβοϊσραηλινών πολέμων.
Τα γεγονότα του «Μαύρου Σεπτέμβρη» το 1970, που έφεραν τον ιορδανικό στρατό σε ευθεία ένοπλη σύγκρουση την PLO του Γιασέρ Αραφάτ, επέδρασαν κατά τρόπο μοιραίο στον τρόπο, με τον οποίον το βαθύ κράτος της Ιορδανίας αντιμετωπίζει τους πολίτες της χώρας που έχουν παλαιστινιακή καταγωγή και, κυρίως, παλαιστινιακή εθνική συνείδηση. Παρότι οι ένοπλες δυνάμεις της PLO αναγκάστηκαν να μετακινηθούν τότε από την Ιορδανία και να βρουν καταφύγιο στον Λίβανο, η ιορδανική κοινωνία ουδέποτε ξέχασε όσα δραματικά είχαν συμβεί. Παρότι με την πάροδο των δεκαετιών, βελτιώθηκαν οι σχέσεις της ιορδανικής μοναρχίας με την PLO και, μετέπειτα, με την Παλαιστινιακή Αρχή της οποίας ηγείτο ο (ίδιος) Γιασέρ Αραφάρ, στην πραγματικότητα καμία πλευρά δεν έσβησε από τη μνήμη της το παρελθόν.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι οι ιορδανικές υπηρεσίες ασφαλείας και το τοπικό παλαιστινιακό στοιχείο στη χώρα παίζουν ένα ατέρμονο παιχνίδι «της γάτας με το ποντίκι». Ένα παιχνίδι που έχει εμπεδωθεί τόσο πολύ στην ιορδανική πραγματικότητα, που αποτελεί πλέον ένα τμήμα αναπόσπαστο της καθημερινότητας. Η υπόκωφη δυσαρέσκεια προς την δυτικότροπη μοναρχία, που κατέστειλε την παλαιστινιακή εξέγερση του 1970, με τον καιρό άρχισε τεχνηέντως να «από-παλαιστινιακοποίειται» για να «απορροφηθεί» εν τέλει από το Μέτωπο Ισλαμικής Δράσης, που εκφράζει τις θέσεις των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Η κριτική που ασκεί το Μέτωπο Ισλαμικής Δράσης, που αναγνωρίζεται από το κράτος ως νόμιμος πολιτικός σχηματισμός, δεν επικεντρώνεται κατά της μοναρχίας και του προσώπου του βασιλιά, αλλά κατά της εκάστοτε κυβέρνησης (που, όμως, διορίζεται και παύεται από τον βασιλιά). Με αυτόν τον εύσχημο τρόπο, το ιορδανικό πολιτικό σύστημα δείχνει να λειαίνει την καθ' όλα υπαρκτή ένταση που υποβόσκει μεταξύ του Παλατιού και των ισλαμιστών, οι οποίοι δέχθηκαν στις τάξεις τους και το παλαιστινιακό τοπικό στοιχείο.
Ιδιαίτερα μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης Ιορδανίας-Ισραήλ το 1994, μόνιμο αίτημα της ισλαμιστικής αντιπολίτευσης είναι η πλήρης διακοπή των διμερών σχέσεων με το Ισραήλ. Νομίζω πως ήταν αναγκαία μία τέτοια εισαγωγή για να καταστεί πλήρως αντιληπτό γιατί τα τεκταινόμενα στη Γάζα και στην Δυτική Όχθη οφείλουν να απασχολούν την ιορδανική μοναρχία. Κάθε σπίθα που ανάβει σε εκείνες τις περιοχές, μπορεί να προκαλέσει μία τεράστια πυρκαγιά σε όλες τις ιορδανικές πόλεις, με τις φλόγες της να μπορούν να κάψουν το ίδιο το Παλάτι στο Αμμάν. Υπ' αυτήν την έννοια, όλη η Ιορδανία αποτελεί από μόνη της ένα «μέτωπο εν υπνώσει», που σχετίζεται άμεσα με ό,τι συμβαίνει μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων.
