Βούλα Μασούρα: «Η τέχνη είναι ένα είδος προσευχής» Μια αναδρομική έκθεση στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ.

Βούλα Μασούρα: «Η τέχνη είναι ένα είδος προσευχής» Μια αναδρομική έκθεση στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ.

Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη εισαγωγή για το έργο και την εικαστική δημιουργία της Βούλας Μασούρα από τα λόγια του Pietro Bellasi, καθηγητή Κοινωνιολογίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια: «Πρόκειται για μια καλλιτέχνιδα που δεν “εγκαταλείπει”, δεν εξορίζει τα “μισοτελειωμένα” της δημιουργήματα στις υφολογικές και συναισθηματικές αλλοιώσεις που αρμόζουν στα ready-made και στα άνοστα παράγωγά τους, και αυτό επειδή ζητά κυρίως μια αποφασιστική συνεργασία της φύσης, της γης και των αιτιοκρατικών μηχανισμών της, της αποσύνθεσης και της διάλυσης, γνωρίζοντας ότι τίποτα, όπως η φύση στην πρωτόγονη μήτρα της και στις απλές στοιχειώδεις και πρωτογενείς διεργασίες της δεν περικλείει και δεν μπορεί να υπαγορεύει τα αινίγματα του χρόνου, να “επεξηγεί” υλικά, με ποιον τρόπο χάνονται και ξαναβρίσκονται οι μορφές και οι ουσίες, οι μνήμες και η λήθη, με λίγα λόγια, οι παρουσίες και οι απουσίες».

Συνέντευξη στην Εύη Καλλίνη

-Πείτε μας δυο λόγια για την έκθεση «Η Βούλα Μασούρα και ο κόσμος της». Πότε προέκυψε η ιδέα της διοργάνωσής της και τι περιλαμβάνει;
-Αυτήν την έκθεση την κουβεντιάζαμε δυο-τρία χρόνια με την κ. Αλεξάνδρα Βουτυρά, Γενική Γραμματέα του Δ. Σ. του Ιδρύματος αλλά και παλαιότερα, με την Αλίκη Τέλλογλου, η οποία μόλις είδε τη δουλειά μου, μου είχε πει: «Όταν κάνω το κτίριο, θα κάνεις μια έκθεση στο Τελλόγλειο». Η κ. Βουτυρά ήρθε, λοιπόν και με είδε, της άρεσε η δουλειά μου και αποφασίσαμε να το προχωρήσουμε. Είπαμε να κάνουμε μια σχεδόν αναδρομική έκθεση, ξεκινώντας από το 1980, χρονιά που μπαίνουν τα υλικά μέσα στα έργα μου. Την ονομάσαμε «Η Βούλα Μασούρα και ο κόσμος της», γιατί θα έχει έργα και αρχειακό υλικό από καλλιτέχνες με τους οποίους είχα σχέση, τους πίστευα και με βοήθησαν πολύ στην πορεία μου. Ένας από αυτούς είναι ο Αλέκος Κοντόπουλος, τον οποίο θεωρούσα πνευματικό μου πατέρα, ένας από τους πλέον καλλιεργημένους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Δεν ήταν απλά ένας ζωγράφος, ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος. Επίσης, μεταξύ άλλων, είχα πολύ μεγάλη φιλία με την εξαιρετική γλύπτρια Γαβριέλλα Σίμωσι, σύζυγο του Γαΐτη, με την Τόνια Νικολαΐδου και τον Γιάννη Μιχαηλίδη. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν το βάρος της τέχνης τους, δεν θα ήθελαν να είναι κάτι άλλο, εκτός από αυτό που ήταν. Στην έκθεση, λοιπόν, μπορεί κανείς να δει έργα τους αλλά και γράμματα που ανταλλάσσαμε και φωτογραφίες, που ολοκληρώνουν το προσωπικό μου αφήγημα. Να σημειώσω εδώ πως εκτός από τον Μιχαηλίδη, με τον οποίο είμαστε σύγχρονοι, οι υπόλοιποι ανήκαν στη γενιά του '30, ενώ εγώ στη γενιά του '60, αλλά ήταν άνθρωποι που με αγαπούσαν και τους αγαπούσα.


