Κάνοντας μια αυστηρά οικονομική προσέγγιση και απομονώνοντας τις άλλες σημαντικές πτυχές των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας, η πιο στενή μας συνεργασία με μεγάλες γειτονικές αγορές, όπως η τουρκική, θα συνέβαλε σημαντικά στο να διατηρηθεί η δυναμική της οικονομίας μας και στο μέλλον, μετά το τέλος των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το μεγάλο μέγεθος της τουρκικής αγοράς και οι ευρωπαικές προδιαγραφές της Ελλάδας θα αποτελούσαν δέλεαρ για οποιονδήποτε επενδυτή, όπως λέει στο Liberal, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, απαριθμώντας μια σειρά πεδίων συνεργασίας, από την ενέργεια και τον τουρισμό, μέχρι τη ναυτιλία, την υγεία, την ανώτατη εκπαίδευση και την επιστημονική έρευνα.
Πέραν όμως της άμεσης, ακόμη πιο σημαντική για τον ίδιο, είναι μια δεύτερη διάσταση. Καθώς το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας θα αυξάνεται θα μπορεί ευκολότερα να παίξει το ρόλο περιφερειακού κέντρου στην ευρύτερη περιοχή της. Διότι μέρος της στρατηγικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, μπορεί και πρέπει να είναι, όπως λέει, η βαθύτερη διασύνδεση της με τις γειτονικές οικονομίες ώστε να καταστεί σε πολλές αγορές, κέντρο στην ΝΑ Ευρώπη και την ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Από τα Βαλκάνια και την Τουρκία έως τη Μέση Ανατολή και τη Β. Αφρική, υπάρχει εξαιρετικό πεδίο για εμπορικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.
Άλλωστε, η βαθύτερη διασύνδεση με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες της περιοχής, δεν είναι για τη δική μας μόνο θέμα ποσοτικής μεγέθυνσης. Αλλά θα αναβαθμίσει ποιοτικά την επιχειρηματικότητα, και περισσότερο εξωστρεφείς επιχειρήσεις θα είναι περισσότερο καινοτόμες, ενώ το μέγεθος της διασυνδεδεμένης αυτής αγοράς θα προσελκύσει επιπλέον ξένα κεφάλαια.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
Στο πλαίσιο της επίσκεψης Μητσοτάκη στην Άγκυρα ήρθαν στην επιφάνεια οι οικονομικές σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Έχουν πράγματι θετικές προοπτικές;
Οι διμερείς οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο, τόσο όσον αφορά το εμπόριο προϊόντων και υπηρεσιών όσο και τις επενδύσεις. Κάνοντας μια αυστηρά οικονομική προσέγγιση, και απομονώνοντας τις άλλες σημαντικές πλευρές των σχέσεων ανάμεσα τους, για δυο χώρες που μοιράζονται σύνορα, αλλά έχουν και κοινά στοιχεία ιστορίας και πολιτισμού, θα ανέμενε κάνεις πολλαπλάσια υψηλότερο επίπεδο εισαγωγών και εξαγωγών όπως και επενδύσεις από επιχειρήσεις της μιας χώρας στην άλλη.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν συγκεκριμένες βάσεις για την ανάπτυξη αυτών των σχέσεων: Από τη δική μας πλευρά η πρόσβαση στη μεγάλη εσωτερική αγορά που έχει η Τουρκία και από την πλευρά τους η πρόσβαση σε μια οικονομία μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Και οι δυο οικονομίες βρίσκονται σήμερα σε θετική τροχιά, μεσοπρόθεσμα όμως η ανάπτυξη των διμερών τους σχέσεων μπορεί να είναι κρίσιμη για την περαιτέρω μεγέθυνσή τους. Ειδικά από τη σκοπιά της δικής μας οικονομίας, η συστηματική άνοδο των εξαγωγών, όπως και η προσέλκυση επενδύσεων είναι τα κλειδιά για να βρεθεί μελλοντικά σε υψηλότερο επίπεδο και να προσεγγίσει τον μέσο όρο της Ευρώπης.
Τα προβλήματα, ωστόσο, ανάμεσα στις δυο χώρες δεν εμποδίζουν την ανάπτυξη των οικονομικών τους σχέσεων;
Είναι βέβαιο πως όσο οι ευρύτερες σχέσεις των δυο χωρών δεν θα είναι ομαλές, αυτό θα αντανακλά και στο οικονομικό πεδίο. Ειδικότερα, εμπορικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που μπορούν να δημιουργήσουν αξία μεσοπρόθεσμα, και δεν εκμεταλλεύονται απλώς βραχυχρόνιες ευκαιρίες, δύσκολα ευδοκιμούν εάν δεν υπάρχει ένα ελάχιστο επίπεδο ορατότητας στο ευρύτερο πλαίσιο.