Η πείρα που έχει αποκτήσει η Ιορδανία, από τη σύστασή της μέχρι και σήμερα, την ταραγμένη χρονιά που πέρασε, της φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη. Ο βασιλιάς Αμπντάλα Β’, η παλαιστινιακής καταγωής βασίλισσα Ράνια και ο υπουργός Εξωτερικών Άιμαν Αλ-Σάφαντι, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και με επίσημες δηλώσεις τους στάθηκαν στο πλευρό των αμάχων της Γάζας. Οι αρχές ασφαλείας όχι μόνο δεν εμπόδισαν, αλλά σχεδόν ενθάρρυναν τις αυθόρμητες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας των πολιτών της χώρας να εκδηλώνουν την αλληλεγγύη τους προς τους Παλαιστινίους. Επί εβδομάδες πλήθος κόσμου διαδήλωνε σε όλες τις πόλεις της χώρας, με επίκεντρο των διαμαρτυριών τον προαύλιο χώρο του κτηρίου της ισραηλινής πρεσβείας στο Αμμάν, το οποίο είχε προλάβει να εκκενωθεί πλήρως από τις πρώτες ώρες που είχε εκδηλωθεί η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου.
Ποιος ο ρόλος της όμως όταν οι «κόκκινες γραμμές» γκρεμίζονταν και το Ιράν χτυπούσε για πρώτη φορά απευθείας την ισραηλινή επικράτεια;
Οι ιορδανικές δυνάμεις ασφαλείας βρίσκονταν σε πλήρη συντονισμό με τις αντίστοιχες ισραηλινές, τόσο σε επίπεδο πληροφοριών, όσο και επίπεδο επιχειρήσεων. Η ιορδανική συνοριοφυλακή αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική στην αντιμετώπιση εκδηλώσεων διαμαρτυρίας κατά μήκος των συνόρων με το Ισραήλ. Σε στρατιωτικό επίπεδο, η ιορδανική αεράμυνα απέκρουσε όχι μόνο τα drone που εκτόξευαν οι Σιίτες φιλοϊρανοί πολιτοφύλακες από το γειτονικό Ιράκ, αλλά και κατά τη διάρκεια της πρώτης πυραυλικής επίθεσης του Ιράν κατά του Ισραήλ, η Ιορδανία ουσιαστικά ενεργούσε συμπληρωματικά με την ισραηλινή αεράμυνα. Φήμες μάλιστα υποστηρίζουν επίμονα ότι ακολουθήθηκε η ίδια ακριβώς τακτική και κατά την δεύτερη ιρανική πυραυλική επίθεση του περασμένου Οκτωβρίου, αν και η Ιορδανία επισήμως δεν το παραδέχεται.
Το «διπλό παιχνίδι» της Ιορδανίας δεν σχολιάστηκε φυσικά από το Ισραήλ επισήμως. Αποτέλεσε ωστόσο αντικείμενο κριτικής από το Ιράν, προκαλώντας μία εξαιρετικά ασυνήθιστη για τα δεδομένα επείγουσα επίσκεψη του Ιορδανού υπουργού εξωτερικών στην Τεχεράνη, για να διατηρηθούν τα απαραίτητα προσχήματα. Το γεγονός ότι στο Αμμάν πλέον εδρεύει από τα μέσα του 2024 επιτελικό συντονιστικό κέντρο του ΝΑΤΟ, αποτελεί μία εξέλιξη θεμελιώδους σημασίας, που δείχνει πολλά, τόσο για όσα συνέβησαν μέχρι τώρα, όσο και για όσα επακολουθήσουν μέσα στο 2025.
Τι σηματοδοτεί για την Ιορδανία η πτώση του καθεστώς Άσαντ;
Οι ιορδανικές ανησυχίες αυξήθηκαν -και δικαίως- με την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ και την κατάληψη της εξουσίας από τους Σουνίτες Ισλαμιστές αντάρτες της Ταχρίρ Αλ-Σαμ (HTS). Εάν το σουνιτικό ισλαμιστικό κύμα εξαπλωθεί στο εσωτερικό της Ιορδανίας, θα σημάνει την αποσταθεροποίηση της χώρας και ίσως και την κατάρρευση της φιλοδυτικής της μοναρχίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ήδη από τα πρώτα εικοσιτετράωρα της καθεστωτικής μεταβολής στη Συρία, ο διοικητής της ισραηλινής Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφαλείας, Ρονέν Μπαρ, μετέβη στο Αμμάν για να συντονιστούν οι ενέργειας των δύο χωρών, τη στιγμή που ήδη τα ισραηλινά στρατεύματα προήλαυναν στην νότια Συρία και σε περιοχές που συνορεύει η Ιορδανία με τη συριακή επικράτεια.