-Μιλήστε μας για την εικαστική φιλοσοφία σας. Γύρω από ποιες θεματικές κινείται το έργο σας;
-Ξέρετε, εγώ ξεκίνησα κάνοντας ζωγραφικές τέχνες, έχω σπουδάσει στη Γερμανία και είχα τη μεγάλη τύχη στη σχολή μου να έχω δασκάλους τους μαθητές του Bauhaus.  Ήταν ένα σύστημα που εισήγαγε ο Walter Gropius, τελείως διαφορετικό απ' ότι ίσχυε μέχρι τότε στις σχολές Καλών Τεχνών. Ο G. Muche, ο οποίος δίδασκε ιστορία της τέχνης, ήταν ο μόνος που είχε μείνει στη σχολή του Krefeld κι εγώ είχα την τύχη να τον ζήσω για ενάμιση χρόνο, ως σπουδάστρια. Αναμφίβολα, η σχολή με επηρέασε βαθύτατα. Ανέκαθεν είχα πολύ καλό σχέδιο και αυτό είναι ένα στοιχείο που με βοήθησε πάρα πολύ στην εξέλιξη της δουλειάς μου, η οποία δεν γίνεται βάση σχεδίου. Ποτέ δεν προσχεδιάζω ένα έργο που θα κάνω. Κι αν κάνω τρεις γραμμές, πάντα θα βγει κάτι άλλο. Το σκεπτικό μου δεν είναι να είμαι μια σύγχρονη καλλιτέχνις, δεν άγομαι από σκέψεις του τύπου «τι είναι τώρα» και «τι πρέπει να κάνω». Στη δική μου εξελικτική πορεία η μία περίοδος ερχόταν μετά την άλλη τόσο φυσικά, που ήταν σαν να προϋπήρχε. Είναι και το βλέμμα του καλλιτέχνη, πώς βλέπει κάτι και πώς το εκφράζει αυτό. Είναι και η φιλοσοφική διάθεση, το πώς σκέφτεσαι για τη ζωή και τον θάνατο, το μεταφυσικό στοιχείο, το οποίο ενυπήρχε σε μένα από πολύ μικρό παιδί. Πιστεύω στους κύκλους της ζωής. Ερχόμαστε από κάπου και ξαναφεύγουμε, χωρίς να χαθούμε. Και όλα όσα έχουμε ζήσει, υπάρχουν μέσα μας. Είμαστε ένα μέρος του σύμπαντος κι αυτό το συμπαντικό υπάρχει μέσα μας. Αρκεί τα κανάλια της ψυχής να είναι ανοιχτά, ώστε να μπορούμε να σκύψουμε μέσα μας, να πάρουμε από μέσα μας, από τα κύτταρά μας, από όλα αυτά που προϋπάρχουν.

-Η φύση, είτε ως υλικά είτε ως παράγοντας μεταμόρφωσης των έργων σας, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς σας. Ποια είναι η γνώμη σας για την τεχνολογία και την τέχνη στην εποχή μας;
-Μα, σήμερα η τέχνη είναι σαν να μην υπάρχει! Η τεχνολογία έρχεται και καταστρέφει τα πάντα. Έτσι κινδυνεύω να μην με χαρακτηρίζουν σύγχρονη, αλλά πραγματικά δεν πιστεύω ότι η τεχνολογία μπορεί να αφυπνίσει το ένστικτο του ανθρώπου, να βγάλει την ψυχή του προς τα έξω. Και χωρίς ψυχή και ένστικτο δεν υπάρχει Τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της, είτε αυτή λέγεται ποίηση, είτε ζωγραφική. «Χάσαμε τη σοφία για τη γνώση και τη γνώση για την πληροφόρηση» έλεγε ο Έλιοτ. Όλες οι εικόνες έρχονται πλέον αμέσως, η τεχνολογία έχει ισοπεδώσει τις διαδικασίες αναζήτησης της γνώσης. Και χωρίς τις δικές του εικόνες είναι κανείς χαμένος.

-Γιατί επιλέξατε να εργάζεστε με την τεχνική της textile art (τέχνη της ύφανσης); Πρόκειται για μια ιδιαίτερη τεχνική που δεν τη συναντούμε συχνά…
-Όταν γύρισα από τη Γερμανία ήθελα να είμαι ανεξάρτητη οικονομικά και ασχολήθηκα με τις γραφιστικές τέχνες. Δούλεψα τότε σε αυτόν τον κλάδο και μου άρεσε πολύ, έκανα αφίσες, διαφήμιση, όλα αυτά. Όταν τελείωσα με αυτόν τον χώρο, είχα κάνει και μια έκθεση αφίσας στον «Ζυγό». Μετά πέρασα στη ζωγραφική, τις κατασκευές. Γιατί Textile Art, λοιπόν; Ήταν μέρος της σχολής, το Bauhaus είχε textile και είχε και ανθρώπους που ασχολούνταν με αυτό. Τον καιρό εκείνο βγήκε μια καινούρια τεχνική ταπισερί, χωρίς να γίνεται πάνω σε σχέδιο. Εγώ που ήμουν στο Παρίσι, θέλησα να μάθω σε ένα εργαστήριο την τεχνική της ύφανσης, γιατί ήθελα να βάζω με φυσικό τρόπο τα υλικά μέσα στα έργα μου, χωρίς να κάνω κολλάζ. Είναι μια δύσκολη τεχνική, έχω «φάει» τα χέρια μου αλλά δεν με πειράζει. Αγαπούσα πολύ αυτή τη δουλειά! Κυρίως δούλευα με φυτικές ίνες, λινάρι, γιούτα, κάνναβη κ.ά. Και συγχρόνως είχα δουλέψει πολύ επάνω σε πισσόχαρτο. Τα έργα αυτά, από τη σειρά τα «Λάβαρα«», έγιναν για μια έκθεση που πραγματοποιήθηκε στην Πύλη της Αμμόχωστου στην Κύπρο. Θυμάμαι τότε πήγα, είδα το κτίριο, γιατί ήταν να κάνω μια αναδρομική με μεγάλα τελάρα, ζωγραφικά έργα. Αλλά όταν είδα τον χώρο είπα πως δεν μπορεί να γίνει εδώ απλά μια τέτοια έκθεση. Έτσι μου ήρθε τότε, ως φώτιση, η ιδέα να κάνω τα «Λάβαρα». Και η έκθεση που ήταν να γίνει το '90-'91, έγινε τελικά το '93. Είναι αυτό που σας ανέφερα και πριν. Πρέπει κανείς να έχει ανοιχτά τα μάτια του και τα κανάλια της ψυχής του, να βρίσκουν κάτω μια μικρή φλογίτσα. Ξέρετε, γεννιόμαστε με μια μικρή φλόγα μέσα μας και αυτήν τη φλόγα θα πρέπει να την ανάψουμε λίγο από μόνοι μας. Να σας συνεχίζω όμως και την ιστορία με τα πισσόχαρτα, που έχει ενδιαφέρον. Τα βρήκα σε ένα γιαπί απέναντι από το σπίτι μου,  είχαν μεταφέρει κάποια πράγματα μέσα σε αυτά, γιατί το πισσόχαρτο δεν πιάνει νερό και μετά τα είχαν παρατήσει. Τα μάζεψα, τα καθάρισα και έτσι ξεκίνησαν όλα. Εποχή γύρω στο '90. Τότε οι δύο κόρες μου σπούδαζαν στο Παρίσι και άρχισα να ψάχνω πισσόχαρτα εκεί. Βρήκα σε κάποια μαγαζιά που είχαν είδη τέχνης και τους πρόσθεσα ίνες και άρχισα να τα δουλεύω. Όλα αυτά είναι υλικά που υπόκεινται στον χρόνο χωρίς να φθείρονται, είναι σαν τα παλιά έπιπλα. Φανταστείτε πως τα έργα της έκθεσης στο Τελλόγλειο είναι από το 1980 – 1985 και δεν έχουν πάθει τίποτα! Μετά είχα έναν φίλο που δούλευε σε ένα εργοστάσιο στην Κέρκυρα, έφερνε σκοινιά από την Ανατολή και με προμήθευσε με πολλά ανάλογα υλικά. Ένα έργο έπαιρνε δυο, τρεις μήνες μέχρι να ολοκληρωθεί. Και πολλά μεγάλα έργα τα δούλεψα επάνω σε σκαλωσιές. Το επόμενο στάδιο στα έργα μου, κι αυτό ήρθε από μόνο του. Κάποια στιγμή μετακομίζω και βρίσκω μια τέντα που την είχα σπίτι και ήταν φθαρμένη. Και έγινε πηγή έμπνευσης. Γι' αυτό σας λέω πως τα πράγματα έρχονται από μόνα τους, αρκεί να τα βλέπεις.

-Στη σειρά των έργων «Φθορά – Μνήμες», ο χρόνος είναι καθοριστικός, καθώς συμβάλλει στη  «μεταμόρφωση» των καμβάδων που θάβετε στη γη. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα της ταφής – εκταφής των έργων σας;
-Σε κάποια φάση σκέφτηκα, πώς μπορείς να φθείρεις το ύφασμα πιο γρήγορα, να κάνεις τον χρόνο να τρέξει; Δούλευα συγχρόνως και με το πισσόχαρτο, του οποίου άλλαζα τη φορά και το εκτύπωνα επάνω στον καμβά. Ζωγράφιζα τα έργα προτού τα βάλω στο χώμα, είναι δύο φορές δουλεμένα. Τα έβρεχα κάθε τόσο, ώστε να αρχίσει να γίνεται η οξείδωση και όταν τα έβγαζα από τη γη για να δω σε τι φάση βρίσκονταν, ένιωθα λίγο σαν θαυματοποιός! Είναι πολύ ωραίο το συναίσθημα του να βγάζεις κάτι από τη γη. Σκεφτόμουν τι ενθουσιασμό θα νιώθουν οι αρχαιολόγοι που κάνουν τις ανασκαφές και βρίσκουν κάτι πολύ ωραίο.
Είναι μια μεταμόρφωση. Συνήθως δεν βάζω τίτλους στα έργα μου, αλλά όταν νοιώθω ότι δεν έχω κάτι άλλο να πω κι ότι μια περίοδος τελείωσε, τότε βάζω έναν γενικότερο τίτλο στη δουλειά μου, όπως και συνέβη με αυτήν την περίοδο, που την ονόμασα «Μεταμόρφωση της ύλης». Δεν βάζω τίτλους, γιατί δεν μου αρέσει να οδηγώ τον θεατή. Τον αφήνω να δει το έργο, όπως νομίζει αυτός. Και πιστεύω, ότι εάν ένας καλλιτέχνης βάζει την ψυχή του μέσα στο έργο, θα έρθει και ο θεατής και θα βρει κάτι μέσα σε αυτό. Αυτό είναι και το δράμα το σημερινό, το οποίο παρακολουθώ με αγωνία, για το τι θα γίνει. Όταν κανείς δεν μπαίνει ολόκληρος στο έργο του, δεν βγαίνει η αλήθεια του μέσα από αυτό. Έπειτα, μπαίνουν μέσα όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ανακυκλώνονται στον χώρο της τέχνης, νομίζω ότι είναι περισσότεροι απ' ότι οι καλλιτέχνες οι ίδιοι πια! Αναφέρομαι σε ειδικούς, επιμελητές, εμπόρους, καθώς η τέχνη είναι ένα εμπορεύσιμο είδος. Και οι καλλιτέχνες, όταν είναι νέοι, δεν ξέρω πώς μπορούν να δουλέψουν με τον εαυτό τους, να δουν τον εαυτό τους. Γιατί όταν θέλεις να είσαι εμπορικός, μπαίνεις στο παιχνίδι των άλλων και χάνεις την ψυχή σου, τον κόσμο σου όλο. Και το έργο σου δεν έχει αντίκρισμα πια, δεν επικοινωνεί με το κοινό. Και έτσι ο θεατής απομακρύνεται και ενίοτε χλευάζει κιόλας. Δεν νομίζω ότι γίνεται η τέχνη μέσα στον θόρυβο. Η τέχνη είναι ένα είδος προσευχής. Θέλει να κλειστείς στον χώρο σου και να δουλέψεις με τον εαυτό σου, να μην κοιτάς κανέναν γύρω σου, να μην θέλεις να είσαι σύγχρονος.  

INFO: Η έκθεση «Η Βούλα Μασούρα και ο κόσμος της» εγκαινιάστηκε στις 27 Νοεμβρίου στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. Διάρκεια: Έως τις 30 Ιανουαρίου 2016. (www.teloglion.gr)