Αυτό ισχύει κατεξοχήν όταν τα προβλήματα στις σχέσεις των χωρών δεν είναι πρόσκαιρα και εκτείνονται από την πλευρά της μιας χώρας έως την αμφισβήτηση βασικών δικαιωμάτων της άλλης, όπως η κυριαρχία. Όμως, και η ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων μπορεί και η ίδια, με τη σειρά της, να επηρεάσει τις ευρύτερες σχέσεις ανάμεσα στις χώρες, υποβοηθώντας την ειρηνική συνύπαρξη και τις σχέσεις καλής γειτονίας.
Σε ποια ειδικότερα πεδία υπάρχει σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης;
Υπάρχουν σημαντικοί τομείς για τις οικονομίες που έχουν προφανή κρισιμότητα και όπου, εφόσον γίνουν προσεκτικές κινήσεις, μπορεί να υπάρξει αμφίπλευρα όφελος. Οι σημαντικότεροι τέτοιοι τομείς, είναι ο χώρος της ενέργειας, του τουρισμού και του πλέγματος πρωτογενούς παραγωγής και διατροφής.
Επενδύσεις που συνδέουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των δυο οικονομιών, θα μπορούσαν καταρχήν να είναι ιδιαίτερα ελκυστικές. Όμως ταυτόχρονα με αυτούς τους κρίσιμους τομείς, υπάρχουν και έντονες ανταγωνιστικές τάσεις. Δηλαδή δεν είναι σαφές εάν η συνεργασία μπορεί να πρυτανεύσει για αμοιβαίο όφελος, εάν αυτό που θα κυριαρχήσει θα είναι εναλλακτικά μια ελληνική επένδυση ή επιχείρηση έναντι μιας τουρκικής, ή το αντίθετο, ανάλογα με την περίπτωση.
Υπάρχουν όμως και τομείς και κλάδοι όπου είναι περισσότερο σίγουρο ότι επιχειρηματικές συνεργασίες θα ευνοηθούν εφόσον συνδέσουν τα θετικά των δυο οικονομιών. Το μεγάλο δηλαδή μέγεθος της τουρκικής αγοράς και οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές της Ελλάδας, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν δέλεαρ για οποιονδήποτε επενδυτή. Η ελληνική οικονομία θα είχε πολύ μεγαλύτερες προοπτικές αν κατάφερνε να αναπτύξει συνεργασία με την τουρκική.
Ενδεικτικά, υπάρχει το πλέγμα υποστήριξης της ναυτιλίας, με υπηρεσίες και προϊόντα, όπου αφενός η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος δύναμη στην πρωτοπόρο ναυτιλία και αφετέρου οι θαλάσσιες μεταφορές και ακτοπλοΐα, οι οποίες είναι κρίσιμες για τις δυο χώρες. Η επίτευξη οικονομιών κλίμακας και εξειδίκευσης είναι παράγοντας ανάπτυξης του αντίστοιχου οικοσυστήματος και στις δυο, διευρύνοντας τις αγορές τους.
Αντίστοιχα, υπάρχει ο ευρύτερος χώρος της υγείας, όπου οι χώρες έχουν προς το παρόν διαφορετικές δημογραφικές δυναμικές, με σημαντική ανάπτυξη της ζήτησης στην Τουρκία, καθώς και εμπειρία και υπερβάλλουσα προσφορά στη δική μας. Τέλος, υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες συνεργασίας στην ανώτατη εκπαίδευση και στην επιστημονική έρευνα, όπου και πάλι στη χώρα μας υπάρχει σημαντική εμπειρία μαζί με ευρωπαϊκές προσβάσεις, ενώ στην Τουρκία υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση. Μπορεί κανείς να αναζητήσει και να εξειδικεύσει πολλές άλλες τέτοιες περιοχές.
Δεδομένης όμως της έντασης ανάμεσα στις δυο χώρες, έχει νόημα για τις ελληνικές επιχειρήσεις μια τέτοια κατεύθυνση; Δεν θα ήταν περισσότερο επωφελής μια επιλογή άλλων αγορών;
H ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε μια ισχυρή τροχιά ανάκαμψης μετά τη μακροχρόνια κρίση χρέους και τις επόμενες εισερχόμενης κρίσεις, ειδικότερα της πανδημίας και την ενεργειακή. Οι τρέχοντες ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ, υπερβαίνουν σημαντικά τον μέσο όρο της Ευρώπης, δυναμική που μπορεί να διατηρηθεί κατά την επόμενη διετία. Η εμπέδωση σταθερότητας στην οικονομία και ευρύτερα στη χώρα παίζει κρίσιμο ρόλο. Αυτή εκφράζεται και με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και τη μείωση της διαφοράς στο κόστος χρηματοδότησης της δικής μας από τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Επίσης, ενισχύεται, φυσικά, από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες.