Έως ότου σταθεροποιηθεί η κατάσταση στο εσωτερικό της Συρίας, οι ιορδανικές δυνάμεις ασφαλείας θα συνεχίσουν να βρίσκονται σε εγρήγορση σε όλα τα άλλα «εν υπνώσει» μέτωπα . Συγκεκριμένα, η τοπική μοναρχία καλείται να θέσει υπό αυστηρή επίβλεψη το τοπικό παλαιστινιακό στοιχείο, το τοπικό ισλαμιστικό στοιχείο, τα σύνορα της χώρας με τη Συρία και το Ιράκ, το προσφυγικό πρόβλημα που απ’ ό,τι φαίνεται θα οξυνθεί και πάλι, και παράλληλα, τον απόηχο όσων πολλών συμβαίνουν στην Γάζα και στην Δυτική Όχθη. Είναι αλήθεια πως η Ιορδανία έχει αποδείξει πολλές φορές κατά το παρελθόν ότι μπορεί να διαχειριστεί όλες αυτές τις προκλήσεις. Το ερώτημα είναι εάν θα τα καταφέρει και αυτήν τη φορά, τη στιγμή που η περιοχή γενικότερα βιώνει μία διαρκή αστάθεια.
Σε πρακτικό επίπεδο, ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του 2024, Ιορδανία και Ισραήλ συνεργάζονται στην ανοικοδόμηση ενός φράχτη ασφαλείας κατά μήκος των χερσαίων συνόρων τους. Στόχος αμφοτέρων των κρατών είναι η αποφυγή του κινδύνου μίας δεύτερης 7ης Οκτωβρίου, δεδομένου του μεγάλου αριθμού παραμεθόριων ισραηλινών οικισμών, αλλά και της γειτνίασης με την Δυτική Όχθη, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Επίσης, η ιορδανική κυβέρνηση εκτιμάται ότι θα θελήσει να ενεργήσει ως «μεσάζων» μεταξύ Ισραήλ και του νέου συριακού καθεστώτος - διάθεση που έχει ήδη διαφανεί από τις πρώτες επαφές του Αλ-Σάφαντι στην Δαμασκό. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι σχέσεις Ιορδανίας-Τουρκίας θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ως «δίχτυ ασφαλείας», με την Άγκυρα να θελήσει να εμφανίσει τις καλές της υπηρεσίες «προστασίας» της Ιορδανίας, προβάλλοντας εύσχημα την επιρροή της επί της κυβέρνησης της Δαμασκού. Όμως, οι σχέσεις αλληλεξάρτησης του βαθέως κράτους της Ιορδανίας με το Ισραήλ και τις υπηρεσίες ασφαλείας του είναι εξαιρετικά ευρείες για να καταφέρει η Τουρκία να «καλύψει» τα όποια κενά.
Από την άλλη, ένας λανθασμένος χειρισμός και ένα «ατύχημα συγκυριών», είναι σε θέση να προκαλέσει την κατάρρευση ενός τόσο μελετημένου οικοδομήματος ασφαλείας, όπως είναι το ιορδανικό. Η προσωπικότητα του Αμπντάλα Β’ παραμένει αναντικατάστατη - ένα δεδομένο που για την ώρα τουλάχιστον, δρα υπέρ των συμφερόντων της Δύσης. Κανείς δεν πρέπει να λησμονεί ότι ο Ιορδανός βασιλιάς ήταν από τους πρώτους που προσκλήθηκαν από τον απερχόμενο πρόεδρο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο. Εάν ο Ντόναλντ Τραμπ θελήσει να επαναφέρει το «Όραμα για την Ειρήνη», που ομολογουμένως δεν είχε προκαλέσει τον ενθουσιασμό του βασιλιά Αμπντάλα, τότε τα διλήμματα που θα έχει να αντιμετωπίσει η ιορδανική πλευρά αναμένεται να αυξηθούν.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Συμφωνίες του Αβραάμ «κράτησαν» μέσα στις φωτιές που άναψαν και τώρα οδεύουμε προς ένα νέο «σχέδιο Τραμπ»;
Παραδόξως, οι Συμφωνίες του Αβραάμ επέζησαν, κυρίως επειδή, ευτυχώς, το θέλησε ο διακυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά και επειδή οι πολιτικές ηγεσίες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν είχαν προλάβει να εκτεθούν πολύ περισσότερο απ' όσο ίσως θα ανέμεναν και οι ίδιοι οι Ισραηλινοί.
Να σημειώσουμε ότι το πρώτο ουσιαστικό βήμα που έγινε στις σχέσεις Ισραήλ-Μπαχρέιν, για παράδειγμα, ήταν η υπογραφή αμυντικής συμφωνίας και τεχνογνωσίας σε επίπεδο ανταλλαγής πληροφοριών όταν ο Μπένι Γκαντς ήταν υπουργός Άμυνας, ανανεώνοντας τις επίμονες φήμες ότι η Μοσάντ τηρούσε και κατά το παρελθόν υποσταθμό στο Μανάμα. Συγχρόνως, τα επικοινωνιακά βήματα των Εμιρατινών δεν μπορούσαν πια να αναιρεθούν. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι, μόλις το Μαρόκο εξομάλυνε και εκείνο τις σχέσεις του με το Ισραήλ, τα ΗΑΕ άνοιξαν προξενείο στην Δυτική Σαχάρα, αποτελώντας το πρώτο κράτος-μέλος του Αραβικού Συνδέσμου που αναγνώρισε την μαροκινή παρουσία στη συγκεκριμένη αμφιλεγόμενη περιοχή - ένα ζήτημα που δίχαζε το Μαρόκο έναντι του υπόλοιπου αραβικού κόσμου. Αυτά είναι βήματα που δεν τα παίρνει μια κυβέρνηση πίσω έτσι εύκολα.
Ως προς το εάν η νέα θητεία Τραμπ θα επαναφέρει το λεγόμενο «Όραμα για την Ειρήνη», αποτελεί πράγματι ένα ερωτηματικό που μόνο ο χρόνος θα απαντήσει. Εκτιμώ ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, με τα μέτωπα της Γάζας, του Λιβάνου και της Συρίας να είναι ενεργά, με ό,τι φυσικά αυτό συνεπάγεται και για την Δυτική Όχθη -ή ακόμα και ενόψει κάποιας αλλαγής προσώπων στην κυβέρνηση της Ραμάλα- , η επαναφορά του «Σχεδίου Τραμπ» θα μπλέξει τις ΗΠΑ σε νέες αλλαγές ισορροπιών, τις οποίες δεν νομίζω να είναι σε θέση να διαχειριστεί εύκολα. Δεν βλέπω τον λόγο να βιαστεί η Ουάσινγκτον να μπλέξει ακόμα περισσότερο ένα ήδη μπλεγμένο κουβάρι.
Συζητήθηκε πολύ το ενδεχόμενο εμπλοκής των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας στην «επόμενη μέρα» της Γάζας, αλλά και στην μελλοντική διαχείριση της αραβοϊσραηλινής διένεξης γενικότερα.
Πράγματι, ο ρόλος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και κυρίως της Σαουδικής Αραβίας ήρθε πολλές φορές στο προσκήνιο κατά την διάρκεια του 2024 και πιστεύω ότι θα αναδειχθεί το συγκεκριμένο θέμα και πάλι την χρονιά που έρχεται. Το Ριάντ και το Αμπού Ντάμπι δεν θα θελήσουν ποτέ να υποκαταστήσουν την Παλαιστινιακή Αρχή, κυρίως για λόγους τακτ, αλλά και επειδή δεν θεωρούν ότι θα πρέπει να αναγκαστούν να λάβουν θέση για το Παλαιστινιακό και για το καθεστώς της Γάζας χωρίς να υπάρχει κάποια επείγουσα αναγκαιότητα.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα διατηρούν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ και όταν θεωρούν ότι πρέπει, καταδικάζουν τις ισραηλινές ενέργειες - κάτι που έχουν συνηθίσει πλέον και οι Ισραηλινοί. Η Σαουδική Αραβία από την πλευρά της, εφαρμόζει μία εξαιρετικά ψύχραιμη Realpolitik, επικεντρωμένη κυρίως στα τεκταινόμενα στην Υεμένη, αναμένοντας από την Δύση και το Ισραήλ να εξουδετερώσουν τους Χούθι, ενώ παράλληλα προετοιμάζει τον τακτικό στρατό των Σουνιτών Υεμενιτών να αναλάβουν τον έλεγχο της χώρας. Παράλληλα, το Ριάντ φρόντισε να ακολουθήσει την ίδια τακτική και ως προς το Ιράν, με την προσχηματική βελτίωση του επιπέδου των επαφών της με την Τεχεράνη. Και πολύ ορθά, αναμένει να δει τις εξελίξεις. Θεωρεί μάλιστα, ότι τα «μαθήματα» που έδωσε στην Ουάσινγκτον της διακυβέρνησης Μπάιντεν -όταν αποφάσισε να «εμπλέξει» στα της Μέσης Ανατολής την... Κίνα- θα τα έχει ήδη επεξεργαστεί το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όταν θα έρθει η ώρα της κατ' ιδίαν συνάντησης Τραμπ-Μπιν Σαλμάν.
Πάντως, σχηματικά, είναι απαραίτητο να τονιστεί το εξής: Αυτό που πραγματικά πρέπει να θορύβησε τα ΗΑΕ, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και την Σαουδική Αραβία, από την έναρξη του πολέμου μέχρι σήμερα, είναι η διάσταση απόψεων που παρατηρήθηκε έντονα μεταξύ του Ισραήλ και της διακυβέρνησης Μπάιντεν. Από τη στιγμή που αυτός ο δύσκολος σκόπελος ξεπεράστηκε, εκτιμώ ότι τα κέντρα λήψεως αποφάσεων έχουν κατά κάποιον τρόπο «ησυχάσει» από πιθανές δυσάρεστες εκπλήξεις. Το ζητούμενο πάντα είναι η διατήρηση της εσωτερικής τους σταθερότητας και η αποφυγή μίας «νέας Αραβικής Άνοιξης».
Όσον αφορά ειδικότερα την «επόμενη μέρα» της Γάζας, θα μπορούσε να αναμένεται η εμπλοκή σαουδαραβικών και εμιρατινών επιχειρηματικών συμφερόντων να αναλαμβάνουν ρόλο χρηματοδότη στην ανοικοδόμηση της Γάζας. Άλλωστε, αυτή η δυνατότητα συνάδει και στην όλη ιδεολογική θεώρηση των διεθνών σχέσεων εκ μέρους της διακυβέρνησης Τραμπ. Η αποστολή, όμως, στρατιωτικών δυνάμεων στη Γάζα με ρόλο τοποτηρητή, είναι κάτι που θεωρώ ότι τα ΗΑΕ και η Σαουδική Αραβία δεν θα το ήθελαν, για τους λόγους που σας ανέφερα προηγουμένως.
Είναι νωρίς να επιστρέψουμε στη συζήτηση για εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας;
Όσο η περίφημη «επόμενη μέρα της Γάζας» δεν ανατέλλει, ναι. Είναι νωρίς.
Ωστόσο, αξίζει να θυμόμαστε ότι οι ισραηλινές αεροπορικές εταιρείες διασχίζουν πλέον τον σαουδαραβικό εναέριο χώρο. Άραβες Ισραηλινοί πολίτες μπορούν να προσκυνήσουν στην Μεδίνα και στην Μέκκα και λίγο πριν να ξεσπάσει ο πόλεμος ραββίνοι συμμετείχαν σε διαθρησκευτικές συναντήσεις και συνέδρια στο Ριάντ και στην Τζέντα. Η λέξη «Ισραήλ» έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί «ταμπού» στα σαουδαραβικά ΜΜΕ και εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι πολλές δημοσιογραφικές διαρροές που δεν «περνούσαν» από την έγκριση της ισραηλινής στρατιωτικής λογοκρισίας εν καιρώ πολέμου, τις βλέπουμε να κάνουν πρωτοσέλιδα σε ιστοσελίδες, εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια με έδρα το Ριάντ. Αυτά όλα συνέβησαν λίγο πριν τον πόλεμο και βλέπουμε αυτά τα φαινόμενα και τώρα, ενάμισι χρόνο μετά την 7η Οκτωβρίου.
Θεωρώ ότι η Σαουδική Αραβία αλλάζει κάθε μέρα με γρήγορους ρυθμούς. Έχει πολλά ακόμα να αλλάξει στην αυτοθεώρησή της και, ως εκ τούτου, δεν βιάζεται να προχωρήσει σε μία κίνηση που -απλά- θα είναι αδύνατον να την αναιρέσει αργότερα. Να το πω με άλλα λόγια: Δεν θα ήθελε να βρεθεί στην ίδια αμήχανη θέση των Εμιράτων, του Μπαχρέιν και του Μαρόκου, την επαύριον της 7ης Οκτωβρίου 2023. Άλλωστε, ο Οίκος των Σαούδ έχει πλήρη επίγνωση του κύρους του στον μουσουλμανικό κόσμο και έναντι της Ιστορίας του Ισλάμ. Εννοείται, φυσικά, ότι οι επαφές μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ σε παρασκηνιακό επίπεδο υπάρχουν και θα ήταν αφελές να ειπωθεί ότι δεν το γνωρίζουν όλοι, μηδενός εξαιρουμένου. Απλώς, διατηρούνται τα προσχήματα.
Και ο ρόλος των υπολοίπων «παικτών» του Περσικού Κόλπου;
Το Κατάρ πρωταγωνιστεί σε πολλά επίπεδα και απ’ ό,τι φαίνεται, ύστερα από μία στιγμή αμηχανίας που παρατηρήθηκε μετά την εκλογική νίκη Τραμπ, εν τέλει η καταρινή μοναρχία φαίνεται πως θα συνεχίσει να έχει σημαντικό ρόλο στην διαπραγμάτευση για την εκεχειρία στη Γάζα. Εκτιμώ ότι δεν θα θελήσει να φιλοξενεί επ’ άπειρον την ηγεσία της Χαμάς και με την πρώτη ευκαιρία, όταν επιτέλους η «επόμενη μέρα» της Γάζας θα ανατείλει, το Κατάρ θα έχει ήδη φροντίσει να απαλλαγεί από αυτό το μεγάλο βάρος.
Το Κατάρ αναμένεται να αναλάβει σημαντικό ρόλο στο εξής στα τεκταινόμενα της Συρίας, επειδή ακριβώς η Τουρκία φαίνεται πρόθυμη να εμπλακεί εκεί. Ας μην ξεχνάμε τη στρατηγική συνεργασία Κατάρ-Τουρκίας, η οποία και εκείνη θα μπορούσε έως ενός σημείου να αποδειχθεί τελικά «ακόμα ένα βάρος» στις πλάτες της καταρινής μοναρχίας. Η στάση της διακυβέρνησης Τραμπ θα επιλύσει πολλούς γρίφους, ως επίσης και κατά πόσον θα θελήσει η Ουάσιγκτον να αξιοποιήσει ακόμα μια φορά τις διαμεσολαβητικές ικανότητες του Κατάρ, αυτή τη φορά με αφορμή το μελλοντικό συριακό σκηνικό - που όμως ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί οριστικά.
Από την άλλη, δεν θα πρέπει να αγνοούμε την κομβική σημασία που έχει το Σουλτανάτο του Ομάν. Πρόκειται για την μοναδική αραβική χώρα της περιοχής που δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου από την λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη». Μοναδική θεσμική μεταβολή που παρατηρήθηκε με αφορμή τα γεγονότα της περιόδου εκείνης ήταν κάποιες μικρές αλλαγές στον τρόπο ανάδειξης εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίες μάλιστα, ούτε καν αποτέλεσαν αίτημα των πολιτών της χώρας.
Η νέα ηγεσία του Ομάν δείχνει να έχει απολύτως εγκλιματιστεί στο ρόλο που είχε διαμορφώσει ο πάλαι ποτέ Σουλτάνος Καμπούς, ακολουθώντας ουσιαστικά το «εγχειρίδιο διακυβέρνησης» που είχε κληροδοτήσει. Το Ομάν έχει την τύχη να μην ανήκει ούτε στον Σουνιτικό, ούτε στον Σιιτικό κόσμο, με αποτέλεσμα να διατηρεί ομαλούς διαύλους επικοινωνίας με όλες ανεξαιρέτως τις αραβικές χώρες, την Δύση, ως επίσης και με τη Ρωσία και τους συμμάχους της, αλλά και με την Κίνα και την Ινδία. Εάν δεν προέκυπτε ο πόλεμος στη Γάζα, το Ομάν είχε αναγκαστεί πλέον να επιτρέψει και στις ισραηλινές αεροπορικές εταιρείες να διασχίζουν τον εναέριο χώρο του - ένα ζήτημα που τεχνηέντως αφέθηκε μετέωρο μέχρι σήμερα.
Η σημασία του Ομάν φαίνεται κυρίως ως προς το δίπολο Ιράν-Σαουδικής Αραβίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κατάσταση στην Υεμένη. Η ομανική διπλωματία εξειδικεύθηκε με την πάροδο των δεκαετιών να μεταφέρει μηνύματα από τους πάντες προς τους πάντες, διατηρώντας ένα εξαιρετικά χρήσιμο για όλους χαμηλό προφίλ - κάτι που φάνηκε χαρακτηριστικά ενόψει των δύο «χορογραφημένων» πυραυλικών επιθέσεων του Ιράν κατά του Ισραήλ, αλλά και των ισραηλινών ανταπαντήσεων που ακολούθησαν. Με την ίδια διακριτικότητα λοιπόν, το Ομάν θα παραμείνει πιστό στο ρόλο που του ανατίθεται κατά καιρούς.
Σε αντίθεση με το Ομάν, μία από τις πιο ανήσυχες χώρες της περιοχής είναι το Ιράκ, το οποίο βιώνει τις συνέπειες της ομοσπονδιοποίησής του. Η εξάρτησή του από ένα Ιράν σημαντικά αποδυναμωμένο, δεν αποκλείεται να του στοιχίσει τις επιπτώσεις που ενδέχεται να δεχθεί από το Ισραήλ και την Δύση γενικότερα, εξ αιτίας της ένοπλης δραστηριότητας των Σιιτικών φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών, που εκτόξευαν drone κατά του Ισραήλ, σε συντονισμό με την λιβανική και συριακή Χεζμπολάχ, και κυρίως με τους Χούθι της Υεμένης. Οι πρόσφατες δηλώσεις αυτοσυγκράτησης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Βαγδάτης φαίνεται πως κατάφεραν μέχρι στιγμής να απομακρύνουν από το ιρακινό έδαφος τις ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές. Μετά την επίσημη αλλαγή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο όμως, η παρούσα κατάσταση δεν αποκλείεται να αλλάξει. Εκτιμώ ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Ιράκ θα θελήσει να μεταφέρει εποικοδομητικά μηνύματα της Δύσης και άλλων φιλοδυτικών μοναρχιών της περιοχής προς τα κέντρα αποφάσεων στην Τεχεράνη. Η επιρροή όμως της Βαγδάτης έχει αποδειχθεί ότι είναι εξαιρετικά περιορισμένη έως ανύπαρκτη, δυστυχώς.
* Η επόμενη συνέντευξη του κ. Χαρίτου με επίκεντρο την Αίγυπτο θα βρίσκεται στον «αέρα» του Liberal στις 30 Δεκεμβρίου.