Όμως η τρέχουσα δυναμική δεν θα διατηρηθεί αυτόματα και στο μέλλον. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να τρέξει γρηγορότερα η περίφημη αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, που στις βασικές του γραμμές σημαίνει υψηλότερο ποσοστό επενδύσεων και εξαγωγών στην οικονομία. Για να συμβεί αυτό, η αποτελεσματικότερη διασύνδεση της οικονομίας μας με το εξωτερικό είναι το κλειδί, και μεγάλες γειτονικές οικονομίες όπως της Τουρκίας δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Ίσως, οι πιο ελπιδοφόρες πρόσφατες τάσεις της οικονομίας μας, είναι η άνοδος στις εξαγωγές προϊόντων, με επίκεντρο τη μεταποίηση, και η συνολική διεύρυνση της εξωστρέφειας της οικονομίας, αν την ορίσουμε ως το άθροισμα των συνολικών εισαγωγών και εξαγωγών ως ποσοστό της οικονομίας. Ενώ όμως οι τάσεις αυτές είναι πολύ θετικές, το επίπεδο εξακολουθεί να απέχει σημαντικά από το επιθυμητό. Για να πετύχουμε τους επιθυμητούς ρυθμούς μεγέθυνσης την επόμενη δεκαετία, που θα υπερβαίνουν το 2% ετησίως σε πραγματικούς όρους, θα πρέπει το επίπεδο επενδύσεων, τόσο από εσωτερικούς πόρους όσο και ξένους, να ανέρχεται με περίπου διψήφιο ρυθμό τα επόμενα χρόνια, και το ίδιο ισχύει και για το επίπεδο των επενδύσεων.
Μόνο έτσι οι σχετικές μεταβλητές θα προσεγγίσουν τον μέσο όρο οικονομιών της Ευρώπης με τις οποίες συγκρινόμαστε. Η ευκαιρία λοιπόν διασύνδεσης με την τουρκική οικονομία, υπό την αίρεση φυσικά της ομαλής εξέλιξης στις σχέσεις των δυο χωρών, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Πέραν της άμεσης, υπάρχει και μια δεύτερη διάσταση: Καθώς το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας θα αυξάνεται θα μπορεί ευκολότερα να παίξει το ρόλο περιφερειακού κέντρου στην ευρύτερη περιοχή της.
Τι εννοείτε; Μπορεί να υπάρχει τέτοιος ρόλος για την Ελλάδα, δεδομένων των εντάσεων στη γειτονιά μας;
Μέρος της στρατηγικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, μπορεί και πρέπει να είναι η βαθύτερη διασύνδεση της με τις γειτονικές οικονομίες ώστε να καταστεί σε πολλές αγορές κέντρο στη νοτιοανατολική Ευρώπη και την ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Από τα Βαλκάνια και στην Τουρκία, στη Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική υπάρχει εξαιρετικό πεδίο για εμπορικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Οι χώρες της περιοχής, έχουν σημαντικές προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, εκκινώντας σήμερα από μια χαμηλή βάση.
Η ελληνική οικονομία μπορεί να έχει προβλήματα, αποτελεί όμως μέρος της ευρύτερης και σταθερής ευρωπαϊκής οικονομίας. Μπορεί να αποτελέσει όχημα για την ανάπτυξη και αυτών των γειτονικών οικονομιών την ίδια ώρα που η ίδια θα ενισχύει τις προοπτικές μεγέθυνσής της με διατηρήσιμο τρόπο. Η συστηματική αύξηση της εξωστρέφειας, ώστε οι ελληνικές επιχειρήσεις να μην εξαρτώνται μόνο από την εσωτερική αγορά και κανόνες αλλά από την ευρύτερη ανταγωνιστικότητά τους και ένα ανοιχτό επενδυτικό πεδίο για ξένες επιχειρήσεις, μόνο οφέλη θα φέρουν.
Η βαθύτερη διασύνδεση με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες της περιοχής, δεν είναι για τη δική μας μόνο θέμα ποσοτικής μεγέθυνσης. Θα επηρεάσει ποιοτικά και θα αναβαθμίσει την επιχειρηματικότητα και την εργασία, εφόσον αναπτύξει το μέσο μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας και την κατευθύνει προς υψηλότερη αξία.
Περισσότερο εξωστρεφείς επιχειρήσεις θα είναι περισσότερο καινοτόμες, ενώ το μέγεθος της διασυνδεδεμένης αγοράς μπορεί να προσελκύσει επίσης σημαντικά διεθνή κεφάλαια.
Ένα τέτοιο σχέδιο σχετίζεται βέβαια και με τη σταθερότητα και ανάπτυξη της περιοχής και πέρα από την οικονομία. Ας μην ξεχνάμε πώς η προοπτική ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση των Δυτικών Βαλκανίων είναι σημαντική για τη χώρα μας και το πώς και πότε θα συμβεί είναι άμεσου ενδιαφέροντος, ενώ βέβαια υπάρχουν σήμερα δυο ανοικτές πληγές, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, πολύ κοντά μας, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά επίσης ιστορικά και πολιτισμικά.
Εάν προσθέσει κανείς τους κινδύνους που υπάρχουν από τις εξελίξεις στη βόρεια Αφρική κατά τα τελευταία χρόνια, αντιλαμβάνεται γιατί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ως περιφερειακό κέντρο, που θα μπορεί να προσελκύει ανθρώπινο κεφάλαιο και επενδύσεις και να συνεισφέρει στην ευρύτερη ευημερία των χωρών, αποτελεί άμεση προτεραιότητα.
* Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών